Το χόμπι του οφθαλμίατρου Μανώλη Μανταδάκη είναι η ζωγραφική… Ξεκίνησε από ένα απίστευτο περιστατικό που έφερε μνήμες από τη παιδική ηλικία και κατέληξε σε μία μοναδική έκφραση πάθους που εκδηλώθηκε στο καμβά
Οι περισσότεροι από τους Ναξιώτες γνωρίζουν τον οφθαλμίατρο Μανώλη Μανταδάκη.. Έναν άνθρωπο που αρέσκεται να εκφράζεται με έναν ξεχωριστό τρόπο… Να μιλάει από τη καρδιά του ακόμη και για θέματα καθημερινότητας… Όμως, κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του ξεχωριστά πάθη. Και τα εξωτερικεύει με διαφορετικό τρόπο. Και μερικές φορές ο δύσκολος χειμώνας στις μικρές κλειστές κοινωνίες, τα «μικρά χωριά» που λέει και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, έχει μυστικά που τον καθιστούν περισσότερο διαχειρίσιμο. Που φεύγει σαν νερό πριν καν νιώσεις το κρύο να διαπερνά το κορμί σου. Και για τον Μανώλη Μανταδάκη, τον κρητικό της Νάξου, το δικό του μυστικό είναι η … ζωγραφική. Αρχικά ως σκίτσο, στη συνέχεια ως προσωπογραφίες και τέλος – με τη βοήθεια της συζύγου του Κατερίνας – οι πίνακες που απεικονίζουν τοπία… Και το πιο εντυπωσιακό; «Όλα ήρθαν τόσο εύκολα. Τόσο απλά. Απλά το χέρι μου έτρεχε πάνω στο καμβά…»
Πως ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια; «Πριν από μερικά χρόνια. Όταν βρέθηκα στο Ηράκλειο, στη παλιά μου γειτονιά, το σχολείο μου που ήταν έτοιμο προς κατεδάφιση. Μπήκα μέσα και πάνω από την έδρα του δασκάλου είδα ότι στέκονταν ακόμη δύο σκίτσα που είχα κάνει ως μαθητής. Πριν από περίπου μισό αιώνα… Δεν τα πήρα εκείνη την στιγμή, πήγα την επόμενη είχαν χαθεί. Απογοητεύτηκα. Ένιωσα ότι μου ξερίζωσαν τη καρδιά»
Και ο γιατρός γύρισε στη Νάξο… Και άρχισε σιγά σιγά να κάνει τα πρώτα σκίτσα. Μαυρόασπρα. Να περνάει την ώρα του. Όταν τα είδε η Κατερίνα, η σύζυγός του τον προέτρεψε να τα μεταφέρει στο καμβά… Έψαξε την αποθήκη, βρήκε τις μπογιές των παιδιών του, που πλέον ήταν ενήλικες και πλέον το σκίτσο πήρε χρώμα και ζωή. Από την εκατόφυλλη τριανταφυλλιά στο κήπο έως εικόνες της καθημερινότητας… Μάλιστα, όπως λέει γελώντας «να σου πω επί τρία χρόνια μάζευα και ότι περιοδικό ζωγραφικής κυκλοφορούσε. Κυρίως για χρώματα… Ε δεν τα άνοιξα ποτέ. Εκεί στην αποθήκη έμειναν»…
Όμως, η ζωγραφική αίφνης έγινε ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Οι πίνακες άρχισαν να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο. Λες και ήταν ένας χείμαρρος που επιζητούσε τρόπο διαφυγής και έκφρασης από τη ψυχή του… «Έφευγα από το ιατρείο και ερχόμουν σπίτι και βουρ για ζωγραφική… ξεχνιόμουν με τις ώρες μπροστά στο καμβά, να τελειώσει, να φτιάξω το επόμενο»… Κάποια στιγμή σταμάτησε. Και είδε ότι το ένα έργο στοιβάζονταν πάνω στο άλλο. Και η Κατερίνα εκεί να στέκεται δίπλα του και να χαμογελά από ευτυχία… Ο Μανώλης είχε βρει έναν μοναδικό τρόπο έκφρασης. Μέσα από τον καμβά…. Το πιο εντυπωσιακό στην ιστορία; «Εάν μου πεις να ξαναζωγραφίσω έστω και τον πιο απλό πίνακα, δεν μπορώ. Δεν ξέρω πως βγήκαν από μέσα μου….» Άλλωστε είναι αυτοδίδακτος. Σαν μία ανάγκη να εκθέσει τον εαυτό του…
Όμως, υπάρχει ένα ακόμη μικρό μυστικό… «Αυτό που μου είπαν όσοι είδαν τις προσωπογραφίες με εντυπωσίασε. Και ξέρεις γιατί; Κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό. Και είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να ζωγραφίσει πρόσωπα που γνωρίζει. Εκεί η λεπτομέρεια είναι που κάνει τη διαφορά. Μία γραμμή, από τις 365 που υπάρχουν στο πρόσωπο και αλλάζει όλο. Ε… εμένα μου βγήκε πολύ απλά….»
Και όσοι τις έχουν δει έχουν ενθουσιαστεί… και ο γιατρός ετοιμάζεται για τον …επόμενο χειμώνα. Κρητικός γαρ. Με ρίζα από τα Σφακιά. Και οι άνθρωποι εκεί είναι ανήσυχοι. Και δεν αντέχουν να κάθονται με δεμένα χέρια έναν ολόκληρο χειμώνα. Οπότε; Στην επόμενη πρόκληση της ζωής του…