Ένα ξεχωριστό άρθρο από τον Αλέκο Αρβανιτά για το Μουντιάλ από μια διαφορετική, πιο ρομαντική ίσως σκοπιά, με προσωπικά βιώματα, αλλά και προγνωστικά.
Ο αναμορφωτής και δημιουργός της μεγάλης Λίβερπουλ, Μπίλι Σάνκλι, έλεγε: «Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είμαι πολύ απογοητευμένος απ’ αυτήν την κατάσταση. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είναι πολύ, πολύ σημαντικότερο απ’ αυτά». Το ποδόσφαιρο αποτελεί παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο και έχει ξεπεράσει τα σύνορα ενός κράτους ή μιας ηπείρου, αποκτώντας ασύλληπτη οικουμενικότητα.
Αρθρο του Αλέκου Αρβανιτά στη σελίδα mountial.gr
Οι συγκινήσεις που προσφέρει συγκρίνονται μόνο με μοναδικές προσωπικές και οικογενειακές στιγμές χαράς και αγαλλίασης. Στο πιο δημοφιλές άθλημα, ωστόσο, εμφανίστηκαν φαινόμενα απόλυτης παράνοιας. «Ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου», όπως ονομάστηκε, οδήγησε δύο κράτη της Κεντρικής Αμερικής -Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρα- σε πολεμική σύρραξη τεσσάρων ημερών, το 1969, από τις 14 Ιουλίου έως 18 του ίδιου μήνα. Τελικά, η «στρογγυλή θεά», είτε αρέσει είτε όχι, λατρεύεται από δισεκατομμύρια πιστούς, περισσότερους από οποιαδήποτε θρησκεία αλλά και πολιτικό ή κοινωνικό ρεύμα παγκοσμίως.
Πέρασαν περίπου 130 χρόνια, από τη βρετανική εκδοχή ανακάλυψης του φουτμπόλ. Χρόνια σκληρά, ανάμεσα σε πείνα, φτώχεια, δυστυχία, πολέμους, καταστροφές. Το άθλημα, όμως, ήταν εκεί: αγέρωχο, λαϊκό, αγαπησιάρικο. Οι… πιστοί αυξάνονταν ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, μέχρι που στη σύγχρονη εποχή δημιούργησαν μια τεράστια, παγκόσμια κοινότητα, η οποία εξακολουθεί να χαρίζει υπέροχες, μαγικές στιγμές σε όλο τον πλανήτη.
Περνώντας τα χρόνια, το ποδόσφαιρο, εκτός από αθλητικό γεγονός, εξελίχθηκε σε ένα παγκόσμιο οικονομικό προϊόν, το οποίο αποφέρει τεράστια κέρδη σε όσους έχουν αναλάβει τα ηνία προώθησής του. Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της εισόδου των πολυεθνικών κολοσσών στο παιχνίδι, τα οικονομικά μεγέθη έχουν ξεφύγει. Ωστόσο, το χρήμα ακολουθεί εξαιτίας της δημοφιλίας του αθλήματος. Και η «στρογγυλή θεά», με τους πιστούς σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, διαρκώς εξελίσσεται και προοδεύει. Τόσο οι διοργανώσεις εθνικών ομάδων όσο και συλλόγων κεντρίζουν το ενδιαφέρον των απανταχού πιστών του.
Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (γνωστό ως Euro), το Πρωτάθλημα Λατινικής Αμερικής (Copa America), το Πρωτάθλημα Αφρικής (Copa Africa) παραμένουν ελκυστικά και προκαλούν το ενδιαφέρον δισεκατομμυρίων ανθρώπων αλλά και εκατοντάδων τηλεοπτικών σταθμών. Ωστόσο, στις μέρες μας, το Τσάμπιονς Λιγκ έχει ξεφύγει και ουσιαστικά αποτελεί το πιο εμπορικό κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, γνωστότερης ως ΟΥΕΦΑ.
Όλα αυτά είναι καλά, άξια, υπέροχα να τα ζεις.
Εκείνο που ωστόσο διαφέρει είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο καθιερώθηκε με τον όρο «Μουντιάλ». Γιατί, άραγε, ξεχωρίζει; Μα είναι απλό. Εκεί συναντιούνται λαοί από όλες τις ηπείρους. Άτομα διαφορετικού χρώματος, θρησκείας, πολιτικών αντιλήψεων αλλά και οικονομικών δεδομένων. Κυρίως, όμως, πρόκειται για το παγκόσμιο αντάμωμα ανθρώπων με διαφορετική κουλτούρα και πολιτιστικές καταβολές. Η μόνη σύγκριση που μπορεί να υπάρξει είναι με αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων. Αλλά και πάλι το ποδόσφαιρο υπερέχει, απ’ όλες τις απόψεις. Κάθε ομάδα παλεύει να αναδείξει τα δικά της χαρακτηριστικά, να φτάσει όσο γίνεται πιο μακριά στη διοργάνωση και να προσφέρει χαρά στους συμπολίτες της. Να τους κάνει να ξεχάσουν για λίγο τα προβλήματά τους, τα βάσανα της καθημερινότητας και να ξεχυθούν στους δρόμους, πανηγυρίζοντας ένα γκολ, μια επιτυχία, ένα μετάλλιο ή ένα καλό πλασάρισμα στην παγκόσμια ποδοσφαιρική κατάταξη.
Προσωπικά, παρακολουθώ ποδόσφαιρο από το 1971. Μαθητής της Τετάρτης Δημοτικού έζησα, με τα μάτια ενός δεκάχρονου πλάσματος, τη μεγαλειώδη πορεία του Παναθηναϊκού στο Γουέμπλεϊ. Έτσι, όπως ήταν φυσικό, δεν παρακολούθησα το καλύτερο Μουντιάλ όλων των εποχών -σύμφωνα με τους ειδικούς- αυτό του 1970, το οποίο διεξήχθη στο Μεξικό, με νικήτρια τη μεγάλη ομάδα της Βραζιλίας του Πελέ, του Ριβελίνο, του Τοστάο, του Ζαϊρζίνιο. Οι λόγοι ήταν δύο: τόσο όμως απλοί, ορατοί, ευδιάκριτοι. Εκείνη την εποχή -μιλάμε για την επταετία των συνταγματαρχών- το «ασπρόμαυρο κουτί» ήταν είδος πολυτελείας. Ελάχιστα νοικοκυριά διέθεταν το λεγόμενο «χαζοκούτι». Για να είμαι απολύτως ακριβής, όχι ελάχιστα αλλά απειροελάχιστα. Στο δικό μου σπίτι εννοείται ότι δεν υπήρχε χώρος για τέτοια… χλιδή. Φτώχεια καταραμένη μάς επέτρεπε να έχουμε μέχρι ραδιόφωνο και ήμασταν απολύτως ευχαριστημένοι. Ο δεύτερος λόγος ήταν και αυτός αξεπέραστος. Τα παιχνίδια στο Μεξικό διεξάγονταν μεταμεσονύκτιες ώρες. Φαντάζεστε, λοιπόν, έναν εννιάχρονο νεαρό να ξενυχτάει για να δει τον Πελέ, τον Ρίβα, τον Μπεκενμπάουερ, τον Μπανκς και όλα τα αστέρια της εποχής; Αδύνατον, έτσι; Ωστόσο, από το 1974 μέχρι σήμερα πήρα την εκδίκησή μου.
Το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που είδα -τηλεοπτικώς εννοείται- ήταν αυτό της Δυτικής Γερμανίας. Είχα τη φαεινή ιδέα -γιατί τέτοια αποδείχτηκε- να υποστηρίξω τους «Ιπτάμενους Ολλανδούς», επηρεασμένος προφανώς από τη μεγάλη ομάδα του Άγιαξ, η οποία για μια τριετία σάρωνε τα πάντα. Δεν περιγράφεται τι στενοχώρια πήρα, όταν τα γερμανικά κομπιούτερ στέφθηκαν πρωταθλητές κόσμου. Αλλά εγώ εκεί, απτόητος. Έτσι, το 1978 στήριξα πάλι την Ολλανδία. Τότε όμως ήμουν ένας 17χρονος έφηβος που το αίμα του έβραζε. Έβλεπα τα πάντα γύρω μου πολιτικά. Ήταν η εποχή που το όραμα του μεγάλου επαναστάτη, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, κυριαρχούσε και κάθε νεαρός έφηβος ταυτιζόταν μαζί του ενάντια στην αδικία που επικρατούσε στον πλανήτη. Η Αργεντινή βίωνε τη χούντα του στρατηγού, Χόρχε Βιντέλα, όποτε βρισκόμουν απέναντί της.
Βεβαίως, ο ανόητος νεαρός δεν είχα σκεφθεί ότι ο λαός ουδεμία ευθύνη έφερε για τον επικεφαλής στρατηγό. Άλλωστε, οι Αργεντινοί έζησαν στο πετσί τους τις… περιποιήσεις του καθεστώτος: κυνηγητό, εκτοπίσεις, εξορίες, εξαφανίσεις, δολοφονίες. Αφήστε που μεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι η Ολλανδία υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες αποικιοκρατικές χώρες, οπότε, ύστερα από λίγο, «Ολλανδία, άντε γεια»… Έκτοτε, από το 1982 και εντεύθεν, η επιλογή ήταν μία, σταθερή, αδιαπραγμάτευτη. Τα παιδιά με τα μπλε σορτς και τις κίτρινες φανέλες. Αυτές οι αλήτικες μπαλαδόφατσες, που με μια τους ενέργεια ανέβαζαν και ανεβάζουν, εννοείται, την αδρεναλίνη μου στα ύψη. Δεν χρειάζονται περισσότερα, νομίζω: Βραζιλία τη λένε και θα τη λατρεύουμε μέχρι θανάτου. Μη σας πω και μετά θάνατον! Με αυτά τα ατίθασα αγόρια έζησα στιγμές απίστευτης ηδονής αλλά και ανείπωτης θλίψης. Συμβαίνουν αυτά στο ποδόσφαιρο. Και όταν είσαι παθιασμένος άνθρωπος, δεν μπορείς να ελέγξεις τα συναισθήματά σου. Δυστυχώς, είναι πάνω από τις δυνάμεις σου.
Το μουντιάλ της Κατάρ(ας) και τι κάνουμε;
Το να ισχυριστούμε ότι το ποδόσφαιρο έχει πλέον εμπορευματοποιηθεί, προφανώς και δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική. Σήμερα, στην εποχή που κυβερνήσεις, πολυεθνικοί οργανισμοί, χορηγοί-κολοσσοί, κάθε είδους συμφέροντα κάνουν κουμάντο στο άθλημα, δεν προξενεί καμία εντύπωση που το Κατάρ, το οποίο δεν φημίζεται για τις δημοκρατικές ευαισθησίες του, ανέλαβε τη διοργάνωση. Ο χορός των δισεκατομμυρίων είναι πιο σημαντικός από τα δημοκρατικά ιδεώδη και την απώλεια ανθρώπινων ζωών στην κατασκευή των έργων. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Guardian», 6.500 εργάτες έχασαν τη ζωή τους στα έργα, για το Μουντιάλ του 2022, το οποίο θα διεξαχθεί στη χώρα της Μέσης Ανατολής. Ένα Παγκόσμιο Κύπελλο που θα ξεκινήσει, πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, καταχείμωνο και θα ολοκληρωθεί πάλι καταχείμωνο, μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα. Δεν γνωρίζω πόσο ακριβές είναι το ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας. Όπως όμως και να έχει, η κατάσταση έχει πλέον ξεφύγει.
Ο σπουδαίος Γάλλος διεθνής ποδοσφαιριστής και εμβληματική προσωπικότητα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ερίκ Καντονά, μίλησε για τα εκεί τεκταινόμενα και υπήρξε λάβρος απέναντι στους διοργανωτές του θεσμού: «Για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό το Μουντιάλ. Για μένα δεν είναι πραγματικό Μουντιάλ. Το Κατάρ δεν είναι μια ποδοσφαιρική χώρα. Δεν είμαι εναντίον της ιδέας να φιλοξενηθεί αυτή η διοργάνωση σε μια χώρα που μπορεί να προωθηθεί και να αναπτυχθεί το ποδόσφαιρο, όπως συνέβη σε προηγούμενες δεκαετίες με τις ΗΠΑ και τη Νότια Αφρική. Στο Κατάρ δεν υπάρχει τίποτα, μόνο το χρήμα. Όλα γίνονται για τα λεφτά. Ο τρόπος που συμπεριφέρθηκαν και συμπεριφέρονται στους ανθρώπους που συμμετείχαν στην κατασκευή των γηπέδων είναι φρικτός. Χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν.
Και όμως εμείς θα πάμε να γιορτάσουμε το Μουντιάλ», ανέφερε ο Καντονά, ο οποίος εν συνεχεία κατέληξε: «Εγώ δεν θα το παρακολουθήσω. Καταλαβαίνω ότι το ποδόσφαιρο είναι μια επιχείρηση»! Να πω ότι δεν συμφωνώ με το κείμενο του… βασιλιά Ερίκ; Συμφωνώ μέχρι κεραίας. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορώ να το τηρήσω κατά γράμμα. Ναι, υπάρχουν νεκροί. Ναι, καταπατήθηκαν ανθρώπινα δικαιώματα. Ναι, το Κατάρ δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Ναι, το χρήμα κυριαρχεί σε υπερβολικό βαθμό στις μέρες μας. Ωστόσο, σύντροφοι, δεν μπορώ. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου να γυρίσω την πλάτη στο Μουντιάλ. Θα προσπαθήσω να απευθυνθώ στην παγκόσμια κομμουνιστική αγιότητα, μήπως και σώσω το τομάρι μου. Κατά πρώτον, θα μελετήσω αποσπάσματα από το εξαιρετικό πόνημα του Καρλ Μαρξ, «Μισθός, τιμή, κέρδος» και θα συνεχίσω με Λένιν «Κράτος και επανάσταση».
Ίσως, έτσι καταφέρω να γλιτώσω την αμαρτωλή ψυχή μου. Θα με ρωτήσετε τώρα: «Μα καλά, κάνεις πλάκα με τέτοια πράγματα;». Όχι, δεν κάνω, αλλά ομολογώ την αμαρτία μου, σύντροφοι. Δεν μπορώ χωρίς ποδόσφαιρο. Δεν μπορώ χωρίς Μουντιάλ. Εκείνο που έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου είναι ένα μόνο και θα το τηρήσω μέχρι τέλους. Δεν σκοπεύω να πληρώσω ούτε ένα ευρώ στη συνδρομητική πλατφόρμα του ΑΝΤ1, γιατί το ποδόσφαιρο είναι δημόσιο αγαθό και επιβάλλεται άπαντες να έχουν πρόσβαση, χωρίς οικονομική επιβάρυνση, σ’ αυτό. Θα δω λοιπόν ό,τι μας προσφέρει το κανάλι του Αμαρουσίου σε ελεύθερη μετάδοση. Αυτό το λίγο είμαι σε θέση να το υποσχεθώ και θα το κάνω πράξη!
Ποιος θα σηκώσει την κούπα;
Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ στη ζωή μου δεν υπήρξα καλός στις προβλέψεις. Στις κάθε είδους προβλέψεις: προσωπικές, πολιτικές, κοινωνικές, αθλητικές. Πάντως, δεν θα αποφύγω τον σκόπελο, πετώντας την μπάλα στην εξέδρα. Κοιτάξτε. Οι επιλογές μου είναι δύο. Αυτή της καρδιάς, η οποία δεν ξεκολλάει από τη μεγάλη μου αγάπη και δείχνει Βραζιλία για κούπα στο Μουντιάλ. Έρχεται όμως και η φωνή της λογικής, η οποία μου τραβάει τα αυτί και μου φωνάζει: «Τι είναι αυτά που λες; Δεν το βλέπεις ότι η Γαλλία θα το σηκώσει, γιατί υπερέχει των ανταγωνιστών της;». Ελπίζω να επικρατήσει η καρδιά, αλλά, όπως και να το κάνουμε, ταυτίζομαι με τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή μας, Κωνσταντίνο Καβάφη:
«Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσεν τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχικός την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν»…