Πόσοι γνωρίζουμε πως η όμορφη και εξωτική Nigella orientalis (Νιγκέλα η Ανατολική στην ελληνοποιημένη επιστημονική της ονομασία) είναι ένα ετήσιο φυτικό είδος, το οποίο εξαπλώνεται μόνο σε τρία σημεία στην Ελλάδα (Λέσβος, νότια Αττική και Θεσσαλονίκη) και πως η παρουσία της στην ελληνική φύση κινδυνεύει από την υπερβολική χρήση ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων αλλά και από τη μετατροπή καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε αστικές; «Ελάχιστοι» είναι η προφανής απάντηση.
Πλέον, η παραπάνω πληροφορία και χιλιάδες άλλες σαν κι αυτήν είναι σε όλους διαθέσιμες. Ο «Κόκκινος Κατάλογος των Απειλούμενων Ειδών της Ελλάδας» που μόλις δημοσιεύθηκε περιλαμβάνει 11.500 είδη ζώων, φυτών, και μυκήτων της ελληνικής βιοποικιλότητας τα οποία αξιολογήθηκαν με βάση διεθνή κριτήρια.
Οι τρεις βασικές κατηγορίες απειλής είναι: κρισίμως κινδυνεύον, κινδυνεύον και τρωτό ενώ υπάρχουν άλλες οκτώ κατηγορίες αξιολόγησης (σχεδόν απειλούμενο, χαμηλού κινδύνου, ανεπαρκώς γνωστό, κριτήρια μη εφαρμόσιμα, μη αξιολογηθέν, εξαφανισθέν, εξαφανισθέν στη φύση, τοπικώς εξαφανισθέν).
Οποιος περιηγείται στον Κόκκινο Κατάλογο (redlist.necca.gov.gr) αναζητώντας συγκεκριμένα ζώα και φυτά, «βουτά» σε ένα πολύ γοητευτικό και εν πολλοίς άγνωστο στο ευρύ κοινό κόσμο. Και την ίδια στιγμή μαθαίνει μέσα από τις κατανοητές και συμπυκνωμένες περιγραφές που έχουν κάνει οι επιστήμονες, πώς η άνοδος της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, της θάλασσας και του εδάφους, η αλλαγή χρήσεων γης αλλά και η τουριστική και οικιστική ανάπτυξη έχουν φτάσει να απειλούν είδη ζώων και φυτών στην Ελλάδα.
«Η επικαιροποίηση του “Κόκκινου Καταλόγου των Απειλούμενων Ειδών της Ελλάδας” είναι ένα εμβληματικό έργο τόσο για την ανάδειξη όσο και για την προστασία της ελληνικής φύσης. Είναι, παράλληλα, η μεγαλύτερη βάση για την ελληνική βιοποικιλότητα και μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως» τονίζει μιλώντας στην «Κ» ο Κώστας Τριάντης, διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ). «Πλέον γνωρίζουμε και τις απειλές που δέχονται τα είδη αλλά και την κατηγορία του κινδύνου εξαφάνισης όπου ανήκουν. Συνεπώς έχουμε ένα ισχυρό εργαλείο για να χαράσσουμε τις στρατηγικές εκείνες που αποτρέπουν ή μειώνουν τις επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και ταυτόχρονα προστατεύουν αποτελεσματικότερα τις περιοχές εκείνες που φιλοξενούν πολλά απειλούμενα είδη. Ο Κόκκινος Κατάλογος όμως είναι και μια σπουδαία παρακαταθήκη των Ελλήνων επιστημόνων που για δεκαετίες μελετούν κάθε γωνιά της Ελλάδας».
Ο κατάλογος είχε επικαιροποιηθεί για τελευταία φορά το 2009 (και προηγουμένως, το 1995), οπότε η ανάγκη να συμπεριλάβει αξιολογήσεις περισσότερων ειδών, ιδίως φυτών, μυκήτων κι ασπόνδυλων, ήταν μεγάλη.
Συνεργασία 140 Ελλήνων και ξένων επιστημόνων
Ο επικαιροποιημένος «Κόκκινος Κατάλογος» είναι αποτέλεσμα, υπό τον συντονισμό του ΟΦΥΠΕΚΑ, της συνεργασίας 140 Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση και υποστήριξη της «Διεθνούς Ενωσης για τη Διατήρησης της Φύσης» (IUCN), της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας(ΕΖΕ) και της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας (ΕΒΕ) αξιολόγησαν τα περίπου 11.500 είδη της ελληνικής βιοποικιλότητας, μέσα σε ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα 18 μηνών.
«Τα προηγούμενα χρόνια είχαν κυκλοφορήσει δύο έντυποι κατάλογοι, οι οποίοι όμως περιελάμβαναν έναν μικρό αριθμό ειδών με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση» εξηγεί ο Πέτρος Λυμπεράκης, πρόεδρος της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας στην «Κ» και συμπληρώνει: «Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή τη φορά έχουμε στα χέρια μας μια εξελίξιμη ψηφιακή βάση και έτσι μπαίνουμε σε μια διαρκή διαδικασία πρόσθεσης ειδών και αναθεώρησης όπου χρειάζεται».
Οι ερευνητές της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας είχαν την ευκαιρία να μελετήσουν τη συμπεριφορά και τη γενετική ποικιλότητα του κάθε είδους, προβλέποντας για τα απειλούμενα είδη τη μείωση του πληθυσμού τους στο μέλλον.
Αξιολογήθηκαν 7.000 είδη της ελληνικής πανίδας –από 800 που υπήρχαν στον προηγούμενο κατάλογο. Σύμφωνα με τον κ. Λυμπεράκη, το σύνολο των ειδών της ελληνικής πανίδας μπορεί να φτάνει ακόμα και τις 24.000, με πολλά είδη να παραμένουν ακόμα άγνωστα σε ερευνητές και επιστήμονες. Η πρόταση της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας προς τον ΟΦΥΠΕΚΑ είναι ο Οργανισμός να απευθύνει κάθε χρόνο μια πρόσκληση προς την επιστημονική κοινότητα για να μελετηθούν και τα υπόλοιπα είδη της ελληνικής πανίδας, για παράδειγμα πολύ μικρές υποκατηγορίες σκαθαριών, αραχνών, σκουληκιών κ.λπ.
Πάντως, κατά τον κ. Λυμπεράκη, ο βασικός κορμός της ελληνικής πανίδας έχει εκτιμηθεί και για πρώτη φορά ο κατάλογος περιλαμβάνει και πολλά θαλάσσια είδη, όπως για παράδειγμα τα θαλάσσια σαλιγκάρια.
«Οταν αποφασίσουμε να συντονιστούμε και να συνεργαστούμε όλοι οι επιστήμονες μεταξύ μας, φαίνεται πόσο καλό αποτέλεσμα μπορούμε να δώσουμε σε σύντομο χρόνο. Στον δικό μας τομέα συνεργαστήκαμε 60 ειδικοί από ελληνικά πανεπιστήμια και ινστιτούτα» λέει με τη σειρά του στην «Καθημερινή» ο Παναγιώτης Δημόπουλος, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας.
Οπως εξηγεί, στους προηγούμενους δύο κόκκινους καταλόγους, είχαν καταγραφεί μόλις 466 είδη και υποείδη φυτών ενώ αυτή τη φορά κατηγοριοποιήθηκε το 85% της ελληνικής χλωρίδας, δηλαδή 5.800 είδη. Σημειώνεται πως το 22% της ελληνικής χλωρίδας είναι ενδημικά φυτά, δηλαδή δεν συναντώνται πουθενά αλλού στον κόσμο.
Ενα στα πέντε είδη απειλείται με εξαφάνιση
Οσον αφορά το ποσοστό των ειδών που απειλούνται στη χώρα μας, σε καθεστώς απειλής βρίσκεται το 21,5% των ειδών που αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο του Κόκκινου Καταλόγου.
Δηλαδή ενα στα πέντε είδη που αξιολογήθηκαν, απειλείται με εξαφάνιση. Στις επιμέρους ταξινομικές ομάδες, σε καθεστώς απειλής ανήκουν το 18,7% των φυτών, το 22,6% των ζώων και το 34,8% των μυκήτων που αξιολογήθηκαν. Ειδικότερα το 28,3% των πουλιών, το 31,3% των θηλαστικών, το 13,3% των ερπετών, το 34,6% αμφιβίων και το 21,5% των ασπόνδυλων απειλούνται με εξαφάνιση.
Τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι πάντως όσο αρνητικά φαίνονται εκ πρώτης όψεως, δεδομένου ότι σε παγκόσμιο επίπεδο, σε καθεστώς απειλής ανήκει το 28% των ειδών που έχει αξιολογήσει η IUCN.
«Στην Ελλάδα, έχει κρατηθεί μια καλή ποιότητα περιβάλλοντος σε σχέση με άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το ότι δεν είμαστε βιομηχανική χώρα» σημειώνει ο κ. Λυμπεράκης. «Παράλληλα, λόγω της υψηλά διατηρημένης βιοποικιλότητας στην Ελλάδα, συνθέτουμε πανίδες που έρχονται από την Ευρώπη, από την Ασία ακόμα και από την Αφρική».
Οι εργασίες επικαιροποίησης του Κόκκινου Καταλόγου θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος του ερχόμενου Σεπτεμβρίου, έτσι ώστε όλες οι αξιολογήσεις των ενδημικών ειδών να αναθεωρηθούν σωστά και να ελεγχθούν ποιοτικά.
Με πληροφορίες από τη σελίδα kathimerini.gr