Πέθανε ο Κώστας Καζάκος σε ηλκία 87 ετών – Νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα στον Ευαγγελισμό
Θλίψη… Ενας εκ των κορυφαίων ηθοποιών του Θεάτρου και του κινηματογράφου έφυγε σήμερα από τη ζωή…
Ο λόγος για τον μοναδικό Κώστα Καζάκο, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 87 ετών. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα protothema.gr “το τελευταίο διάστημα νοσηλεύονταν στον Ευαγγελισμό εξαιτίας αναπνευστικού προβλήματος”.
Ο Κώστας Καζάκος ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς, με μακρόχρονη θητεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ενεργός πολίτης με δημόσιο λόγο, στρατεύτηκε στις τάξεις του ΚΚΕ από την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974 και μετά. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας.
Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1935 στον Πύργο της Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Ο Αναστάσιος Καζάκος ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά εκδιώχθηκε από την υπηρεσία του και εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Από το 1948 ο Κώστας Καζάκος ζούσε με τη μητέρα και τα τρία αδέλφια του στην Αθήνα, όπου το 1952 τελείωσε το νυχτερινό Γυμνάσιο στο Παγκράτι εργαζόμενος. Όνειρό του ήταν να γίνει φιλόλογος, αλλά δεν μπόρεσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δεν μπόρεσε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, το 1953 γράφτηκε και σπούδασε στη θρυλική κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, με δασκάλους μεταξύ άλλων τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Κάρολο Κουν.
Ο Κάρολος Κουν εκτίμησε το ταλέντο και τον πήρε μαζί του στο Θέατρο Τέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.
Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.
Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), όπου στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Μέχρι το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού το 1992 θα είναι ένα από τα δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που θα δεσπόζουν στο εγχώριο σταρ-σίστεμ (το άλλο ήταν το ζευγάρι Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ).
Η πρώτη κοινή εμφάνισή τους ως θιασάρχες ήταν το 1968, με το ιστορικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Θεοδώρα η μεγάλη», που απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, μαζί με τη θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973). Από τις υπόλοιπες κοινές εμφανίσεις τους ξεχώρισαν οι παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση.
Στην τηλεόραση πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέγραφε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, κι έπειτα στις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) -και οι δύο με την Τζένη Καρέζη- και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» (1977) στο ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνίστησε κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σέξπιρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Το 2004 συμμετείχε στο σίριαλ του Mega «Βέρα στο δεξί», από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες της εποχής εκείνης.
Ο Κώστας Καζάκος πολιτικά ήταν ενταγμένος στο ΚΚΕ. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του’90. Στις 8 Νοεμβρίου 1999, σ’ ένα πρωτότυπο χάπενινγκ του ΚΚΕ στην πλατεία Συντάγματος, ήταν ο πρόεδρος του «Δικαστηρίου των Λαών» που δίκασε για εγκλήματα πολέμου τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, ο οποίος επρόκειτο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής επικρατείας του ΚΚΕ.
Από το 1968 μέχρι το 1992 υπήρξε παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε τον γιο τους, τον επίσης ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο (γενν. 1969).
Από το 1997 έως σήμερα ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά: τον Αλέξανδρο (γενν. 1997), την Άρτεμι-Γεωργία (γενν. 1998), την Ηλέκτρα (γενν. 2002) και τη Μάγια (γενν. 2008).
Η Άρτεμις – Γεωργία έχασε τη ζωή της στις 25 Ιουνίου 1999, σε ηλικία 8 μηνών και μία εβδομάδα μετά την βάπτισή της, πάσχοντας από μία σπάνια ασθένεια.