Financial Times: Γεωπολιτική ισχύ με «στρατό και κατασκόπους» επιδιώκει ο Ερντογάν – Η ανάλυση για τα σχέδια του Τούρκου ηγέτη
Σκληρή ρητορική και χρήση στρατιωτικών μέσων χαρακτηρίζει τον τελευταίο καιρό την εξωτερική πολιτική του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, όπως φάνηκε και με τη στήριξη που προσέφερε η Αγκυρα στις ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν στην πρόσφατη σύρραξη με την Αρμενία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπως αναφέρει σε άρθρο της η εφημερίδα Financial Times.
Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, ο Ερντογάν έχει διατάξει στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία και στο βόρειο Ιράκ, ενώ έστειλε στρατό στη Λιβύη και ενεπλάκη σε ναυτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα στο Αιγαίο. Η νέα αυτή επιθετική εξωτερική πολιτική έχει προκαλέσει την ανησυχία των συμμάχων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, ενώ οδήγησε στην αναζωπύρωση παλαιών διενέξεων και στην ανάδειξη νέων γεωπολιτικών αντιπάλων.
Εχοντας συνειδητοποιήσει, όμως, τη σημασία της ήττας του Ντόναλντ Τραμπ και την ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, ο Ερντογάν δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ότι προτίθεται να «γυρίσει σελίδα» στις σχέσεις του με τη Δύση. Αγνωστο παραμένει, ωστόσο, εάν ο Ερντογάν είναι πρόθυμος για συμβιβασμούς σε θέματα που πλήττουν τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε., τις ΗΠΑ και τα κράτη της Μέσης Ανατολής. «Εχουν σημειωθεί μικρές κινήσεις της Τουρκίας, που μπορούν να θεωρηθούν κλάδοι ελαίας, χωρίς όμως ουσιαστικό αντίκρισμα. Η προώθηση της συνεννόησης είναι πολύ δύσκολη», λέει Ευρωπαίος διπλωμάτης.
Η εξωτερική πολιτική Ερντογάν έχει χαρακτηρισθεί «νεοοθωμανική». Τούρκοι αξιωματούχοι επιμένουν, όμως, ότι μόνο κίνητρό τους είναι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων τους. «Οταν η Γαλλία παρεμβαίνει, είναι απλά η Γαλλία, κανείς δεν αποκαλεί την πολιτική της ναπολεόντεια», λέει Τούρκος διπλωμάτης. Η αποφασιστικότητα και η μονομέρεια της εξωτερικής πολιτικής της Αγκυρας έχουν μεγάλο κόστος. «Η Τουρκία δεν έχει βρεθεί ποτέ τόσο απομονωμένη στην ιστορία της. Υπάρχει διευρυνόμενο μέτωπο κρατών που εχθρεύονται την Τουρκία», λέει η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Διεθνών Θεμάτων και Ασφάλειας του Βερολίνου, Σινέμ Αντάρ.
Η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 επέτρεψε στον Ερντογάν να ενισχύσει τον έλεγχό του πάνω στις ένοπλες δυνάμεις, ενώ η εκλογική του συμμαχία με το ακραία εθνικιστικό κόμμα MHP τον οδήγησε σε ιδεολογική στροφή προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, υιοθετώντας τις θέσεις της για την εθνική ασφάλεια και ιδιαιτέρως για την πάταξη του κουρδικού αυτονομιστικού κινήματος. Την ίδια στιγμή, η μετάβαση στην Προεδρική Δημοκρατία το 2018 υποβάθμισε τον ρόλο του υπουργείου Εξωτερικών, που διοικείτο παραδοσιακά από φιλικούς προς τη Δύση «μανδαρίνους».
Πολλοί Τούρκοι επικρίνουν την τακτική του Ερντογάν να επαφίεται σε «στρατιωτικούς και κατασκόπους» για την εξωτερική του πολιτική, παραγκωνίζοντας τους διπλωμάτες. Στις επισκέψεις του στο εξωτερικό, ο Ερντογάν συνοδεύεται πάντα από τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Χακάν Φιντάν και τον υπουργό Αμυνας Χουλουσί Ακάρ.
Οι ριψοκίνδυνες περιπέτειες της Τουρκίας στο εξωτερικό δεν καταδικάζονται από τους πολιτικούς αντιπάλους του προέδρου. Παρά τις δηλώσεις εκπροσώπων του κεμαλικού CHP για «τη διόλου διπλωματική γλώσσα του Ερντογάν», το κόμμα διστάζει να επικρίνει την ιδιαιτέρως δημοφιλή στους ψηφοφόρους εξωτερική πολιτική της Αγκυρας. Ο Ερντογάν είναι πρόθυμος, όπως έχει αποδείξει, να εκμεταλλευθεί την εξωτερική πολιτική για να ενισχύσει τη δημοτικότητά του στο εσωτερικό της χώρας, συγκρίνοντας τη σύγχρονη Γερμανία με το ναζιστικό καθεστώς και προτείνοντας στον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν να αναζητήσει ψυχίατρο. Η εκφοβιστική τακτική αυτή του Ερντογάν τον κατέστησε, βέβαια, ανεπιθύμητο σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Η προσπάθεια του Τούρκου προέδρου να αναδείξει τη χώρα του σε περιφερειακή δύναμη αντικατοπτρίζεται στη σημαντική σύσφιγξη των σχέσεων της Αγκυρας με κράτη της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, μετά τα μέσα της δεκαετίες του 2000. Οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας, όμως, έσβησαν στο μεταξύ εν μέσω αλληλοκατηγοριών για κακοπιστία. Τα σχέδια ενίσχυσης των δεσμών με τα αραβικά κράτη τέθηκαν και αυτά στο περιθώριο εξαιτίας των εξεγέρσεων της Αραβικής Ανοιξης, ενώ ο συριακός εμφύλιος επηρέασε άμεσα την Τουρκία, που φιλοξενεί εκατομμύρια πρόσφυγες. Οι σχέσεις της Αγκυρας με τους νέους εταίρους της είναι και αυτές εύθραυστες. Παρά την αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων από την Τουρκία, οι σχέσεις Ερντογάν – Πούτιν είναι περίπλοκες και ενίοτε τεταμένες.
Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα kathimerini.gr