«Το μήνυμά μου είναι το εξής: Αν είστε έτοιμοι να βρούμε σημείο επαφής, τότε είμαστε κι εμείς», είπε ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Οσμπορν, σε ομιλία του στους Trustees του ιδρύματος και αναφερόμενος στη νέα εποχή του μουσείου
«Κάποια από τα σπουδαιότερα αντικείμενά μας μπορεί, για πρώτη φορά, να παρουσιαστούν στις κοινότητες από τις οποίες αρχικά προήλθαν», είπε πρόσφατα ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν στο ετήσιο δείπνο των Trustees του ιδρύματος.
Λίγους μήνες μετά τις δηλώσεις του Οσμπορν για την ευκαιρία «συμφωνίας» με την Ελλάδα στο θέμα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα, ο πρόεδρος του μουσείου απευθυνόμενος στους ανθρώπους που κρατάνε τα κλειδιά του ιδρύματος έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρος. «Το μήνυμά μου είναι το εξής: Αν είστε έτοιμοι να βρούμε σημείο επαφής, τότε είμαστε και εμείς».
«Ακούμε τις φωνές που ζητούν αποκατάσταση», είπε και πρόσθεσε ότι σκοπός του δεν είναι η «αποσυναρμολόγηση» ενός ιδρύματος που έφτιαξαν οι προηγούμενες γενιές. «Είμαι βέβαιος ότι μπορούν να υλοποιηθούν μακροπρόθεσμες συνεργασίες», τόνισε. «Είναι όλα μέρος της μεγάλης μας αλλαγής».
«Ακούμε τις φωνές που ζητούν αποκατάσταση», είπε ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου.
Μπορεί στην τετρασέλιδη ομιλία του ο Οσμπορν να μην αναφέρθηκε στον Παρθενώνα αυτή τη φορά, αλλά δεν δίστασε να εστιάσει την προσοχή σε ένα και μόνο θέμα: στο πώς θα αλλάξει το Βρετανικό Μουσείο και από ένα «μουσείο του κόσμου» θα γίνει «ένα μουσείο μέσα στον κόσμο».
Απέναντι σε ένα περιβάλλον που αμφισβητεί τις βεβαιότητες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της παγκοσμιοποίησης, εκεί όπου οι εθνικισμοί των μεγάλων δυνάμεων θεριεύουν ξανά και ο συνεκτικός ιστός των κοινωνιών διαταράσσεται, η απάντηση, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να είναι μία για το Βρετανικό Μουσείο: «Να γίνουμε το παγκόσμιο μουσείο της κοινής μας ανθρωπότητας».
Στην ίδια ομιλία, ο επικεφαλής του μουσείου αναφέρθηκε και στο μεγάλο πρόγραμμα κτιριακής αποκατάστασης του ιδρύματος, το οποίο θα παρουσιαστεί με λεπτομέρειες την άνοιξη του 2023. Πρόκειται για το «Rosetta Project», ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των αιθουσών και επανατοποθέτησης των συλλογών του μουσείου, ανάμεσα στις οποίες και τη συλλογή ελληνικών αρχαιοτήτων.
Η αποκατάσταση του μουσείου που άνοιξε για το κοινό το 1759 θα διαρκέσει τουλάχιστον μια δεκαετία και ακόμη δεν έχει γίνει γνωστό πού θα μεταφερθούν οι συλλογές και τα Γλυπτά του Παρθενώνα μέχρι το πέρας των εργασιών.