Συμφωνία για αυξήσεις 2% στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας στην ακτοπλοΐα – Τι αναφέρει στην ανακοίνωση της η ΠΕΝΕΝ που δεν έβαλε την υπογραφή της
Οχι που δεν θα τα έβρισκαν… Σε συμφωνία για αυξήσεις της τάξης του 2% στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας στα πληρώματα των πλοίων της ακτοπλοϊας με αναδρομική ισχύ από 1/1/2019 κατέληξε η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία κατά τη σημεριινή διάρκεια συνάντησης με αντιπροσωπεία των ακτοπλόων. Σημειώνεται ότι ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ) είχε προτείνει προς την ΠΝΟ την αύξηση των αποδοχών των ναυτικών 2% με αναδρομική ισχύ από 1/1/2019.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ΣΕΕΝ προχώρησε, επίσης, σε συμφωνία και με το ναυτεργατικό σωματείο των θαλαμηπόλων για θέματα συνθέσεων στην ακτοπλοϊα. Ο Σύνδεσμος, σε ανακοίνωσή του με αφορμή την πρόσφατη κινητοποίηση της ΠΝΟ, είχε αναφέρει ότι το αυξημένο κόστος στα ναυτιλιακά καύσιμα κατά 50% τα τελευταία δύο χρόνια με σημαντική περαιτέρω αύξηση μετά την 1/1/2020, λόγω του νέου τύπου περιβαλλοντικού καυσίμου, ξεπερνά τις πραγματικές δυνατότητες των ακτοπλόων σε μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδο.
Η προηγούμενη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των ναυτικών στην ακτοπλοΐα, που άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2018 και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2018, προέβλεπε αύξηση 2% στους μηνιαίους μισθούς των εν ενεργεία αξιωματικών και κατωτέρων πληρωμάτων που εργάζονται στα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία.
Ενδιαφέρουσα πάντως είναι και η ανακοίνωση που εξέδωσε η ΠΕΝΕΝ (Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού) που μαζί με τρία ακόμη σωματεία δεν υπέγραψαν μιλώντας για κοροϊδία…
“ Στην σημερινή συνάντηση – διαπραγμάτευση για την ανανέωση της ΣΣΕ για το 2019 η πλειοψηφία της ΠΝΟ και οι δυνάμεις του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού αποδέχθηκαν την πρόταση του ΣΕΕΝ για αυξήσεις 2% για το 2019.
Ακριβώς αυτή η ίδια πρόταση του ΣΕΕΝ είχε απορριφθεί πριν λίγες μέρες με αποτέλεσμα την κάθοδο στην 24ωρη προειδοποιητική απεργία σε όλες τις κατηγορίες πλοίων στις 3 Ιούλη 2019.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει για πολλοστή φορά το άθλιο παιχνίδι αυτών των δυνάμεων οι οποίες σε ανοιχτή συναλλαγή με τους εφοπλιστές αγνόησαν προκλητικά την αγωνιστική θέληση και βούληση των Ναυτεργατών υπογράφοντες μια ΣΣΕ η οποία είναι μακριά από τις ανάγκες και πίσω από τα ώριμα και δίκαια αιτήματά τους.
Η Διοίκηση του ΣΕΕΝ και ο Γ.Γ της ΠΝΟ επιχείρησαν από κοινού να επαναφέρουν στην διαπραγμάτευση σχέδιο συμφωνίας με το οποίο μεθοδευόταν η αποδοχή του αντιδραστικού νόμου 4150/2013 με τον οποίο στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας θεσπίστηκαν συνθέσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των Ναυτιλιακών εταιριών.
Η σθεναρή και αποφασιστική θέση της ΠΕΝΕΝ ήταν καθοριστική ώστε να αποτραπεί η υλοποίηση αυτού του βρώμικου σχεδιασμού ο οποίος θα είχε σοβαρές συνέπειες στο εσωτερικό των Ναυτεργατών και των πλοίων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα από τα δεκάδες Ναυτεργατικά αιτήματα δεν απετέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης παρά μόνο το ποσοστό αύξησης και αυτό στο πλαίσιο της αποδοχής της πρότασης των εφοπλιστών.
Στην παρέμβασή του ο Πρόεδρος της ΠΕΝΕΝ τόνισε ότι πρόκειται για διαπραγματεύσεις παρωδία, ερήμην των Ναυτεργατών και το αποτέλεσμά τους διαιωνίζει, οξύνει και επιδεινώνει τα ναυτεργατικά προβλήματα.
Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι το μπλοκ του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού ούτε θέλει ούτε μπορεί να υπερασπίσει και τα πιο στοιχειώδη ναυτεργατικά δικαιώματα.
Η ΠΕΝΕΝ και άλλα τρία ναυτεργατικά Σωματεία δεν υπέγραψαν την ΣΣΕ.
Η Διοίκηση της ΠΕΝΕΝ θα συνεχίσει αυτοτελώς τον αγώνα για την κατάργηση των συνθέσεων του νόμου 4150/2013, την επαναφορά τους στα επίπεδα των πραγματικών αναγκών, για να μπει τέλος στις συνθήκες εργασιακής εξόντωσης με τα επιβαρυμένα ωράρια εργασίας, με την καταστρατήγηση των ωρών ανάπαυσης, με την εντατικοποίηση της δουλειάς.
Θα συνεχίσει την πάλη ενάντια στην εφοπλιστική ασυδοσία και την εκτεταμένη παραβατικότητα βάζοντας μπροστά τα Ναυτεργατικά δικαιώματα και συμφέροντα.
Η ΠΕΝΕΝ θα αντιπαλέψει με την ίδια αποφασιστικότητα και ταξική συνέπεια την αντιλαϊκή πολιτική της νέας δεξιάς κυβέρνησης η οποία έχει την ίδια ρότα στην πυξίδα της με αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ, αυτήν της ανταγωνιστικότητας του εφοπλιστικού κεφαλαίου”.