Ο διευθυντής Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης αποδίδει έμφαση στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου των Κυκλάδων. Αναφέρεται στον «κίνδυνο ανατροπής της ισορροπίας μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και διατήρησης των βιώσιμων πόρων» που απειλεί ορισμένα νησιά.
Πόλεις και τόποι διεθνώς έχουν πληγεί από τους φρενήρεις αναπτυξιακούς ρυθμούς. Ο ακραίος συνωστισμός, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η αισθητική απαξίωση γίνονται το άλλο πρόσωπο της τουριστικής επιτυχίας. Καθίσταται σαφές ότι η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει αυτογνωσία για την αποσαφήνιση της «φέρουσας ικανότητας» ενός τόπου και αυτοπειθαρχία για την τήρηση των ορίων, πέρα από τα οποία η ανάπτυξη συσσωρεύει κόστος στο παρόν και στο μέλλον.
Καθώς η Ελλάδα εισέρχεται σε μια νέα εποχή δυναμικής ανάπτυξης, ο προσδιορισμός του μέτρου για τη βιώσιμη ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον αναδεικνύεται σε κύριο μέλημα. Η «Καθημερινή» ανοίγει τη συζήτηση για τον στρατηγικό σχεδιασμό που θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε τις «παγίδες της ανάπτυξης» και να θέσουμε τους όρους για μια Ελλάδα του μέλλοντος, όπου η πρόοδος δεν θα υπονομεύεται από την άμετρη αναζήτηση του άμεσου κέρδους και το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής θα γίνονται σεβαστά.
Ο διευθυντής Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης αποδίδει έμφαση στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου των Κυκλάδων. Αναφέρεται στον «κίνδυνο ανατροπής της ισορροπίας μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και διατήρησης των βιώσιμων πόρων» που απειλεί ορισμένα νησιά. Τίτλος του άρθρου; “ Κυκλάδες, μνημεία και τουριστική ανάπτυξη”
Αναλυτικά, αναφέρει:
“Η τρέχουσα πρόσληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς ως οικονομικού μεγέθους οδηγεί ενίοτε σε μονοσήμαντες προσεγγίσεις. Ετσι, στις Κυκλάδες, κορυφαίο τουριστικό προορισμό, καθώς μουσεία ή αρχαιολογικοί χώροι δεν παρουσιάζουν τον κορεσμό που συναντούμε στη Βενετία ή στο Λούβρο, θα αρκούσαν οι παραδοσιακές πολιτικές αύξησης επισκεπτών. Μνημεία και μουσεία, ενταγμένα στην ανταγωνιστική βιομηχανία της εμπειρίας, μπορούν πράγματι, με βελτίωση των παροχών, υλικών και ψηφιακών, και στοιχειώδες μάρκετινγκ, να εισπράξουν αύξηση ροών επισκεπτών επιβεβαιώνοντας τον ρόλο τους ως αναπτυξιακά εργαλεία.
Ωστόσο, το τοπίο της διαχείρισης του μνημειακού αποθέματος είναι πολύ πιο σύνθετο. Καθώς η σχέση ατόμου και κοινότητας με τα μνημεία είναι δυναμική και εύθραυστη, οι πολιτικές προσέλκυσης κοινού οφείλουν να είναι πολυεπίπεδες και να αποσκοπούν στη διαρκή καλλιέργεια νέων δεσμών ανάμεσα στο μνημείο και στην κοινότητα ή στον κάθε επισκέπτη ξεχωριστά. Περιοδικές εκθέσεις, όπως η «Vanity» στο Μουσείο Μυκόνου και η «Sight» στη Δήλο (συνεργασία με τον οργανισμό ΝΕΟΝ), δοκίμασαν νέα πεδία ανατροφοδότησης του ενδιαφέροντος του κοινού σε έναν τουριστικό προορισμό (Μύκονος) με ειδικά χαρακτηριστικά.
Κάθε νησί απαιτεί εξειδικευμένες παρεμβάσεις. Οριζόντιες δράσεις, όπως οι σωστικές αποκαταστάσεις μνημείων και οι νέες αρχαιολογικές έρευνες, εμπλουτίζουν το κυκλαδικό μνημειακό απόθεμα, ενώ κρίσιμη είναι η συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη των, αντιδημοφιλών ενίοτε, μέτρων διοικητικής προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Το κυκλαδικό τοπίο, δομημένο και αδόμητο, λόγω της μικρής του κλίμακας και της λιτής μορφολογίας του, είναι ιδιαίτερα ευάλωτο. Η ριζική ανατροπή του παραγωγικού μοντέλου στα Κυκλαδονήσια από τον πρωτογενή τομέα στις τουριστικές υπηρεσίες μεταβάλλει άρδην την ιστορική ισορροπία δομημένου και αδόμητου χώρου και απειλεί με μη αναστρέψιμη βλάβη την ίδια την πλουτοπαραγωγική πηγή του κυκλαδικού τουρισμού, που είναι το φυσικό και πολιτισμικό τοπίο.
Στα νησιά με ορατό τον κίνδυνο ανατροπής της ισορροπίας μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και διατήρησης των βιώσιμων πόρων τους, πέραν του ελέγχου της δόμησης, η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς συμβάλλει στην ποιοτική μετάπτωση των τουριστικού προϊόντος από έναν, επιθετικό προς το περιβάλλον, εποχικό τουρισμό σε έναν αναβαθμισμένο τουρισμό 12μηνης διάρκειας. Η υλοποιούμενη αναβάθμιση των μουσειακών υποδομών στη Σαντορίνη ή η ανάδειξη του κάστρου Χώρας Μυκόνου, που αναμορφώνει το περιβάλλον της εμβληματικής Παραπορτιανής, σε στενή συνεργασία με τους αντίστοιχους δήμους, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο.
Στα νησιά με ηπιότερους ρυθμούς τουριστικής εκμετάλλευσης, η πολιτιστική κληρονομιά συμβάλλει στη βιώσιμη ανάπτυξη μέσω της δημιουργίας μουσείων, όπως, ενδεικτικά, στην Κύθνο και στο Κουφονήσι, ή με την αναστήλωση των τοποσήμων τους, όπως η Επισκοπή Σικίνου, έργα που υλοποιούνται σε συνεργασία με την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Στη Νάξο, που τώρα παγιώνεται η τουριστική της φυσιογνωμία, η έμφαση στον ποιοτικό πολιτιστικό τουρισμό, εκτός από τη συστηματική ανάδειξη του μοναδικού δικτύου των βυζαντινών ναών της, δίνεται με την υλοποιούμενη πολυσύνθετη μουσειακή υποδομή της Νησίδας Μουσείων Κάστρου Χώρας Νάξου, όπου η μεσαιωνική ακρόπολη θα φιλοξενεί σε αποκατεστημένα μνημειακά κελύφη τρία θεματικά μουσεία: Κυκλαδικού Πολιτισμού, Αρχαίας Νάξου και Βυζαντινής Ναξίας.
Ο υπερτοπικός χαρακτήρας της Δήλου τονίζεται μέσα από ένα σύνθετο και εκτατικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αναστηλώσεις εμβληματικών μνημείων (Μέγας Ναός του Απόλλωνα, Στοά του Φιλίππου, Παλαίστρα του Γρανίτη), αναβαθμίζοντας τον ερειπιώνα μέσα στο ανέγγιχτο κυκλαδικό τοπίο τού ακατοίκητου σήμερα νησιού. Αυτή η μοναδική σύνθεση πολιτιστικού και φυσικού τοπίου σχεδιάζεται να παραμείνει αλώβητη από σύγχρονες κατασκευές υποδομών εξυπηρέτησης, οι οποίες θα αφομοιώνονται αρμονικά στο περιβάλλον. Παράλληλα, η θέσμιση άυλων δράσεων στο νησί, κατά το πρότυπο των Συμποσίων της Δήλου του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, αναμένεται να ενισχύσει την οργανική ενσωμάτωση της κληρονομιάς της Δήλου στη σύγχρονη κοινότητα.
Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης αξιοποίηση των κυκλαδικών μνημείων προϋποθέτει συμπεριληπτικές πολιτικές και συνέργειες με τις τοπικές κοινωνίες, την κοινωνία των πολιτών και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και σύνθετες δράσεις με την, εξίσου σημαντική, άυλη πολιτιστική κληρονομιά του αρχιπελάγους”.