Η αύξηση στις τιμές του ελαιολάδου συνεχίζει να ανεβάζει το κόστος των κορυφαίων πιάτων της Ιταλίας και της Ισπανίας, έστω κι αν ο πληθωρισμός υποχωρεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι μηνιαίοι δείκτες του Bloomberg, που υπολογίζουν πόσα πρέπει να ξοδέψουν τα νοικοκυριά στην Ιταλία και την Ισπανία για να φτιάξουν πίτσα και παέγια αντίστοιχα, εμφάνισαν αύξηση 8,2% και 20,6% τον Σεπτέμβριο, σε σχέση με πέρυσι. Κι αυτό, την ώρα που ο συνολικός πληθωρισμός ήταν τον ίδιο μήνα στο 5,6% στην Ιταλία και στο 3,3% στην Ισπανία.
Στην Ιταλία οι τιμές των λαχανικών αυξήθηκαν, ενώ πτώση σημειώθηκε στο κόστος για το αλεύρι, τη μοτσαρέλα και την ηλεκτρική ενέργεια που απαιτείται για να φτιαχτεί η πίτσα, σημειώνει το Bloomberg.
Στην Ισπανία σημειώθηκε επίσης αύξηση στο κόστος των λαχανικών, όμως οι τιμές των θαλασσινών και των ψαριών ήταν μειωμένες.
Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει, ωστόσο, είναι το κόστος του ελαιολάδου: στην Ιταλία αυξήθηκε κατά 43% σε σχέση με πέρυσι και στην Ισπανία σημείωσε άλμα 67%. Οι υψηλές τιμές του ελαιολάδου στην Ευρώπη θα διατηρηθούν για άλλη μια σεζόν, αναγκάζοντας τους καταναλωτές να μειώσουν τις ποσότητες που χρησιμοποιούν, προειδοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την περασμένη εβδομάδα.
Ειδικότερα, η παραγωγή ελαιολάδου στην Ε.Ε. τη σεζόν 2022-2023 μειώθηκε σχεδόν κατά 40% σε ετησιοποιημένη βάση, ενώ παρατηρήθηκε πτώση της ζήτησης και των εξαγωγών. Η σεζόν 2023-2024 που διανύουμε αναμένεται να παρουσιάσει μεν αύξηση παραγωγής, αλλά κατά μόλις 9% σε σχέση με τα ήδη χαμηλά επίπεδα του 2022-2023.
Η Ευρώπη ευθύνεται για τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου και είναι τεράστιος καταναλωτής. Οι τιμές έχουν διπλασιαστεί περίπου τον τελευταίο χρόνο, αφού η ξηρασία έπληξε τις σοδειές. Η άνοδος της θερμοκρασίας ευνοεί επίσης παράσιτα και ασθένειες.
Το υπουργείο Γεωργίας της Ισπανίας προέβλεψε πρόσφατα άλλη μια «κακή» χρονιά για το ελαιόλαδο, με την παραγωγή να εκτιμάται σε 765.362 τόνους για την περίοδο που ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου. Η ποσότητα αυτή είναι κατά 15% υψηλότερη από πέρυσι, όταν η παραγωγή μειώθηκε στο μισό, αλλά εξακολουθεί να είναι κατά ένα τρίτο χαμηλότερη από τον μέσο όρο της τετραετίας, σύμφωνα με τα κυβερνητικά στοιχεία.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ – ΜΠΕ