Δεκαετίες πίσω. Δικαίωμα στην εργασία εκτός σπιτιού, κυρίως ανδρικό προνόμιο. Κουστουμαρισμένοι, με τα γυαλιστερά σκαρπίνια τους, ξεχύνονται στους χωμάτινους δρόμους.
Κείμενο – Φωτογραφία: Μαρία Διαμαντάρα
Στην άκρη του δρόμου το ταπεινότερο των επαγγελμάτων. Μπροστά του, το ξύλινο κασέλι με την μπρούτζινη βάση για να ακουμπούν το παπούτσι τους.
Το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο, δίπλωνε το μπατζάκι και τοποθετούσε χαρτόνια – τροποποιημένα από τσιγαρόκουτα – στα πλαϊνά του παπουτσιού, για να προστατεύσει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε το παπούτσι με τη βούρτσα, έβαζε αλοιφή στο κατάλληλο χρώμα και γυάλιζε το σκαρπίνι. Με ένα ελαφρύ χτύπημα έδινε το σύνθημα για αλλαγή του ποδιού.
Πόσες φορές η λέξη “λούστρος” χρησιμοποιήθηκε ως βρισιά. Πόσο ασήμαντος φάνταζε πάντα, εκεί στα χαμηλά, στο περιθώριο του δρόμου, στη βρωμιά που πάλευε να απομακρύνει.
Και τα κατάφερνε, ταΐζοντας πολλά στόματα πίσω του, είτε κατάφερνε να δει το γιο του ή τον εαυτό του αρχιτέκτονα ή μηχανικό. Γιατί ο λούστρος, δεν ήταν επάγγελμα ενηλίκων.
Γιατροί ξεπηδούσαν από την ταπεινότητα. Παιδιά που κρατούσαν βούρτσες, πλέον κρατούσαν νυστέρι και έσωζαν ζωές.
(εικόνες από πρόσφατη εκδήλωση στον Καλόξυλο)