Γεια χαρά σε σένα που καλημερίζεις.
Γεια χαρά σε σένα που θα χαιρετήσεις σ’ όποιον βρεθεί στο διάβα σου.
Σε σένα που σ’ έμαθε η ζωή να μιλάς.
Που στη δύση της ζωής σου θες να επικοινωνήσεις. Γιατί τόσα χρόνια δεν προλάβαινες. Στα χωράφια ολημερίς δεν έλεγες κουβέντα, παρά μόνο στο χώμα, στα πουλιά και που και που μιλούσες στον ουρανό. Του παραπονιόσουν γιατί δε γεννήθηκες με περιουσία κι έπρεπε να σε τρώει η βροχή, να σε δέρνει ο αέρας και να σε καίει ο καυτός ήλιος για να μπορέσεις να ζήσεις τα παιδιά σου.
Σε σένα που γυρνούσες σπίτι και δεν είχες κουράγιο να πεις κουβέντα στην κυρά σου, από την κούραση και τους πόνους του ταλαιπωρημένου σου κορμιού. Που δεν είχες κουράγιο να χαϊδέψεις τα μαλλιά της κόρης σου και ν’ ανταλλάξεις δυο λόγια με τον γιο σου. Δεν έβγαιναν , δεν άντεχες.
Και τώρα, σαν να θες να μιλήσεις με όλους. Να ακούσεις τα πάντα και να πεις όλα όσα δεν έλεγες για χρόνια… Και ρωτάς να μάθεις σ’ όποιον πετύχεις στη βρύση και χαμογελάς σε όποιον συναντήσεις, γιατί το σπίτι σου είναι πλέον άδειο, έρημο. Κουβέντα ν ανταλλάξεις δεν έχεις με κανέναν, μόνο μια ανάσα ακούς… τη δική σου και τις σπουργίτες το πρωινό και το δείλι.
Σε σένα που τελικά δεν πρόλαβες….. να ζήσεις !
Κείμενο – Φωτογραφίες: Μαρία Διαμαντάρα