Τα Κουφονήσια έχουν ταυτιστεί με μια δική τους αισθητική λιτότητα και φαίνεται πως ικανοποιούν απολύτως ένα κοινό που έχει την εμπειρία πιο λαμπερών προορισμών, αλλά επιλέγει συνειδητά να ζήσει πιο απλά και πιο «αληθινά»: Χωρίς ξαπλώστρα, χωρίς ομπρέλα, χωρίς beach-bar, χωρίς στρες.
Τα Κουφονήσια, αυτή η κουκίδα στο χάρτη του Αιγαίου, ήταν κάποτε γνωστή μόνο διότι βρισκόταν κοντά στην Κέρο, το διάσημο διεθνώς ιερό νησί των Μικρών Κυκλάδων με την πανάρχαια ιστορία «μυστηρίου» που περιμένει ακόμα να αποκωδικοποιηθεί.
Στη δεκαετία του ’60 στο Πάνω Κουφονήσι άρχισαν να συγκεντρώνονται κάτοικοι του Κάτω Κουφονησίου, αλλά και διπλανών νησιών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας οικισμός στα όρια του χωριού. Σήμερα στο Κάτω Κουφονήσι υπάρχει μόνο η ταβέρνα Βενετσάνος.
Στη δεκαετία του ’70, λέγεται πως ένα ζευγάρι Ελλήνων ταξιδευτών (υπάρχει μια εκδοχή ότι η γυναίκα ήταν Ελληνοϊταλίδα) σε μια περιήγησή του στο νησί, σταμάτησε μαγεμένο στο σημείο Πλατιά Πούντα. Αγόρασε όση μεγαλύτερη έκταση ήταν διαθέσιμη, εξασφάλισε τους τίτλους ιδιοκτησίας και αποχώρησε.
Εκεί αργότερα έχτισε ένα σπίτι, το μοναδικό εννοείται στην περιοχή, δεδομένου ότι όλη η έκταση τους ανήκει. Μέσα στα χρόνια, η παραλία πήρε το όνομα «Ιταλίδα» χάρη στην ιδιοκτήτρια που κάποτε εμφανιζόταν συχνότερα στο σπίτι. Σήμερα, η ίδια μένει μόνιμα στην Ιταλία και δέχεται διαρκώς δελεαστικές προτάσεις για να παραχωρήσει την έκταση που θεωρείται δικαιολογημένα το πιο premium κομμάτι στο Πάνω Κουφονήσι. Aκόμα, αντιστέκεται σθεναρά.
Στη δεκαετία του ’80, η ποιότητα ζωής στα Κουφονήσια αναβαθμίστηκε. Το ’83 απέκτησαν ηλεκτρικό ρεύμα και το ’87 είχαν πλέον λιμάνι. Ωστόσο, για πολλά χρόνια αργότερα, έπρεπε να περιμένουν το πλοίο της γραμμής κάθε εβδομάδα ή δέκα μέρες, με ό,τι αυτό μπορεί να σήμαινε για τις βασικές προμήθειες των κατοίκων.
Στις αρχές του ’90 άρχισε να εμφανίζεται μια μικρή ροή τουρισμού από το «εναλλακτικό» κοινό που έψαχνε τη ζωή που κυλάει αργά στις Μικρές Κυκλάδες. Από το ξένο κοινό, κυριαρχούσαν -άγνωστο γιατί- οι Ιταλοί, γεγονός που ισχύει μέχρι σήμερα. Εκείνη μάλιστα την εποχή, λέγεται πως αποτελούσαν ένα σκεπτόμενο κοινό, διαφορετικού τύπου από τους πιο γκλαμ Ιταλούς του Ιονίου.
Αντίθετα με τους Γάλλους που οικογενειακώς παίρνουν τα βουνά και τα μονοπάτια στις Κυκλάδες, οι Ιταλοί αγάπησαν τα Κουφονήσια γιατί εκεί σταματούσε ο χρόνος και η στασιμότητα ήταν ένας απολαυστικός μονόδρομος.
Προορισμός Ελλήνων και ξένων στη δεκαετία του ’90 ήταν ένα ημι-οργανωμένο κάμπινγκ, που αργότερα έφτασε να φιλοξενεί περί τα 800 άτομα. Το φαινόμενο του «room to let» δεν είχε φτάσει ακόμα στα Κουφονήσια δεδομένου ότι οι κάτοικοί τους ήταν κατά βάση αλιείς. Ο τουρισμός δεν έμοιαζε να είναι σοβαρή προοπτική, σε αντίθεση με την σημερινή εποχή, όπου η αλιεία έχει υποβαθμιστεί σε δεύτερη επαγγελματική ασχολία, παρ’ ότι τα Κουφονήσια διατηρούν την πρωτιά της μεγαλύτερης αναλογίας αλιευτικών σκαφών σε σχέση με την έκτασή τους. Συνολικά, υπάρχουν σήμερα ενεργά περίπου εκατό.
Οι πρώτες επιχειρηματικές δραστηριότητες ήταν απλές, αλλά πολύπλευρες. Σε ό,τι κι αν επέλεγε να κάνει κάποιος, προσέθετε και μερικά δωμάτια προς ενοικίαση. Εμφανίζονται η Μέλισσα και ο Φοίνικας, οι ταβέρνες του νησιού, ο Σορόκος, ένα απλοϊκό μπαρ πάνω στο νερό, που σήμερα έχει μετεξελιχθεί σε κοκτέιλ εμπειρία και η Καλαμιά, που ήταν το «καφέ» του νησιού. Όλα αυτά τα σημεία αποτελούν ακόμα και σήμερα βασικές διευθύνσεις του τουριστικού οδηγού για νέους και μυημένους.
Από το 2010 και μετά, ο τουρισμός άρχισε να παίρνει τη μορφή ενός κύματος που κάθε χρόνο μεγάλωνε. Το 2014, το Highspeed προστέθηκε στις επιλογές πρόσβασης στο νησί και δόθηκε η δυνατότητα σε περισσότερο κόσμο να φτάνει εκεί σε 4-5 ώρες. Ετσι, εμφανίστηκε και ο τύπος του επισκέπτη που ήθελε να κλείσει διαμονή για 3-4 μέρες, αντίθετα με τον κλασικό μέχρι τότε τουρίστα που έμενε 15 μέρες και περνούσε μια ζωή στο καράβι της επιστροφής. Μέχρι το 2020, τα Κουφονήσια είχαν αποκτήσει βιολογικό καθαρισμό, νέο λιμάνι, αφαλάτωση, ιατρείο, βιβλιοθήκη και άλλες δυνατότητες που δεν συναντά κανείς συχνά ακόμα και σε μεγάλα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Σήμερα, τα Κουφονήσια έχουν καταφέρει να διατηρούν την ετικέτα του premium προορισμού που εκφράζει την μοντέρνα απλότητα που δείχνει να έχουν ανάγκη οι καιροί. Από το λιμάνι και σε μια απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων μπορεί κανείς να απολαύσει πέντε παραλίες με αυτό το χαρακτηριστικό γαλαζοπράσινο των Κουφονησίων (Άμμος, Φοίνικας, Φανός, Ιταλίδα, Πορί) και άλλες ακόμα πιο κρυφές, σπηλαιώδεις και ινσταγκραμικές, όπως το Γάλα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και μια από τις πιο επιδραστικές ομάδες στον τομέα του fine-drinking, οι Λευτέρης Γεωργόπουλος (από την ομάδα τoυ bar «The Clumsies»), Μανώλης Λυκιαρδόπουλος, Κωνσταντίνος Λέκκος και Γιάννης Τόρης δημιούργησαν εκεί ένα υψηλού επιπέδου all day bar restaurant με την ονομασία Τζετ. Και επειδή η ζωή μπορεί να κυλάει αργά, αλλά κυλάει και μέχρι πολύ αργά, τα Κουφονήσια έχουν και after bar, το Nόλιποτ.
Εφέτος, οι τζίροι ξεπερνούν αυτούς του 2019. Σύμφωνα με τον «μόνιμο» την τελευταία δεκαετία δήμαρχο Αντώνη Κωβαίο, το νησί έχει απόλυτη πληρότητα μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, πράγμα που μεταφράζεται σε 4.500 άτομα και 100 περίπου σκάφη και γιοτ καθημερινά.
Τα Κουφονήσια έχουν ταυτιστεί με μια δική τους αισθητική λιτότητα και φαίνεται πως ικανοποιούν απολύτως ένα κοινό που έχει την εμπειρία πιο λαμπερών προορισμών, αλλά επιλέγει συνειδητά να ζήσει πιο απλά και πιο «αληθινά»: Χωρίς ξαπλώστρα, χωρίς ομπρέλα, χωρίς beach-bar, χωρίς στρες.
Με πληροφορίες από τη σελίδα travel.gr