Η σημερινή ημέρα που είναι αφιερωμένη στο Ολοκαύτωμα – Ημέρα Μνήμης των Ελήνων Εβραίων Μαρτύρων – το μυαλό όλων πηγαίνει στον δικό μας Ιάκωβο Καμπανέλλη, ο οποίος για δύο χρόνια έζησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης “Μαουτχάουζεν” – Τι γράφει στο περίφημο βιβλίο του «Μαουτχάουζεν» (1963) αλλά και σε άρθρο του στην εφημερίδα “Αυγή” τριάντα χρόνια αργότερα (video)
“Στις 5 του Μάη, λίγο πριν από το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο από τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα κι ακατανίκητα της ενδεκάτης ταξιαρχίας αρμάτων της τρίτης αμερικάνικης Στρατιάς που διοικούσε κάποιος σπουδαίος στρατηγός ονόματι Τζώρτζ Πάττον!… Τι ωραία λόγια, τι ουράνιες ειδήσεις… Οι πολεμιστές μας κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι… Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά, στη ράχη του τανκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Απ’ τη χαρά μας δε θα γλιτώναμε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σαν διαμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε, για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε τα κεφάλια τους και κλαίγανε”.
Κάπως έτσι ξεκινούν οι σελίδες του περίφημου «Μαουτχάουζεν» (σ.σ. γράφτηκε το 1963) του Ιάκωβου Καμπανέλλη, του χρονικού που ο Ναξιώτης θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος κι Ακαδημαϊκός έγραψε αναφερόμενος στις τραγικές εμπειρίες του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μάουτχάουζεν της Αυστρίας όπου οδηγήθηκε το 1943 (είχε συλληφθεί το φθινόπωρο του 1942) και παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1945 που απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις. Μάλιστα, έχουν χιλιοτραγουδηθεί οι συγκλονιστικοί στίχοι του στο «Άσμα Ασμάτων», στον «Αντώνη», στον «Δραπέτη» στο «Άμα τελειώσει ο πόλεμος» που πρωτοτραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη , σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Μια διήγηση που έρχεται στην επικαιρότητα με αφορμή την σημερινή «Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος», που καθιερώθηκε με απόφαση της Ελληνικής Βουλής το 2004. Η διήγηση γίνεται σε δύο χρόνους, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται εναλλάξ στη ζωή στο απελευθερωμένο πλέον στρατόπεδο και στη ζωή κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας. Η αφήγηση, συνταρακτικά απλή και ανθρώπινη, παρέχει πληροφορίες για τις θηριωδίες που έλαβαν χώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ρίχνει φως και σε μία πιο άγνωστη πτυχή του δράματος: της επανάκτησης της ζωής από τους επιζήσαντες μέσα από την περιγραφή των αντικειμενικών συνθηκών αλλά και της ψυχολογικής κατάστασης των θυμάτων τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσής τους.
* Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ’ τ’ αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Όμως σκέψου… Αυτές οι γυναίκες κι αυτοί οι άντρες που αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλά επί ώρες ατελείωτες ήταν ντυμένοι με τα ίδια ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου. Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μαγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά απ’ την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ’ το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος.
Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ’ αρσενικό απ’ το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παραφύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν
~** Στο Ες – Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν έμεινα κρατούμενος απ’ το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε και μόνο τώρα νιώθω σε θέση να θίξω και να καταγράψω το μέρος αυτό της ζωής μου και της ζωής τόσων άλλων. Σήμερα που βλέπω τη «συνάντηση» του «παρελθόντος» με το παρόν, ξεκαθαρίζουν στη σκέψη μου γεγονότα που δεν είχα καταλάβει. Ίσως να τα κατάλαβα τώρα.
Οι σελίδες αυτές αρχίζουν με την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν, στις 5 Μαΐου 1945.
Με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει η εποχή όπου το Μαουτχάουζεν ήταν Ες-Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως και Εξοντώσεως. SS Konzentrazion und Vernichtungs Lager.
Η αφήγηση παρακολουθεί τους απελευθερωμένους ως την ημέρα που πήραν το δρόμο για νέα τους ζωή, στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Το «Μαουτχάουζεν» είναι μια «αληθινή» ιστορία, όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη «θυμηθώ».
Καμπανέλλης ” Μετά από 48 χρόνια θέλω να φωνάξω “πάλι;”
Ομως έχει και συνέχεια… Και έχουμε ένα άρθρο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που δημοσιεύτηκε στην “Αυγή” το 1993 και μιλάει για τον Ναζισμό και τι είναι αυτό που τον θρέφει… “Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο SS στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Ένας από εκείνους που τον Μάιο του 1945 κλαίγοντας και ελπίζοντας εφώναζαν ποτέ πια! Ήταν τότε που οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο.
Ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκαμε τον ναζισμό να ξεχνιέται, και κάποτε και να αθωώνεται. Μετά από 48 χρόνια αυτό που θέλω να φωνάξω είναι πάλι;
Φίλοι μου, θυμηθείτε: ο Αδόλφος Χίτλερ δεν έπεσε απ’ το διάστημα. Ούτε ήταν ένας και μόνος. Ήταν το διαμόρφωμα δεκάδων χιλιάδων αφανών χιτλερίσκων στη Γερμανία και την Αυστρία. Και όχι μόνο εκεί. Χιτλερίσκων διάσπαρτων σε μεγάλες και μικρές πόλεις, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, σε συντροφιές, σε οικογένειες.
Και ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι.
Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι’ αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι’ αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί. Αλλά παντού όπου ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα τον τρέφουν. Και ο κίνδυνος τώρα δεν είναι η εμφάνιση ενός νέου Χίτλερ και η σπορά ενός άλλου μεγάλου πολέμου. Ο κίνδυνος είναι η αδιαφορία για τα αίτια που αναγεννούν τον ναζισμό και εν συνεχεία η απάθεια και η ανοχή για ένα φαινόμενο που μπορεί να εξελιχθεί σε μαζική διανοητική μόλυνση.
Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών, ούτε οι ολέθριες πολιτικές ιδεολογίες ξεκινούν από μαζικές συγκεντρώσεις, σε πλατείες. Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ’ το ίδιο μας το σπίτι. Εκεί φωλιάζουν όλα. Γι’ αυτό μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους μπορούμε έστω και καθυστερημένα να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ποτέ πια.”
Με πληροφορίες από την επίσημη ιστοσελίδα του Ιάκωβου Καμπανέλλη