Ο Ναξιώτης Δημήτρης Ήμελλος ήθελε να είναι τόσο ευτυχισμένος όσο ο πατέρας του και μιλάει με τον Λευτέρη Ελευθερίου για την ελευθερία, τη φθορά, τη μάζα που δεν έχει πρόσωπο και τους νταλικέρηδες – Πως έγινε ηθοποιός αντί για δικηγόρος και ποια τα παιδικά του όνειρα
Ξανθιά, γκρίζο αμάνικο, σορτσάκι. Στο διάδρομο του Ωδείου Αθηνών έκανε πατίνι. Απέναντι, στην ίδια διαδικασία είχε μπει ένα αγόρι, γυμνό από τη μέση και πάνω. Στο ξέφωτο, τέσσερα παιδιά προσπαθούσαν να τεντώσουν ένα τετράγωνο ύφασμα που θύμιζε σεντόνι. Ανάμεσά τους, μία κοπέλα που την ρώτησα που θα μπορούσα να βρω τον Δημήτρη Ήμελλο. «Τι τον θέλεις;», με ρώτησε, όχι από καχυποψία ή εξουσιαστική τάση αλλά, από περιέργεια. «Θέλω να του κάνω συνέντευξη». -Ωωωωω. Ζηλεύω. «Τι ζηλεύεις; Θέλεις να γίνεις εσύ ο δημοσιογράφος και να του κάνεις συνέντευξη;». -Όχι, ζηλεύω αυτά που θα σου πει.
Του Λευτέρη Ελευθερίου (popcode) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ / POPCODE
Είναι ασφαλές να ειπωθεί ότι είχε δίκιο.
Φορούσε ένα χακί τζάκετ, αλλά δεν έπρεπε. Είχε αρκετή ζέστη. Περιμένοντας έξω από την αίθουσα, τον είδα να κοιτάζει το κινητό και να περπατάει από την αντίθετη πλευρά. Παραξενεύτηκα με το τζάκετ -όχι μόνο επειδή ένιωθα ζέστη. Σαν να μου ήρθε πως δεν ένιωθε θερμοκρασία. Κάτι σημαντικό γίνεται, όταν φτάνει κάποιος να μη νιώθει θερμοκρασία, σκέφτηκα. Όταν τυχαίνει σε μένα και έπειτα συμβαίνει η συνειδητοποίηση, θυμάμαι ότι κάτι σημαντικό έκανα.
Είχα ραντεβού με τον Αγαμέμνονα. Δεν φαντάζεστε πώς τον ενσάρκωσε στην Ιλιάδα του Λιβαθηνού. Έμοιαζε με καρικατούρα, διότι ασφαλώς επρόκειτο για μία παράσταση που έπιασε το ομηρικό έπος στην πιο σαρκαστική διάστασή του, αλλά, παρά την ακροβασία ανάμεσα στο ρεαλισμό και την κωμική υπερβολή, ήταν ο πιο σωστός Αγαμέμνων που φανταζόμουν. «Ένας καραβανάς ήταν. Όπως έχω πει και παλιότερα, ήταν ο πρώτος νεοέλληνας», έβαλε την υπογράμμιση για αυτόν το ρόλο.
Στην ταινία «Χρόνια Πολλά» του Χρίστου Γεωργίου, ο Δημήτρης Ήμελλος υποδύεται τον πατέρα ενός κοριτσιού στην εφηβεία (Νεφέλη Κουρή), όντας ΜΑΤατζής. Πρώτο λάθος, η αφέλεια στην ερώτηση.
Πώς είναι να υποδύεται ένας ηθοποιός στις μέρες μας το ρόλο ενός ΜΑΤατζή;
Δηλαδή, η ταινία ρέπει προς μία ακραία περίπτωση για να βρει το μέτρο στη σύγκρουση ανάμεσα σε ένα επάγγελμα, έναν επαγγελματία, δηλαδή, ο οποίος δεν έχει ωράρια, ασχολείται με τη βία και, στην πραγματικότητα, πώς τον απορροφά αυτό από την ίδια τη σχέση του με τους δικούς του ανθρώπους και από το πώς αυτό το επάγγελμα περνά στη σχέση με την οικογένειά του.
Το κουβαλά το επάγγελμά του ο ρόλος της ταινίας;
Ναι, το κουβαλάει, αλλά είναι ένα πράγμα που τον έχει απομακρύνει από τους δικούς του ανθρώπους. Είναι οικογενειακή ταινία, κατά βάση, δεν είναι μία ταινία για τον ΜΑΤατζή. Θα λεγόταν «ο ΜΑΤατζής», έτσι; Ενώ λέγεται «χρόνια πολλά». Έχει σημασία αυτό. Μία άλλη ταινία λέγεται «ο Ράφτης». Αυτό είναι το θέμα. Άρα εδώ το θέμα δεν είναι ο ΜΑΤατζής, τα χρόνια πολλά. Είναι η γιορτή και η συνύπαρξη μίας οικογένειας που γιορτάζει κάποια γενέθλια. Και τον παίρνει ακριβώς τη μέρα των γενεθλίων, που τα γιορτάζει μέσα στη δουλειά του. Ξεκινά η ταινία να γιορτάζει την πιο οικογενειακή στιγμή μαζί με κρανιοφόρους –και ο ίδιος κρανιοφόρος. Από εκεί παίρνει την ιστορία. Τα γιορτάζει στη δουλειά του, η κόρη του έρχεται στα επεισόδια πετώντας μολότοφ. Απλώς το παίρνει ακραία, για να θίξει το θέμα. Αυτή είναι μόνο η πρώτη σκηνή, μετά δεν ξαναβλέπουμε βία. Για να πει μία φορά κι έναν καιρό ποιος είναι. Είναι η σχέση πατέρα-κόρης. Δεν είναι μία ταινία που ασχολείται με τα επεισόδια.
Οπότε αφορά σε κάθε επάγγελμα.
Στην πραγματικότητα ναι. Απλώς επειδή ψάχνει και το θέμα της βίας, της εποχής μας, είναι ένα επάγγελμα που το διέπει η βία. Το ξαναείπα κάπου, καμία πράξη ειρήνης δεν υπάρχει που να μην περνάει μέσα από το δρόμο του αίματος. Χρειάζεται μία εκτόνωση, πρέπει να χυθεί αίμα για να μπορέσει ο άνθρωπος να πάει παρακάτω. Είναι της εποχής, νομίζω, ταινία. Ψάχνει μία εποχή, μία διέξοδο, η οποία πιθανώς περνάει μέσα από μία σύγκρουση. Κάποια στιγμή θα γίνει, για να ξαναβγεί στο φως κάτι.
Αυτό που λέτε είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, ωστόσο ιστορικά αποδεικνύεται πως οι άνθρωποι που ξεκίνησαν μία σύγκρουση η οποία οδήγησε όντως κάπου ήταν ευκατάστατοι. Η αποκοπή των τάξεων δεν κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη συγκρουσιακή διαδικασία;
Ναι, μπορεί, βέβαια δεν είναι ταξικό το θέμα. Υπάρχει μία, πώς το έλεγε ο Ηράκλειτος, «πατήρ πάντων πόλεμο». Αυτός ο πόλεμος, ο πατέρας των πάντων, γεννάει τα πράγματα, τα οποία μετά μπαίνουν σε ένα δρόμο.
Στριμώχνει, στριμώχνει,στριμώχνει, στριμώχνει και κάποια στιγμή χρειάζεται κάποιος, επόμενος, για να ξεσπάσει και να βγει κάτι άλλο. Δεν είναι μόνο ταξικό θέμα. Νομίζω ότι είναι, πώς να το πω, σχεδόν η μοίρα του ανθρώπου. Ότι δεν έχει τη σοφία να βλέπει τα πράγματα, μπαίνει σε ένα μονοπάτι, το ακολουθεί και πάει μέχρι το τέλος. Αυτό το μονοπάτι κάποια στιγμή καταλήγει σε αδιέξοδο. Εκεί, λοιπόν, χρειάζεται μια πράξη. Τώρα, ανάλογα, άλλες φορές γίνεται μέσω πολέμου, άλλες φορές γίνεται μέσω μίας επανάστασης, υπάρχει ένα πράγμα το οποίο περιέχει αναγκαστικά ένα κομμάτι βίας μέσα του. Μπορεί να είναι ο χωρισμός μίας οικογένειας, ενός ζευγαριού.
Το οποίο είναι ένα μικρό κράτος, ας πούμε.
Ναι, μία οικογένεια, τρία άτομα, ένας μικρόκοσμος είναι, εκεί μέσα ζουν το πρόβλημα μίας εποχής και είναι στο όριο, χρειάζεται μια λύση.
Μήπως, όμως, πρόκειται για κάποια ύπνωση και απλώς θα ξυπνήσει από τη λήθη ξαφνικά ή θεωρείτε ότι θα γίνει νομοτελειακά;
Ξαφνικά, νομίζω. Ξαφνικά βλέπει αυτός την κόρη του στα επεισόδια. Ξαφνικά βλέπεις ότι ο γιος σου κάνει ναρκωτικά. Είναι κάτι ξαφνικό, που το καταλαβαίνεις εκείνη την ώρα, δεν είναι κάτι το οποίο έρχεται. Έρχεται η στιγμή που αρχίζεις πια να αντιδράς και να αποκτά προτεραιότητα κάτι που πριν δεν είχε. Κατάλαβες; Για αυτό πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να είσαι ΜΑΤατζής για να δεις την ταινία, αφορά σε κάθε οικογένεια με παιδί.
Δεν το είπα και εγώ για αυτό, απλώς θεωρώ ότι πρόκειται για ένα επάγγελμα που αφορά στους ανθρώπους, που πιθανώς αναρωτιούνται γιατί κάποιος κάνει αυτήν την τόσο δύσκολη και όχι ακριβώς κερδοφόρα δουλειά.
Ναι, απλώς εδώ πέρα, νομίζω ότι κοιτάμε τον ΜΑΤατζή πίσω από το κράνος. Εμείς έχουμε την εικόνα του κράνους και του κλομπ. Η ταινία ξεκινά με αυτήν την εικόνα και πάει τώρα να του βγάλει το κράνο και το κλομπ, τις ασπίδες και να δει χωρίς ασπίδες και κράνη, αυτός ο άνθρωπος έχει το ίδιο πρόβλημα με εμάς; Ανεξάρτητα από την ιδιαιτερότητα που έχει. Διότι ο κάθε επαγγελματίας, ο κάθε πατέρας, πες ότι είναι χαρτοπαίκτης, άλλος μπορεί να είναι οτιδήποτε. Έχει σημασία, λοιπόν, να δούμε αν είμαστε άνθρωποι και τι ζώα είμαστε, τι είδους ζώο είμαστε, πώς έχουμε το φαινόμενο «ζωή» μπροστά μας με το οποίο πρέπει να παλέψουμε. Απλώς πολλές κρυβόμαστε από αυτό. Άλλες φορές είναι η δουλειά μας, η ασπίδα. Κρυβόμαστε. Και απλώς έρχεται η ζωή, μας λέει «κοίταξε, άσε τις ασπίδες κι αυτά και τώρα έλα να δούμε τι θα κάνουμε.
Αυτό συμβαίνει πάντα; Δεν υπάρχει περίπτωση να κρυφτεί κάποιος τόσο καλά και να μην τον βρει το πρόβλημα; Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους, θέλουν να περάσουν από δίπλα.
Να περάσουν από δίπλα, να τα αποφεύγουν.
Θεωρείτε ότι η συνάντηση αυτή υπάρχει σαν μοίρα;
Ναι, νομίζω. Αναβάλλει ο άνθρωπος, αποφεύγει να συγκρουστεί, να δει τα πράγματα, δεν έχει χρόνο στην εποχή μας. Είναι ένα άλλο θέμα.
Νομίζετε ότι ισχύει ή απλώς το νιώθουμε;
Ισχύει, νομίζω, το νιώθω κι εγώ και σε μένα. Έχω κι εγώ μία δουλειά η οποία χρειάζεται μία αφιέρωση.
Σε αυτήν τη δουλειά, όμως, χρειαζόταν από πάντα.
Χρειαζόταν από πάντα. Απλώς τότε γεννοβολούσαν μέσα στους θιάσους. Ήταν ένα τσίρκο, μία οικογένεια ήταν, που ο Μολιέρος*, ξέρω ‘γω, το παιδί του το έκανε μέσα στο θέατρο, ήταν ηθοποιός, ήταν μέσα σε αυτό. Δεν ήταν ενταγμένοι στην κοινωνία. Όπως το ΚΚΕ, που μπήκε μέσα στη Βουλή και έχασε το πραγματικό νόημά του, κατάλαβες; Έγινε νόμιμο.
*Μία παύση: Ο Δημήτρης Ήμελλος είχε παίξει τον Μολιέρο. Όχι Μολιέρο, τον Μολιέρο, στην παράσταση «Ο Σωσίας», που ο γνωστός Γάλλος είχε γράψει για τον εαυτό του. Κέρδισε για αυτήν την ερμηνεία το βραβείο του «Αθηνοράματος», το 2005, τέσσερα χρόνια αφού έγινε ο πρώτος νεαρός ηθοποιός που κέρδισε το βραβείο Δημήτρης Χορν για το ρόλο του Ματαμόρ στη «Φρεναπάτη».
Την εποχή εκείνη, στην οποία αναφέρεστε, γεννοβολούσαν οι άνθρωποι ανεξαρτήτως χώρου. Είναι η δομή τώρα, νομίζω, που αποτρέπει την κατάσταση. Είναι όλα αυτά που φτιάχτηκαν.
Ίσως. Κι εγώ το έχω ακούσει από το παιδί μου, παρ’ όλα αυτά, ότι «εσύ δεν έπρεπε να παντρευτείς».
Εσείς, όταν αποφασίσατε να παντρευτείτε, πώς θεωρούσατε ότι θα διανέματε το χρόνο σας τότε; Πέρα από το συναίσθημα.
Καμία ιδέα δεν είχα. Πίστευα ότι αυτό είναι δύσκολο και πίστευα ότι δεν έπρεπε να με εμποδίσει. Και δεν πρέπει να σε εμποδίζει, δεν υπάρχει συμβόλαιο που να λέει ότι αυτός που είναι ηθοποιός δεν πρέπει να παντρευτεί.
Τώρα, από εκεί και πέρα αυτή έχει δυσκολία και εκεί υπάρχουν ήττες και νίκες. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι απόλυτα τα πράγματα. Πιστεύω απλώς ότι είναι μία δύσκολη, μία γενναία πράξη να το κάνεις και να το διεκδικήσεις αυτό. Και να το εφαρμόσεις. Αλλά νομίζω ότι στις μέρες μας πια αυτό δεν είναι εύκολο για κανέναν, γιατί έχουμε τέτοιες έγνοιες, τέτοια ασχολία… Η δουλειά μας κατατρώει όλο το διάστημα.
Και η φθορά είναι ανυπολόγιστη.
Και η φθορά ανυπολόγιστη και χάνεται η μπάλα. Δεν έχει σοφία ο άνθρωπος και δεν μπορεί να δει τα πράγματα εύκολα, να πει, «ωχ, μισό λεπτό, τι κάνω, πού πάω;». Σαν ο χρόνος να έχει χαθεί. Νομίζω ότι το πιο πολύτιμο αγαθό πια είναι ο χρόνος. Πώς ήταν ο χρυσός κάποτε. Το να έχεις χρόνο, αυτό είναι το πιο πολύτιμο αγαθό. Για να επαναπροσδιορίσεις τα πράγματα. Και δεν προλαβαίνεις.
Τώρα φοβάσαι και μην πεινάσεις, από τη μία στιγμή στην άλλη.
Ακριβώς, ακριβώς. Αυτό λέω να έχεις χρόνο, δεν εννοώ να είσαι άνεργος. Αλλά να μπορείς να δεις κάτι. Τώρα ακόμα και διακοπές πάμε δέκα μέρες για να πάμε κάπου.
Για να ξεκουραστούμε. Αλλά και στην ξεκούραση δεν ξεκουράζεσαι.
Δεν ξεκουράζεσαι, μέχρι να φύγεις από αυτό που είσαι, μπαμ, τελειώσανε. Δεν έχεις το Σαββατοκύριακο, ένα οικογενειακό τραπέζι. Κάποια δεδομένα. Δεν υπάρχει κανένα δεδομένο, όλα παίζονται, έχει μπερδευτεί το πράγμα.
Θα ζήσουμε την επαναφορά σε αυτούς τους θεσμούς που θυμόμαστε αμυδρά;
Φοβάμαι ότι απλώς θα γίνει μετά από κάτι πολύ ακραίο.
Φοβάστε ή είναι, τελικά, τόσο αναγκαίο;
Πιστεύω ότι αυτό το πράγμα δεν μπορεί να γίνει με άλλο μέσο. Δεν είναι ικανός ο άνθρωπος με άλλο μέσο, παρά μόνο αν εκτονωθεί. Πρέπει να εκτονωθεί, υπάρχει κάτι που πιέζεις, φουσκώνεις ένα μπαλόνι και όσο το φουσκώνεις τόσο αυξάνεις την πιθανότητα ότι θα σκάσει. Τη σοφία, άσε το μπαλόνι ξεφούσκωτο, δεν την έχει. Η ζωή τρέχει και αυτός την κυνηγάει. Έτσι, λοιπόν, η μοίρα αυτού του μπαλονιού είναι να σκάσει κάποια στιγμή. Θα σκάσει. Όσο καλό κι αν είναι. Φτιάξαμε ένα καλό μπαλόνι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κάποια στιγμή ακόμα κι αυτό θα σκάσει.
Έχω έναν προβληματισμό για αυτό που λέτε με το χρόνο. Ακούγεται πάρα πολύ συχνά, εδώ και μία οκταετία, ότι είμαστε στον πάτο. Κι όσο πιο κάτω πάει, συνεχίζεται να ακούγεται, αλλά ποτέ δεν είμαστε. Βεβαίως, οι άνθρωποι εννοούσαν τον οικονομικό πάτο, αλλά υπάρχει η ηθική υπόσταση, ο ηθικός πάτος. Και μπορεί να περάσουν 40, 50 ή 60 χρόνια, για να γίνει αυτό που λέτε.
Μα τώρα έχουν περάσει πάνω από 70 χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε σε μακελειό η Γη.
Θα αφορά σε όλο τον κόσμο δηλαδή.
Ναι, βέβαια, όχι μόνο στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ένα κύτταρο ενός οργανισμού, δεν είναι μόνο της. Και ποτέ δεν είναι τα πράγματα μόνα τους. Μιλάω παγκοσμίως.Η Ελλάδα παρακολουθεί τα πράγματα, είναι μέσα σε αυτά. Δεν τον έκανε η Ελλάδα τον Β’ Παγκόσμιο. Μπορείς να μπεις, να βγεις, να κάνεις τον ουδέτερο, αλλά δεν μπορείς να πεις ότι δε σε αφορά. Αφού περνάει δίπλα σου.
Αν φαντασιωνόμαστε μία τέτοια κατάσταση, ένα σπινθήρισμα, όπως η δολοφονία του πρίγκιπα στο Σεράγεβο, πώς θεωρείτε ότι θα συμβεί αυτό;
Δεν είμαι μάντης.
Πώς φαντασιώνεστε ότι θα γίνει τότε. Πώς πρέπει να δημιουργηθεί μία τέτοια κατάσταση;Έχουμε περάσει από δίπλα, υπάρχουν απειλές τεστοστερονικής φύσεως από παιδάκια που τυχαίνει να είναι «άρχες».
Δεν το ξέρω, πάντως βλέπω ότι σιγά σιγά έρχονται ηγέτες με προβλήματα. Μερικές φορές ακόμα και τον Χίτλερ τον βλέπεις σαν μία όχι και τόσο ακραία περίπτωση.
Και τουλάχιστον πιο έξυπνο από αυτούς.
Ναι ρε παιδί μου, κι εν πάση περιπτώσει ήταν ένας. Τώρα αρχίζουν και γίνονται πολλοί. Τότε τουλάχιστον ήταν ένας. Λέμε. Μπορεί να ήταν και παραπάνω, αλλά του έδωσαν αυτού το χρίσμα.
Κι επειδή ο κόσμος έχει γίνει πιο μικρός ασχολείσαι και με εκείνους που είναι πιο μακριά. Στη Νότια Κορέα, παραδείγματος χάρη, μπορεί να ίσχυε ανέκαθεν αυτό το καθεστώς, αλλά επειδή ο κόσμος νοιάζεται, ασχολείται και με αυτό το μέρος.
Κλείνεις μία τρύπα, ανοίγει μία άλλη. Κλείνεις μία τρύπα, ανοίγει μία άλλη. Αυτό είναι κάτι που κάτι άλλο πρέπει να το αλλάξει για να πάψει να υπάρχει.
ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Μέχρι την πρεμιέρα, ο Δημήτρης Ήμελλος δεν είχε δει τα «Χρόνια Πολλά». Βεβαίως, ως δάσκαλος υποκριτικής στο Ωδείο Αθηνών δεν πέρασε στερητικό σύνδρομο. Δύο ταινίες στις οποίες έπαιξε ήταν σχεδόν ταυτοχρόνως στους κινηματογράφους. Η πρώτη ήταν η «Μπλε Βασίλισσα», ένα αστυνομικό θρίλερ, ντεμπούτο του σκηνοθέτη Αλέξανδρου Σιπσίδη. Παρά τις κριτικές, που δεν ενθαρρύνουν το θεατή, έχει άλλη γνώμη. «Για τις συνθήκες που έγινε αυτό το πράγμα, έγινε μέσα σε 18 μέρες, μια χαρά».
Σας αρέσει ο κινηματογράφος.
Ναι, με την έννοια ότι συμμετέχω σε αυτόν μ’ αρέσει. Είναι μία διαφορετική εμπειρία, με την έννοια ότι έχει, πώς να το πω, έχει το δικό της ενδιαφέρον. Εντάξει, δεν μου αρέσει όσο το θέατρο, αλλά στον κινηματογράφο απλώς ο ηθοποιός είναι ένα εργαλείο. Εγώ θα πάω να δω μία ταινία, όπως είναι η «Μπλε Βασίλισσα», ως θεατή. Δε μου ανήκει. Θα πάω να δω μία ταινία.
Τον εαυτό σας πώς τον βλέπετε;
Τον βλέπω ως έναν ηθοποιό. Μπορώ να πω, μου αρέσει δεν μου αρέσει, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι αν η ταινία λέει κάτι. Εμένα αυτό με νοιάζει, να λέει κάτι η ταινία. Είδα μία ταινία τώρα, πρόσφατα, με έναν τρομερό ηθοποιό, που έκανε τον ράφτη… Αχ. Τον «my left foot».
Τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις.
Ναι. Κόλλησα. Είδα την ταινία. Ωραία, έχει πολύ καλούς ηθοποιούς. Γιατί να δω την ταινία; Η ταινία είναι κάτι πέρα από τους ηθοποιούς. Είναι πέρα από τους ηθοποιούς. Πάω να δω έναν πίνακα. Δεν θα κρίνω το κόκκινο χρώμα. Μπορεί να είναι πολύ ωραίο χρώμα. Ο πίνακας ποιος είναι;
Έτσι το κρίνατε ανέκαθεν;
Ναι ναι. Έτσι εκπαιδεύτηκα και το κρίνω, έτσι το βλέπω. Με νοιάζει τι είναι αυτό που συμμετέχω ως ηθοποιός. Τι είναι. Όχι ποιος είμαι εγώ; Το ποιος είμαι εγώ θα το κρίνω μόνο μέσα από αυτό.
Οπότε, αν σας δείτε δεν βάζετε στο μικροσκόπιο τις ερμηνείες σας.
Όχι, όχι. Είκοσι χρόνια είμαι βέβαια ηθοποιός, άσχετα, όμως, αν μπορώ τεχνικά θέματα, που είναι του επαγγέλματος, δεν είναι αυτό που στέκομαι, αλλά τι ταινία είναι αυτή. Όπως και σε μία παράσταση, τι παράσταση είναι αυτή. Τι ζητιέται, τι ψάχνουν.
Είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που ο κόσμος ψάχνει. Είναι μοσχοβίτικη διαδικασία;
Μπορεί, μπορεί.
Μου βγάζει μία ρώσικη ευαισθησία.
Δεν είναι θέμα ευαισθησίας. Είναι θέμα ματιάς. Το λέει κι ο Αριστοτέλης: χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις (σ.σ. ορισμός της τραγωδίας). Όλο, όχι το μέρος. Το μέρος έχει αξία από τη στιγμή που εντάσσεται σε ένα αντάξιο όλο. Και το όλο έχει αξία όταν έχει άξια μέρη. Το όλο παρακολουθώ. Έχει αρχή, μέση, τέλος. Ενώ η ζωή δεν έχει. Είναι φλατ.
Υπάρχει και ταλέντο, όμως, παραστάσεις γίνονται πολλές, πάρα πολλές. Φαντάζομαι, όμως, ότι αν υπήρχε αυτή η λογική σε ένα παιδί που ξεκινούσε, θα ήταν πολύ λιγότεροι οι ηθοποιοί. Ή κάνω λάθος;
Μπορεί να ήταν λίγο πιο σεβαστό το επάγγελμα.
Θα ήταν πιο σεβαστό λέτε, ε;
Επειδή αυτό κατά κάποιον τρόπο αλλάζει τη μορφή της ματαιοδοξίας, δεν την κάνει τόσο ατομική, την κάνει λίγο πιο συλλογική, αλλάζει και λίγο τους προσανατολισμούς στα πράγματα, οπότε κι ο άλλος έρχεται λίγο αντιμέτωπος με το:
Οπότε θα άλλαζε μία σχέση του με τον εαυτό του και θα ήταν λίγο πιο συνειδητός στην κατάσταση. Ας πούμε, αυτό νομίζω ότι υπάρχει σε οποιοδήποτε επάγγελμα. Εγώ έχω βγάλει τη Νομική. Πάω στη Νομική για να γίνω καλός δικηγόρος και να έχω γραφείο με υπαλλήλους και τα λοιπά ή πάω για να συνδράμω τη Δικαιοσύνη στη χώρα; Πάω στην Ιατρική για να έχω κότερο, εξοχικό και τέτοια ή για να ασχοληθώ με τον πόνο του συνανθρώπου μου; Έχει να κάνει με τους λόγους, σε οποιοδήποτε επιτήδευμα καταπιαστείς, διότι ο λόγος σου δίνει την πορεία. Αυτή η πορεία, βέβαια, μπορεί να αλλάζει, να ξεκινάς για το δίκιο και στο δρόμο να πεις, «άσ’ το δίκιο, δεν υπάρχει, έλα να τα κονομήσουμε». Ή να ξεκινήσεις να τα κονομήσεις και να πεις, «κάτσε, τι κάνω;». Υπάρχουν και ανατροπές στην όλη ιστορία.
Μιλήσατε για δύο επαγγέλματα που, όπως ξέρετε, αφού έχετε καταπιαστεί με το ένα από τα δύο, έχουν πολύ διάβασμα. Είναι ευέλικτα και έχουν παραθυράκια. Το κίνητρο του ανθρώπου, όμως, ποιο πρέπει να είναι σε αυτήν την ιστορία; Πώς θα του περάσετε ότι ο κόσμος δεν είναι αυτός που νομίζει, όταν αυτό θα τον κλονίσει; Θα του το περάσετε σταδιακά;
Σταδιακά, ναι.
Στους μαθητές σας πώς το περνάτε;
Με τους μαθητές μου η τάση είναι να έχω μία πορεία μαζί τους, όχι να κάνω ένα μάθημα και να φύγω. Να ξεκινήσουμε μία τριετία, ώστε σιγά σιγά να βάλουμε τα πραγματικά ερωτήματα της δουλειάς μας, μάλλον του λειτουργήματός μας, πέρα από δουλειά είναι ένα λειτούργημα. Και μιλάω για οποιαδήποτε δουλειά. Τους λέω πολλές φορές ότι καμιά φορά ξενυχτάω, μελετώντας κάτι και έχω ξεχάσει να πάρω τσιγάρα και βγαίνω 3 η ώρα τη νύχτα και ο περιπτεράς είναι ανοιχτός. Και παίρνω μία γκοφρέτα ή κάτι και λέω,
Αυτό για μένα είναι πιο σημαντικό από τη δουλειά που κάνω εγώ, στο θέατρο, και περιμένει ο άλλος. Μου προσδίδει κάτι εκείνη την ώρα, μου προσφέρει κάτι που διαφορετικά θα μου ήταν δύσκολο να το βρω αλλού ή θα περνούσα άσχημα.
Είναι μάλλον αναγκαίο.
Σημασία έχει να καρπώνεσαι, αλλά αυτό να ανήκει σε μία ευρύτερη προσφορά, να μην είναι μόνο γύρω από σένα. Και αυτό, νομίζω, φτιάχνει και μία κοινωνία.
Μήπως τα γυμνασιακά χρόνια σας, όταν ήσαστε σε εσώκλειστος σε οικοτροφείο, σας οδήγησαν να δομήσετε τη συγκεκριμένη αντίληψη;
Ίσως να έχει συμβεί και από αυτό. Υπήρξα τρία χρόνια εσώκλειστος, από τα 12 μέχρι τα 15, και επίσης γεννήθηκα σε πολυμελή οικογένεια, 4 παιδιά, και πάντα είχαμε την αίσθηση ότι υπάρχουν κι άλλοι γύρω μας, δεν ήμαστε ποτέ μόνοι.
Διαμένατε στην Αθήνα ως παιδί;
Στην Αθήνα γεννήθηκα, οι γονείς μου ήταν από τη Νάξο, και μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι 4 παιδιά. Μεγαλώσαμε μαζί και όταν πήγα στο οικοτροφείο νόμιζα ότι ήταν μία μεγαλύτερη οικογένεια. Μου άρεσε κιόλας. Σκεφτόμουν, «α, ωραία, θα φύγω κι απ’ το σπίτι», διευρύνθηκε η οικογένεια. Και τώρα, στο θέατρο, που είναι ακόμα πιο διευρυμένη η οικογένεια.
Μήπως τελικά τιμάτε και το επώνυμό σας, που σημαίνει δίδυμος.
Μπορεί.
Υπάρχουν τέτοιες σημειολογίες.
Ναι, ποιος ξέρει. Ή το Δημήτρης, που έχει να κάνει με τη γη, με την ευφορία της, με τους καρπούς. Εν τω μεταξύ, είμαι Δίδυμος στο ζώδιο. Μου αρέσουν τα γειωμένα πράγματα, αυτά που έχουν ρίζα. Για αυτό μου αρέσει η παράδοση, ας πούμε.
Σε κάθε ύφος;
Δεν εννοώ η παραδοσιολαγνεία. Εννοώ ότι κάτι υπάρχει και γεννάει κάτι άλλο και αυτό κάτι άλλο και δεν είναι κομήτης. Δεν είναι κομήτης και έφυγε. Αφήνει κάτι πίσω του. Αυτό εννοώ παράδοση, δεν εννοώ παραδοσιακούς χορούς. Αυτό είναι το εξωτερικό κομμάτι, που ίσως μέσα του υπάρχει κάτι εσωτερικό. Εννοώ την ουσία του θέματος παράδοση, για αυτό εξάλλου ασχολήθηκα και με την παιδεία. Με την εκπαίδευση. Διότι αυτό δημιουργεί παράδοση.
Εδώ (σ.σ. στο Ωδείο Αθηνών) τι διδάσκετε; Διδάσκετε κάτι συγκεκριμένο;
Υποκριτική.
Όχι κάποιο μέρος της υποκριτικής.
Όχι, όχι. Θέατρο διδάσκουμε όλοι και προσπαθούμε να μεταφέρουμε στην πραγματικότητα -αυτό κάνουν νομίζω οι δάσκαλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- άθελά μας το λόγο που ασχοληθήκαμε με το θέατρο.
Δε σας ενδιέφερε στην αρχή.
Συνέβη αυτό, συνέβη. Όταν αντιλήφθηκα ή συνάντησα τους ανθρώπους εκείνους που με έκαναν να πιστέψω ότι αυτό δεν είναι στον αέρα.
Τον Στάθη Λιβαθηνό, ας πούμε.
Από εκείνον ξεκινώντας, μετά γνώρισα τους δασκάλους του, τους Ρώσους (Νικαλάι Καρπόφ, Ιρίνα Πραμπτόβα) και είδα ότι αυτό το πράγμα είναι σάρκα, οστά, έχει σχεση με εσένα, δεν είναι γενικά ταλέντο. Δε σημαίνει ότι δεν χρειάζεται, αλά δεν είναι αυτό που λέμε γενικά, διότι αυτό θεωρούσα ότι δεν μετριέται, δεν κοστολογείται, ότι είναι κάτι αόριστο, άρα, είπα, είναι υποκειμενικό εντελώς. Αλλά μετά μπήκα και είπα, δεν είναι κάτι υποκειμενικό. Έχει εργαλεία. Έχει ψαλίδι, χαρτί.
Της χειρωνακτικής, δηλαδή.
Ναι, μου αρέσει το χειροποίητο πράγμα, δε μου αρέσει το βιομηχανικό ή του αέρα. Όπως διάβασα και στον Ελύτη, πρέπει να είναι το ένα πόδι στη γη και το άλλο στον ουρανό για να πατάς απάνω της.
Οπότε χρειάζεται μία ισορροπία. Αυτήν την ισορροπία, την αναζήτησή της, γνώρισα, ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη, ανάμεσα στη ζωή και το θέατρο, ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Ανάμεσα στο παιχνίδι και την επιστήμη, όπως έχετε πει. Ότι το θέατρο είναι ένα παιχνίδι, αλλά και μία επιστήμη.
Και μάλιστα λέω στους μαθητές, είναι ένα παιχνίδι για μεγάλους. Είναι παιχνίδι, αλλά είναι για μεγάλους.
Πρέπει να μην ψαρώσεις από την ιερότητα που έχεις στο μυαλό σου, να μπεις ως μέρος του πράγματος.
Αυτό είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα που λέτε. Δηλαδή, τι εννοώ. Αυτήν την ιερότητα. Νομίζω ότι είμαστε πολύ δήθεν. Είναι άλλο η ιερότητα, η οποία έχει να κάνει με τη σχέση μας με τα πράγματα και άλλο ότι είναι κάτι ιερό, επειδή έχουμε συμφωνήσει ότι είναι ιερό, το οποίο μας κάνει να μη βλέπουμε, να μην αμφισβητούμε, να λέμε ψέματα στον εαυτό μας, να υποκρινόμαστε, με ασπίδα κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν συμμετέχουμε και δεν καταλαβαίνουμε. Αυτή η ιερότητα είναι, όπως το έλεγε ο Λευτέρης ο Βογιατζής, θεία προχειρότητα. Δεν είναι θεία, είναι προχειρότητα. Και δεν είναι προχειρότητα, είναι θεία.
Βέβαια είναι τρομερό σε πόσο απόλυτο βαθμό ισχύει ότι όταν η μάζα πιστεύει κάτι αυτό είναι λάθος. Είναι τρομερό, διότι συμβαίνει σε όλα τα πράγματα.
Γιατί η μάζα δεν έχει πρόσωπο. Είναι απρόσωπη. Όταν αποκτά πρόσωπο έχει ευθύνη, έχει λόγο, έχει γνώμη. Και για αυτήν τη γνώμη δεν υπάρχει σωστό και λάθος, είναι γνώμη. Ενώ η μάζα δεν έχει γνώμη. Οπότε αναγκαστικά κάνει λάθος, αφού δεν έχει γνώμη. Όποια και αν έχεις, αν έχει γίνει προϊόν πεποίθησης, εμπειρίας, αποστάγματος ζωής, δεν είναι λάθος. Διότι είναι η δική σου. Όπως είναι η δική μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι συμπίπτουμε. Λάθος είναι από τη στιγμή που δεν είναι δικό μου. Και η μάζα δεν έχει κάτι δικό της.
Στη Μόσχα (σ.σ. το 1996 εντάχθηκε στη Θεατρική Ακαδημία) πώς πήγατε; Σας έπεισαν να πάτε; Πήγατε εύκολα;
Συνάντησα, σας είπα, τον Λιβαθηνό, τους Ρώσους, παράτησα τη Νομική.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Αυτό ήταν. Η απόφαση να γίνει ηθοποιός μέσω Μόσχας έφερε το άδηλον του μέλλοντος στο μυαλό του δικηγόρου πατέρα του. Τα δικά τους ‘Χρόνια Πολλά’. “Έγινε η σύγκρουση του αιώνα. Και φυσικά έγινε, διότι, πώς να σας το πω, ήταν έτοιμα τα πράγματα ρε παιδί μου. Δηλαδή ήμουν ήδη 5 χρόνια στη Νομική, πήγαινα για πτυχίο, το γραφείο περίμενε, ήταν όλα έτοιμα”.
Ήσαστε καλός φοιτητής;
Σχετικά ναι. Δεν με τράβαγε, όμως, αυτό το πράγμα, δεν με ερέθιζε σε σχέση με κάτι άλλο. Το έκανα κατά κάποιον τρόπο ως επιλογή, επειδή το έκανε ο πατέρας μου. Αυτό λέω ότι δεν ήμουν εγώ. Μπορεί να υπήρχα καλώς εκεί, αλλά δεν ήμουν εγώ. Επειδή συνάντησα, λοιπόν, αυτό το πράγμα, που μου είπε, «σημασία έχει τι είσαι εσύ και κάνε αυτό που θες εσύ», τότε άλλαξα και είπα, «κάτσε ρε συ, γιατί να γίνω κάποιος άλλος;». Και, μάλιστα, το έχω πει και κάπου αλλού, τον πατέρα μου, επειδή με έφερνε στο γραφείο, μου έδειχνε τη δουλειά του, βοηθούσα κιόλας, για να μαθαίνω κι εγώ, έβλεπα, ενώ το έκανε για να με έλξει στη δουλειά του, μπροστά μου έναν ευτυχισμένο άνθρωπο. Και λέω αυτό (δείχνοντας τον αόρατο πατέρα του) θέλω να γίνω. Και λέω, αυτός είναι ευτυχής. Δεν ξέρω αν είναι έτσι, αλλά αν γίνω αυτό θα είμαι ευτυχισμένος. Και έψαχνα να βρω αυτήν την ευτυχία -κι ας ήταν πλασματική. Με αυτό που έκανε ο άνθρωπος, ήταν ευτυχισμένος. Δεν του ήταν αγγαρεία, ποτέ δεν έβρισε τη δουλειά του, όταν πήρε σύνταξη έπαθε κατάθλιψη ας πούμε.
Δεν το ‘κανε για τα χρήματα, δεν το ‘κανε για να βγάζει λεφτά. Έβγαζε λεφτά, αλλά δεν το ‘κανε για αυτό.
Η μητέρα σας πώς το αντιμετώπισε;
Πιο θετικά. Και φυσικό ήταν, προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία, είχε πιο καλλιτεχνική φύση. Από το χωριό της, την Απείρανθο, είναι πιο καλλιτεχνική η ρίζα των ανθρώπων. Της άρεσε πιο πολύ.
Σας παρότρυνε;
Δεν παρότρυνε, αλλά δεν ήταν αντίθετη. Ίσα ίσα, της άρεσε, πιο κρυφά, πιο ύπουλα, αλλά της άρεσε. Με βοήθησε κιόλας.
Οι Ρώσοι πάντα έχουν μία περίεργη ευαισθησία, που δεν την ανακαλύπτεις.
Άλλοι οι Ρώσοι τότε, άλλοι τώρα. Πήγα επί Γέλτσιν. Όταν πήγα αργότερα είδα άλλους Ρώσους. Η μάσκα τους είναι αυτή πια, μπήκαν σε μία υπερκαπιταλιστική λογική. Συνάντησα, ένα λαό, ένα πολιτισμό, ο οποίος είναι πάρα πολύ συγγενής με εμάς στη βάση και στην ουσία του, είναι Ορθόδοξοι, που σημαίνει ότι είναι πιο ανοιχτοί, το φως το αναζητάνε, δεν είναι δυτική Ευρώπη, είναι κάτι άλλο, εγώ Ορθοδοξία το ονομάζω αυτό. Είναι μία τεράστια αυτοκρατορία, που γνωρίζει ότι είναι μία αυτοκρατορία και ότι οι άνθρωποι είναι μικροί.
Έζησα αυτήν την αντίθεση και ήταν πολύ διαφωτιστική.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που πήρατε μαζί σας από εκεί;
Ότι όποιος δάσκαλος και να είναι, εκκίνησης, τραγουδιού, φωνής, χορού, όποιος κι αν είναι, αυτό το οποίο έκανε ήταν θέατρο. Δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο να ασχολείσαι που να μην έχει θεατρική αξία. Αν δεν έχει θεατρική αξία, τότε είναι χορός. Αν δεν έχει θεατρική αξία, είναι γυμναστική. Αλλά ό,τι κι αν κάνεις, είτε γυμναστική είτε χορό είτε τραγούδι, ό,τι, πρέπει να έχει θεατρική αξία. Αυτό ήταν το ζητούμενο. Άρα όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Χωρίς να χρειάζεται να το αποσαφηνίσεις. Φανταστείτε ένα σχολείο που όταν κάνεις μαθηματικά να καταλαβαίνεις λογοτεχνία και όταν κάνεις λογοτεχνία να καταλαβαίνεις μαθηματικά.
Μα η φιλοσοφία διαλύθηκε όταν σταμάτησε να συντροφεύει τα μαθηματικά, των οποίων ήταν παιδί.
Ναι, ναι, ακριβώς. Δεν έχει αξία να είσαι μαθηματικός, αν δεν είσαι σκεπτόμενος και φιλόσοφος.
Το ομαδικό πνεύμα, που είπατε.
Και αυτό, αλλά και η ενότητα των πραγμάτων. Η ζωή είναι μία, εμείς την κατακερματίζουμε, γιατί νομίζουμε ότι έτσι θα την καταλάβουμε. Θα καταλάβουμε το μέρος της, αλλά αν την καταλαβαίνεις μόνο σαν μέρος, τότε την καταλαβαίνεις ψεύτικα. Η αλήθεια είναι όταν αυτό το μέρος το βλέπεις σε σχέση με ένα όλο. Δεν μπορείς να μελετήσεις ένα μέρος του σύμπαντος για να το καταλάβεις. Πρέπει να μελετήσεις το όλο, διότι έχει τους δικούς του κανονισμούς και το μέρος μπορεί να έχει εντελώς διαφορετικούς. Το θέμα είναι το άνοιγμα, να βλέπεις σαν ένα σύνολο πραγμάτων. Για αυτό και η εξειδίκευση των ανθρώπων στην πραγματικότητα τους αποσπά, τους κάνει να μην είναι μέτοχοι του όλου.
Η εξειδίκευση στοίχισε σε ό,τι αφορά τα φωτεινά μυαλά που θα μπορούσαν να υπάρχουν.
Άλλο η γνώση και άλλο η πληροφορία. Η γνώση αφορά στη σύνδεση των πραγμάτων. Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει σε ένα χωριό όλη τη ζωή του μπορεί να ξέρει πολύ βαθύτερα τα πράγματα από έναν που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Αυτό είναι και η απόσταση. Και η παιδεία και η τέχνη και η επιστήμη έχουν προορισμό τη γνώση, αλλά όχι την πληροφορία. Στα υψηλά κλιμάκιά της, η επιστήμη έχει φιλοσοφική υπόσταση τώρα πια, λειτουργεί καλλιτεχνικά.
Φέρνει άγνοια και αναζήτηση, ενώ η πληροφορία φέρνει συρτάρωση των πραγμάτων και αρχειοθέτησή τους.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γνώση είναι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο που μας άρεσε αλλά δεν είχαμε την ευκαιρία να το ανακαλύψουμε. Έπρεπε να περιμένουμε την επόμενη φορά για να το ακούσουμε. Ή ακούς για τον Μινωτή, παραδείγματος χάρη. Παραμένει ιερό τέρας επειδή δεν έχουμε την ευκαιρία να τον βλέπουμε όποτε θέλουμε. Θα μπορούσε να απομυθοποιηθεί.
Το να απομυθοποιηθεί κάποιος σημαίνει να μην μπαίνει στη σύγκριση. Όχι να πάψει να είναι άξιος. Αυτή είναι η απομυθοποίηση, όχι να μην είναι μύθος. Για μένα έχει σημασία να έχω μύθους.
Ποιοι είναι οι δικοί σας;
Αυτός είναι ένας. Φυσικά και είναι, όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, από τον Μότσαρτ ως τον Αισχύλο, με τα έργα των οποίων έχουμε έρθει σε επαφή, όχι με τους ίδιους, ή με τις ζωές τους, όπως τις ξέρουμε. Μύθος, όμως, παράλληλα είναι κι ο παππούς μου. Τον έχω κατατάξει μέσα μου, αποτελεί μία μνήμη η οποία είναι δημιουργική, δεν είναι μνήμη κατάψηξης. Σημασία έχει να μην είναι κατεψυγμένα τα πράγματα.
Μνήμη κατάψυξης τι είναι;
Εκείνη που μένει στη μορφή της πληροφορίας, όχι αυτή που σου γεννά απορίες, την συσχετίζεις, επεμβαίνει μέσα στη ζωή σου και την χρησιμοποιείς. Αλλά είναι στο συρτάρι. Θυμάμαι τον παππού μου, ήταν 80 χρόνων, πηγαίναμε στο χωριό, έπεσε και είπα, «πάει, σκοτώθηκε». Και κάνει μία έεετσι με τα χέρια του πάνω, σηκώνεται ο γίγαντας και λέω, «αυτός ο άνθρωπος δεν θα πεθάνει ποτέ». Όταν πέθανε, λοιπόν, απλά δεν το πίστευα. Είναι ψέμα, έτσι είπα. Αυτό είναι ο μύθος, έτσι;
Το «Δέκα» (τηλεοπτική σειρά από μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση) είχε επιτύχει;
Ναι, ήταν επιτυχημένο για την εποχή του και νομίζω ότι ξαναέφερε κόσμο στην τηλεόραση ο οποίος είχε απομακρυνθεί. Τον κόσμο που κάποτε έβλεπε πια τηλεόραση και την είχε πια πετάξει, τον έκανε να ξαναδώσει ραντεβού μαζί της Τρίτη ή Τετάρτη βράδυ.
Το απολαύσατε, μου φαίνεται.
Το απόλαυσα πολύ γιατί ήταν κινηματογραφικό το γύρισμα, ήταν θίασος, είχε χώρο, συνάδελφοι από το θέατρο. Ήταν χώρος που σχεδόν άλλαζες εποχή όταν τον έβλεπες, είχαμε κότες, σκυλιά. Και ήταν μία απόδραση από το σήμερα για εμάς.
Τι τηλεόραση έχετε κάνει από τότε;
Έπαιξα δύο τρία επεισόδια στον «Καρυωτάκη», έκανα ένα επεισόδιο με τον Βασίλη (σ.σ. Χαραλαμπόπουλο) στο «Με λένε Βαγγέλη», που μου το είχε ζητήσει, πιο πολύ φιλικές συμμετοχές.
Σας αφήνει αδιάφορο η τηλεόραση;
Δε με αφήνει αδιάφορο, μου είναι δύσκολο να συνταιριάξω τους χρόνους, είναι ένα μέσο που θέλει τον ηθοποιό. Τον ζητάει. Εγώ, τουλάχιστον, δεν μπορώ να το συνδυάσω.
Δεν βάζετε τίποτα μπροστά στο θέατρο.
Βάζω οτιδήποτε μπορεί να έχει σχέση με αυτό. Ακόμα και τηλεόραση.
Θα κάνατε κάτι καλό χωρίς να κάνετε θέατρο.
Ναι, θα έκανα. Δυστυχώς δεν ξέρω να κάνω και κάτι άλλο τώρα πια. Θα μου άρεσε να έχω λίγο πιο πρόχειρη σχέση, να πω, αλλάζω δουλειά.
Τι θα θέλατε να γίνετε;
Πάντα ζήλευα τους νταλικέρηδες. Να ήμουν σε μία νταλίκα στην Ευρώπη και να ταξιδεύω. Τους ναυτικούς, κάποιοι που έχουν το δικό τους κόσμο. Ένα ταξίδι. Ίσως επειδή είμαι και από τη Νάξο μου άρεσε πάντα.Το πρώτο επάγγελμα που ήθελα να κάνω ήταν ναυτικός.Το πρώτο που γνώρισα. Κατέβαινα στη Νάξο και ήξερα ότι υπήρχαν άνθρωποι που συνέχιζαν το ταξίδι τους, έλεγα, «ωραία δουλειά είναι αυτή».
Το καλοκαίρι έχει Επίδαυρο, κάτι;
Το καλοκαίρι όχι, έχω μία παράσταση που θα κάνω με τον Αργύρη Ξάφη και τον Κώστα Μπερικόπουλο, στις «Δούλες» του Ζενέ, το φθινόπωρο. Και μετά από αυτή έχω μία ταινία με τη Σόνια Κέλτερμαν, που θα κάνουμε τον «Ράφτη». Για αυτό είδα και την ταινία με τον Λιούις («Phantom Thread»), για λόγους που έχουν σχέση με το επάγγελμα. Να δω τι κάνουν.