Σε ηλικία 88 ετών έφυγε το βράδυ της Δευτέρας (05/08) η συγγραφέας Toni Morrison, η πρώτη Aφροαμερικανή που τιμήθηκε με Νομπέλ Λογοτεχνίας (1987), πολυγραφότατη, πολυβραβευμένη και εξαιρετικά δημοφιλής στο διεθνές αναγνωστικό κοινό – Επί τέσσερις δεκαετίες έδωσε φωνή στα σιωπηλά πρόσωπα της αφροαμερικανικής ιστορίας, κυρίως στις γυναίκες, διασώζοντας τη μνήμη τους.
Η «Αγαπημένη» –όπως ήταν ο τίτλος του βραβευμένου με Nομπέλ μυθιστορήματός της– συγγραφέας της Αμερικής Toni Morrison και των πολυάριθμων αναγνωστών σε ολόκληρο τον κόσμο έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Δευτέρας σε ηλικία 88 ετών. Η συγγραφέας που κατάφερε να διαφυλάξει στο έργο της τη μνήμης της φυλής της και να καταγράψει το χρονικό των Αφροαμερικανών –και δη των γυναικών– και τη συμβολή τους στη δημιουργία της νεότερης αμερικανικής ιστορίας υπήρξε ένας άνθρωπος με πυγμή και χαρακτήρα, μητέρα και γιαγιά πολύτιμη για την οικογένειά της –«λατρεμένη» την ονόμασαν στην αναγγελία της απώλειάς της οι δικοί της– αλλά και για τη χώρα.
Το Νομπέλ Λογοτεχνίας, που έλαβε το 1993, ήταν το πρώτο που δόθηκε σε Αφροαμερικανή συγγραφέα και το έλαβε, όπως δήλωσε τότε η επιτροπή, επειδή «τα βιβλία της χαρακτηρίζονται από οξυδέρκεια και ποιητικότητα, δίνοντας ζωή σε μια ουσιώδη πτυχή της αμερικανικής πραγματικότητας». Τον Μάιο του 2012, η Toni Morrison έλαβε από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, που υπήρξε φίλος της, το μετάλλιο της Ελευθερίας (Presidential Medal of Freedom) σε μια επίσημη τελετή στην οποία εκείνη παρέστη ντυμένη κομψά, με σκούρο μακρύ πανωφόρι, αλλά φορώντας τα χαρακτηριστικά της τεράστια σκουλαρίκια και έχοντας τα γκρίζα μαλλιά της πλεγμένα ράστα.
Ο Μπαράκ Ομπάμα την κρατούσε από το χέρι και η κοινή τους παρουσία έστειλε σε όλο τον πλανήτη ένα μήνυμα ενάντια στον ρατσισμό, μια εικόνα πολιτισμού. Ο θάνατός της, που αναγγέλθηκε από τον εκδότη της Αλφρεντ A. Κνοπφ και την οικογένειά της, ως αποτέλεσμα σύντομης ασθένειας, στέρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες από ένα σύμβολο με διεθνή απήχηση.
«Είναι γεγονός ότι έχω απολαύσει αρκετές τιμές. Καθεμιά από αυτές είναι πολύτιμη αλλά ορισμένες είναι πιο ξεχωριστές από άλλες. Αναμφισβήτητα το Νομπέλ Λογοτεχνίας δεσπόζει ανάμεσα στα βραβεία μου» είχε δηλώσει η ίδια στο «Βήμα της Κυριακής», στη μοναδική της συνέντευξη σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης τον Φεβρουάριο του 2016. «Πρώτον, επειδή η τελευταία φορά που το απέσπασε γυναίκα και Αμερικανίδα ήταν η Περλ Μπακ το 1938 και, δεύτερον, επειδή ως τότε δεν το είχε λάβει ποτέ κάποιος αφροαμερικανός συγγραφέας, άνδρας ή γυναίκα. Επομένως η διάσταση της αντιπροσώπευσης ήταν σημαντική για εμένα»
Η Toni Morrison γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1931 στο Λορέν του Οχάιο, το δεύτερο παιδί μιας τετραμελούς οικογένειας που είχε μετακομίσει στον Βορρά από την Αλαμπάμα. Ηταν τα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης και μεγάλωσε σε μια φτωχή γειτονιά εργατών. Οπως είχε πει η ίδια σε μια συνέντευξή της στους New York Times, «όταν πήγα σχολείο, κανείς δεν με θεώρησε κατώτερη. Ημουν η μόνη μαύρη μαθήτρια στην τάξη και το μόνο παιδί που ήξερε να διαβάζει». Από μικρή αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία, διάβαζε Ευρωπαίους συγγραφείς και έμαθε λατινικά. Αποφοίτησε μετ’ επαίνων, σπούδασε αγγλική φιλολογία, παντρεύτηκε, απέκτησε δύο παιδιά και μετά χώρισε. Η μονογονεϊκή της οικογένεια μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου η Μόρισον εργάστηκε ως επιμελήτρια σε εκδοτικό οίκο.
Το πρώτο της βιβλίο, μια νουβέλα με τίτλο «Γαλάζια μάτια», κυκλοφόρησε το 1970. Ηταν η ιστορία μιας μαύρης κοπέλας που πίστευε ότι όλη η φτώχεια της παιδικής της ηλικίας και τα βάσανα θα είχαν περιοριστεί αν είχε γαλάζια μάτια. Ακολούθησε η «Sula» (1973) που προτάθηκε για το American Book Award, αλλά η πρώτη μεγάλη αναγνώριση ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα με το «Τραγούδι του Σόλομον». Η «Αγαπημένη» της, που κυκλοφόρησε το 1987, θεωρείται δικαίως το αριστούργημά της. Το 2005, το περιοδικό Time περιέλαβε αυτό το βιβλίο στα 100 σημαντικότερα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας από το 1923 και μετά.
Δεν σταμάτησε να γράφει, δεν σταμάτησε να διδάσκει –ήταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Πρίστον από το 1989 έως το 2006– και δεν σταμάτησε να δίνει διαλέξεις και να δηλώνει την άποψή της με τόλμη, όπως έκανε το 2009 σε μια ομιλία που έδωσε κατά της λογοκρισίας, μετά την απαγόρευση της διδασκαλίας ενός βιβλίου της σε γυμνάσιο του Μίσιγκαν. Ηταν γνωστή για την κοφτερή της γλώσσα και την περιορισμένη ανοχή της απέναντι σε δημοσιογράφους και κριτικούς λογοτεχνίας.
«Κάποτε άρχισα να γράφω για τους μαύρους ανθρώπους και όχι σχετικά με τους μαύρους ανθρώπους· εντός αυτής της κουλτούρας, όχι κοιτώντας την από μια προνομιούχο απόσταση. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο μια αληθινή καλλιτεχνική ελευθερία για εμένα, αλλά και ένας σεβασμός προς τους αναγνώστες εν γένει, ανεξαρτήτως πολιτισμικής ή φυλετικής προέλευσης» είχε υπογραμμίσει στη συνέντευξη της στο «Βήμα της Κυριακής».
Το προσωπικό ύφος γραφής της, καθαρό και σίγουρο, αντικατοπτριζόταν στο βλέμμα της, λένε όσοι τη γνώρισαν: ευθεία ματιά που αντιμετώπιζε με σιγουριά και κάποια αυστηρότητα τόσο τις δυσκολίες του παρελθόντος και της προσωπικής της ζωής όσο και τις δόξες του παρόντος και της συγγραφικής της σταδιοδρομίας.
Με πληροφορίες και φωτογραφία από την ιστοσελίδα tovima.gr