Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος – Μια επέτειος, ένα βιβλίο-συγκλονιστικό ντοκουμέντο, το τηλεοπτικό “Ολοκαύτωμα” και μια ευκαιρία για έναν ηθικό προβληματισμό.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1945 το 322 τάγμα πεζικού του Κόκκινου Στρατού, μπήκε στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, προελαύνοντας από τα ανατολικά. Η ναζιστική διοίκηση είχε προσπαθήσει να «εκκενώσει» το κολαστήριο τις προηγούμενες 10 ημέρες -είτε εκτελώντας τους κρατουμένους είτε βγάζοντάς τους σε πορείες που τους οδήγησαν στον θάνατο. Η κατάσταση όσων είχαν μείνει πίσω ήταν τέτοια που περίπου οι μισοί από αυτούς πέθαναν παρά την ιατρική φροντίδα που τους παρασχέθηκε μετά την απελευθέρωσή τους.
Σήμερα, επιζώντες του Ολοκαυτώματος και ηγέτες χωρών της Ευρώπης παρακολουθούν τις τελετές μνήνης στο ναζιστικό στρατόπεδο του Άουσβιτς για την 74ή επέτειο απελευθέρωσής του. Οπως έχουν επισημάνει οι Αρχές, αυτή θα είναι μία από τις τελευταίες τελετές, στις οποίες θα παραστούν επιζώντες από το Αουσβιτς, οι περισσότεροι των οποίων είναι άνω των 90 ετών. Συνολικά, αναμένεται να παρευρεθούν στο Αουσβιτς περίπου 300 επιζώντες.
Η συγκλονιστικότερη μαρτυρία για το Άουσβιτς
Ο κόσμος άρχισε να μαθαίνει για τη φρίκη των στρατοπέδων λίγο μετά το 1945. Δύο χρόνια αργότερα ο Πρίμο Λέβι εκδίδει το βιβλίο του « Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται για μία από τις πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες των καιρών μας σχετικά με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κείμενο αυτοβιογραφικό που διηγείται τις εμπειρίες, τους φόβους και τις σκέψεις ενός Ιταλοεβραίου αντιστασιακού που ενώ συλλαμβάνεται, τον Δεκέμβριο του 1943, στην Ιταλία καταλήγει εκτοπισμένος στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, στην είσοδο του οποίου υπάρχει η μεταλλική επιγραφή «Arbeit macht frei», δηλαδή «Η εργασία απελευθερώνει».
Ωστόσο ο στόχος του συγγραφέα δεν είναι η σύνταξη ενός ακόμη δακρύβρεχτου κατηγορητηρίου, αλλά, όπως επισημαίνει στην εισαγωγή του ο Λέβι, «να προσφέρει στοιχεία για μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης».
Αυτό που καθιστά συγκλονιστική αυτή την αυτοβιογραφική μαρτυρία είναι το ότι στην αφήγηση αυτών των ανθρώπινων παθών δεν υπάρχει καμία εκδήλωση μίσους, καμία υπερβολή, καμία υποκριτική θεοδικία, αλλά ένας αντικειμενικός και βαθύτατα ηθικός προβληματισμός πάνω στην ανορθολογική ανάγκη των ανθρώπων να δημιουργούν πόνο επιλέγοντας το κακό.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1944, 650 άνθρωποι στάλθηκαν στο Άουσβιτς στοιβαγμένοι σε δώδεκα τρένα για εμπορεύματα. Μόνο ο Πρίμο Λέβι και δύο άλλοι επέζησαν, έπειτα από παραμονή ενός έτους, πριν την απελευθέρωσή τους από τον ρωσικό στρατό τον Ιανουάριο του 1945.
Θάλαμος κρατουμένων
Στο στρατόπεδο ο Λέβι παρατηρεί τα πάντα, θα θυμηθεί τα πάντα, θα αφηγηθεί τα πάντα: το στρίμωγμα στους κοιτώνες· τους συντρόφους που ανακάλυπταν το πρωί νεκρούς από την πείνα και το κρύο· τους εξευτελισμούς και την καθημερινή εργασία, κάτω απ’ τα χτυπήματα των ” Κάπος “· τις περιοδικές ” επιλογές ” όπου ξεχώριζαν τους αρρώστους από τους υγιείς για να τους στείλουν στο θάνατο· τους απαγχονισμούς για παραδειγματισμό· τα τρένα γεμάτα Εβραίους και τσιγγάνους, που οδηγούνταν με την άφιξή τους στα κρεματόρια…
Το “Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος”, γραμμένο το 1947, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μία από τις πλέον συγκλονιστικές μαρτυρίες των καιρών μας. Στην Ιταλία από τη δεκαετία του ’60 διδάσκεται στα σχολεία.
Άουσβιτς, το κολαστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης
Εξήντα χιλιόμετρα από την Κρακοβία, στέκει σιωπηλά το Άουσβιτς, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που από το 1979 ανήκει στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Χτίστηκε μετά από εντολή του Χίμλερ το 1940 και υπήρξε το μεγαλύτερο συγκρότημα στρατοπέδων της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Η συνολική του έκταση ανερχόταν στα 40 km². Αποτελούνταν από τρία κύρια και 39 δευτερεύοντα στρατόπεδα.
Συνολικά εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς περισσότεροι από 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους τουλάχιστον 1,1 εκατομμύρια εξοντώθηκαν. Περίπου 900.000 πέθαναν μετά την επιλογή που έγινε άμεσα κατά την άφιξή τους. Άλλοι 200.000 άνθρωποι πέθαναν από ασθένειες, υποσιτισμό, βαρύτατη κακοποίηση, συνέπειες ιατρικών πειραμάτων ή δολοφονήθηκαν. Οι συνηθέστεροι τρόποι εκτέλεσης ήταν: Δηλητηρίαση με το αέριο Κυκλώνας Β σε ειδικούς θαλάμους (θάλαμοι αερίων), πυρά πυροβόλου όπλου, θανατηφόρα ένεση, απαγχονισμός, θάνατος από ασιτία.
Ως μεγαλύτερο στρατόπεδο εξόντωσης του Τρίτου Ράιχ, το Άουσβιτς έγινε σύμβολο για τις μαζικές δολοφονίες των εθνικοσοσιαλιστών και του Ολοκαυτώματος, θύματα του οποίου υπήρξαν περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι. Αρνητές του ολοκαυτώματος προσπαθούν να εξαπατήσουν τους αναγνώστες τους επισημαίνοντας την εκδοχή των τεσσάρων εκατομμυρίων, που εμφανιζόταν παλαιότερα κυρίως σε ανατολικοευρωπαίους ιστορικούς, και, υπονοώντας ότι οι αριθμοί, αφού αλλάζουν συνεχώς, είναι προϊόν προπαγάνδας.
Ένα τηλεοπτικό «Ολοκαύτωμα» ιστορικής συλλογικής μνήμης
Ας ξεκινήσουμε από κάτι σημαντικό: η σειρά αυτή καθιέρωσε τη χρήση του όχι και τόσο κατάλληλου όρου «Holocaust» για τη γενοκτονία. Τρεις στους τέσσερις Γερμανούς έφηβους δήλωσαν ότι απ’ τη σειρά είχαν μάθει περισσότερα για την εγκληματική φύση του ναζισμού παρά απ’ όλη τη σχολική εκπαίδευσή τους.
Όταν προβλήθηκε η μίνι τηλεοπτική σειρά Ολοκαύτωμα, το 1979, στη γερμανική τηλεόραση, με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ, η μνήμη σχετικά με τη γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης μετασχηματίστηκε με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Το Holocaust μαγνήτισε είκοσι εκατομμύρια θεατές στη Δυτική Γερμανία και τελικά πολλοί πείστηκαν να αποδεχθούν το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία της χώρας τους και της Ευρώπης ως γεγονός. Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, η σειρά σηματοδότησε την αρχή μιας νέας φάσης στην επεξεργασία και υπέρβαση του πρόσφατου παρελθόντος και μια τομή στην πολιτισμική μνήμη γύρω απ’ τη γενοκτονία.
Ο Γερμανός ψυχολόγος Harald Schmidt έκανε λόγο για μια «πολιτισμική και μνημονική αλλαγή, για μια σειρά που καθόρισε τη δημόσια ιστορία και μνήμη περισσότερο από τις δίκες, τα βιβλία και τις συζητήσεις για τη Σοά τα προηγούμενα τριάντα χρόνια».
Όταν προβλήθηκε το Ολοκαύτωμα, μισοξεχασμένοι τόποι μνήμης της ναζιστικής φρίκης εντάχθηκαν στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος. Τα ΜΜΕ παρακολουθούσαν την έκρηξη της δημόσιας ιστορίας που ακολούθησε την αρχική προβολή στις ΗΠΑ και άλλες αγγλόφωνες χώρες, ενώ διίσταντο οι γνώμες για την ποιότητα και «ιστορικότητα» της παραγωγής, για τα συν και τα πλην μιας τηλεοπτικής προβολής, και έντονοι ήταν οι προβληματισμοί για την καταλληλότερη (ή και ηθικότερη) στρατηγική προς αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στην εξωτερική εικόνα της «νέας Γερμανίας».
H Μέριλ Στριπ στο Ολοκαύτωμα
Συνολικά, υπολογίζεται ότι 220.000.000 τηλεθεατές (σε ΗΠΑ και Ευρώπη), είδαν το 1979 τη σειρά ή τουλάχιστον κάποια επεισόδια, αριθμός πρωτοφανής για οποιαδήποτε ως τότε τηλεοπτική παραγωγή. Η προβολή στην Δυτική Γερμανία (ΟΔΓ) έτυχε να συμπέσει με τη δίκη των πρώην φρουρών του στρατοπέδου θανάτου Μαιντάνεκ.
Το «Holocaust» προβλήθηκε σε τέσσερεις συνέχειες συνολικής διάρκειας 475 λεπτών. Η υπόθεση επικεντρώνεται στην εβραϊκή οικογένεια Weiß και στην «άρια» οικογένεια Dorf. Όπως είναι αναμενόμενο, η πρώτη οικογένεια αφανίστηκε στη Σοά, ενώ η δεύτερη επέζησε αποκτώντας μάλιστα πολλά περιουσιακά στοιχεία των Weiß. Για πρώτη φορά εικονοποιούνταν σκηνές από τη ναζιστική «Τελική Λύση»: το ξερίζωμα, τα κάτεργα, τα βασανιστήρια, οι μαζικές σφαγές, και οι θάλαμοι αερίων. Επίσης, για πρώτη φορά παρουσιάζονταν στην οθόνη οι αρχιτέκτονες της γενοκτονίας εν δράσει στα γραφεία τους ή στα στρατόπεδα και ως καθ’ όλα σωστοί οικογενειάρχες. Τα ανώνυμα θύματα απέκτησαν πρόσωπο και ταυτότητα, ενώ αξιοποιήθηκαν αρχειακό υλικό και φωτογραφίες από θύματα της Σοά που παρεισέφρεαν στη διάρκεια της προβολής, όπως για παράδειγμα απ’ τη σφαγή στο Babi Yar Σεπτέμβριος 1941). Αυτός ο νέος τρόπος αναπαράστασης έδωσε στη γενοκτονία μια μορφή «επικοινωνήσιμη», κάτι που η σιωπή των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών γύρω απ’ το θέμα δεν είχε επιτρέψει.
Πηγή: Thetoc.gr, φωτο: Reuters, wikipedia