Κορυφώνεται η σύγκρουση της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ) με τους ακτοπλόους (ΣΕΕΝ) με αφορμή την προειδοποιητική απεργία που έχει εξαγγείλει η ΠΝΟ για τις 22 και 23 Οκτωβρίου, με προοπτική κλιμάκωσης.
Ο ΣΕΕΝ με επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα της ΠΝΟ, Εμμ. Τσικαλάκη, ζήτησε να ανασταλεί η απεργία και να καθίσουν εκ νέου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων «με ρεαλιστικές επιδιώξεις, εντός των ορίων που τίθενται από τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των προκλήσεων και των επιπτώσεων της πράσινης μετάβασης των πλοίων, που ήδη εφαρμόζονται όπως γνωρίζετε από το 2024 και θα ενταθούν το 2025». Υπενθυμίζεται ότι η ΠΝΟ ζητά την ανανέωση και υπογραφή ΣΣΕ για το 2025 με αυξήσεις 12% αλλά και τη συζήτηση για μια σειρά άλλων σοβαρών θεσμικών αιτημάτων, ενώ οι ακτοπλόοι προτείνουν αύξηση 3%.
Η ΠΝΟ με επιστολή απάντησε στην πρόταση του ΣΕΕΝ, λέγοντας ότι πρώτο και κύριο αίτημά τους είναι η κατάργηση του «κατάπτυστου» νόμου Ν.4150/2013 με τον οποίο 31 Οκτωβρίου απολύεται το 50% του πληρώματος του ξενοδοχειακού προσωπικού (μάγειροι, λογιστές, θαλαμηπόλοι) χωρίς καν να αποζημιώνονται, αλλά και το υπόλοιπο πλήρωμα που παραμένει επιβαρύνεται με πάρα πολλές ώρες εργασίας για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των δρομολογίων που παραμένουν οι ίδιες.
Ο ίδιος νόμος, όπως τονίζει, έχει δώσει το δικαίωμα για τετράμηνη δρομολόγηση των ταχύπλοων σκαφών (κοινώς αρπαχτή τη θερινή σεζόν) αντί για επτάμηνο υποχρεωτικής δρομολόγησης που ίσχυε πριν με τον Ν.4150, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειονότητα των ναυτικών να εργάζεται 6-7 μήνες τον χρόνο, αλλά το εισόδημα να διαιρείται διά 12 μήνες. Ταυτόχρονα, βάσει των απαγορευτικών προϋποθέσεων που ισχύουν, είναι ελάχιστοι αυτοί που δικαιούνται το επίδομα ανεργίας από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (ΓΕΝΕ), το οποίο κυμαίνεται στο «εξευτελιστικό ποσό» των 350 ευρώ.
Εξηγεί ότι στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις δύο πλευρές στις 2 Οκτωβρίου 2024 κατέθεσαν τα αιτήματά τους και τις προτάσεις τους, ο ΣΕΕΝ πρότεινε αύξηση 3% αρνούμενος να συζητήσει οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα και ήταν ακριβώς αυτό που οδήγησε τη διοίκηση της Ομοσπονδίας να αποφασίσει ομόφωνα την κήρυξη της απεργίας. Η διοίκηση της ΠΝΟ υπενθυμίζει ότι οι αυξήσεις τους το 2018 ήταν 2%, το 2019 ήταν 2%, το 2020 ήταν 0%, το 2021 ήταν 0%, το 2022 ήταν 3%, το 2023 ήταν 6% και το 2024 ήταν 5%, όταν όλοι οι δείκτες που απαρτίζουν το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών έχουν πάει στα ύψη.
«Προφανώς και γνωρίζετε όλα τα παραπάνω, γι’ αυτό λοιπόν μην προσπαθείτε να δημιουργήσετε αρνητικές εντυπώσεις στις αποφάσεις της ΠΝΟ για την απεργία που έχει εξαγγείλει, προβάλλοντας τεχνηέντως και χαρακτηρίζοντας εξωπραγματικό το ποσοστό της αύξησης 12% που περιλαμβάνουν τα εξώδικά μας», αναφέρει η ΠΝΟ και καλεί τους ακτοπλόους να αποστείλουν εγγράφως μια πρόταση που θα ανταποκρίνεται και θα ικανοποιεί τις ανάγκες των ναυτεργατών και των οικογενειών τους.
Τι απαντούν οι ακτοπλόοι
Ο ΣΕΕΝ από την πλευρά του υποστηρίζει ότι «ουδέποτε αρνήθηκε τη συζήτηση των όσων αιτημάτων κατέθεσε η ΠΝΟ», ενώ αναφορικά με το αίτημα αύξησης 12% από 1.1.2025, επαναλαμβάνει ότι αυτό «βρίσκεται εκτός της ελληνικής οικονομικής, κοινωνικής και εργασιακής πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται από την πορεία της εθνικής οικονομίας, τις τιμές ΑΕΠ, τον δείκτη τιμών καταναλωτή αλλά και τα επίπεδα αυξήσεων στα οποία κυμαίνεται η πλειονότητα των ΣΣΕ των εργαζομένων της χώρας μας».
Οσον αφορά τα περί κερδοφορίας των ακτοπλοϊκών εταιρειών, υποστηρίζει ότι από «τα επισήμως δημοσιοποιημένα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών του κλάδου, με σαφήνεια προκύπτει ότι οι ακτοπλοϊκές εταιρείες τα τελευταία 5 χρόνια έχουν καταγράψει αθροιστικές ζημιές ύψους 98.000.000 ευρώ».
Τέλος, ως προς την αναφορά της ΠΝΟ για την «είσπραξη επιδοτήσεων άγονων γραμμών από τις ακτοπλοϊκές εταιρείες ύψους 150 εκατ. ευρώ ετησίως», διευκρινίζει ότι «τα ποσά αυτά αποτελούν αποζημιώσεις για εκτέλεση δρομολογίων δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου να καλυφθεί μέρος του λειτουργικού κόστους των πλοίων που προσφέρουν την αναγκαία σύνδεση στις λεγόμενες άγονες γραμμές».
Προσθέτει δε ότι «η εξόφληση των αποζημιώσεων λαμβάνει χώρα με μεγάλη καθυστέρηση και συγκεκριμένα σήμερα, Οκτώβριο 2024, έχουν εξοφληθεί αποζημιώσεις για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί έως τον Μάρτιο 2024».
Πληροφορίες από την “Εφημερίδα των Συντακτών”