Διάφανα νερά, κάτασπρα ρούχα, ντεμοντέ χτενίσματα κομμωτηρίου, μπάντες με βιολιά, σαντούρια και λαούτα. Τιρκουάζ καρέκλες καφενείου, κόκκινα καΐκια, τενεκέδες με κατιφέδες και γεράνια. Μοντέρνα κορίτσια με μίνι φούστες και νέοι με τζιν παντελόνια που χορεύουν κυκλικούς, αντικριστούς ή free-style χορούς. Αυτές είναι μερικές εικόνες που περνούν μπροστά από τα μάτια μου όταν πληκτρολογώ ως όρο αναζήτησης τα «νησιώτικα» στο YouTube και το αφήνω να περνάει από το ένα βίντεο στο άλλο, σε αυτόματη αναπαραγωγή. Όλοι μας (ή σχεδόν όλοι) έχουμε χορέψει κάποιον νησιώτικο ρυθμό σε πανηγύρια ή γιορτές. Τι γνωρίζουμε, όμως, γι’ αυτό το είδος μουσικής;
Το πρώτο τραγούδι από το Αιγαίο που γνώρισε όχι απλώς πανελλήνια, αλλά διεθνή δόξα δεν είναι άλλο από το –με απόφαση εισαγγελέα, καθώς ανέκυψε ζήτημα πνευματικής ιδιοκτησίας– καλυμνιώτικο Ντιρλαντά. Το καλοκαίρι του 1970, η ιταλικής καταγωγής, γεννημένη στην Αίγυπτο, τότε ήδη «πολιτογραφημένη Γαλλίδα» Νταλιντά κυκλοφόρησε μια glocal διασκευή του, το Darla Dirladada. Στη Γαλλία έφτασε στην πρώτη θέση των τσαρτ και η μετέπειτα αυτόχειρας σταρ το ηχογράφησε επίσης στα γερμανικά, στα αγγλικά και στα ιταλικά. Συνδύασε τον παγκόσμιο σύγχρονο ήχο (global) με το τοπικό άρωμα του Αιγαίου (local), ένα πείραμα που τότε εντάχθηκε υπό το παρασόλι της φιούζιον/έθνικ μουσικής. Το συγκεκριμένο τραγούδι, που πολλοί το έμαθαν από την εκδοχή του Διονύση Σαββόπουλου το 1969, διασκευάστηκε εκτενώς από ξένους καλλιτέχνες. Γνώρισε επιτυχία από τη Φινλανδία έως το Ισραήλ και έγινε ένα εξωτικό κομμάτι της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας. Ανάμεσα σε όσους το είπαν στα εβραϊκά, ίσως να ξεχωρίζει η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ, η οποία με την έμφυτη χάρη και ένα «όπα» της το απογείωσε.
Εβίρα μια: Η ληξιαρχική πράξη γέννησης των νησιώτικων
Τα τραγούδια που πλέον αναγνωρίζουμε ως νησιώτικα, δηλαδή ως ένα διακριτό μουσικό είδος, ταξίδευαν λοιπόν στο εξωτερικό με όχημα –όσον αφορά τη μέινστριμ επιτυχία και όχι τους κύκλους των μουσικολόγων, των λαογράφων ή του «απόδημου νησιωτισμού»– ένα πιασάρικο,παραδοσιακό τραγούδι από την Κάλυμνο. Παράλληλα, η Νάνα Μούσχουρη, το 1984, στο άλμπουμ της Athina τραγουδούσε με μοντέρνα ενορχήστρωση την Ψαροπούλα και τη Σαμιώτισσα και κασέτες με «τουριστικά», που περιλάμβαναν παραδοσιακά τραγούδια από μέρη του Αιγαίου, πωλούνταν στα περίπτερα της Ομόνοιας και όπου αλλού θα τα έβρισκαν οι τουρίστες. Στην Ελλάδα, το μέγκα χιτ το έκαναν βέβαια το 1982, με την κυκλοφορία του δίσκου Νησιώτικα του Γιάννη Πάριου.
Μέσα σε μία εβδομάδα από την κυκλοφορία του, πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα και υπολογίζεται ότι έφτασε τις 800.000. Τον συγκεκριμένο αριθμό κάποιοι τον διπλασιάζουν. Το άλμπουμ περιλάμβανε 24 κομμάτια, τραγουδισμένα συνοδεία μιας κομπανίας στην οποία συμμετείχαν μέλη της οικογένειας των Κονιτοπουλαίων, η οποία αποτελεί, διαχρονικά, την πιο διάσημη μουσική οικογένεια της Νάξου. Ανάμεσά τους η τότε 15χρονη Στέλλα Κλουβάτου, η οποία έπειτα πήρε για «καλλιτεχνικό» το επώνυμο της μητέρας της και έγινε Κονιτοπούλου. Τα τραγούδια πλασαρίστηκαν ως «βέρα νησιώτικα», με τον τροβαδούρο του έρωτα και της αγάπης να τα αναφέρει στο σημείωμα του δίσκου ως τα τραγούδια της κούνιας του. Όσο κι αν φαίνεται «κουφό», αυτός ο δίσκος αποτέλεσε κάτι σαν ληξιαρχική πράξη γέννησης των νησιώτικων ως διακριτού, αναγνωρίσιμου μουσικού είδους. Μα δεν υπήρχαν από πριν;
Ο δρ Παναγιώτης Πανόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αναφέρει σε άρθρο του ότι δεν διαμορφώθηκε ποτέ στον χώρο του Αιγαίου κάποια ενιαία μουσική συνείδηση ή αίσθηση κοινής μουσικής ταυτότητας, που να ένωνε σε ενιαίο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά τις τοπικές μουσικές εκφράσεις. Από την άλλη, συμπληρώνει πως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αναζητηθούν, εκ των υστέρων, κοινά στοιχεία σε αυτές. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι τα νησιώτικα, που σήμερα τα αντιλαμβανόμαστε ως ένα διακριτό είδος μουσικής, αποτελούν μια πολύ επιτυχημένη επινοημένη μουσική παράδοση, που προέκυψε από την ομογενοποίηση των διαφορετικών αν και συγγενικών μουσικών εκφράσεων κάθε κοινότητα, ξεχωριστά. Και αυτό παρότι υπήρχε ενδοεπικοινωνία μεταξύ των κοινοτήτων, ενώ επιρροές εντοπίζονται τόσο από την αστική μουσική όσο και από γειτονικούς και μη, δυτικούς και μη, πολιτισμούς.
Αφού βάλαμε τα πράγματα σε μια σωστή βάση, λοιπόν, επανερχόμαστε στα Νησιώτικα του Πάριου. Το αποτύπωμα του συγκεκριμένου δίσκου είναι εκείνο που αφήνει πίσω της μια μουσική φρενίτιδα, μια μουσική τρέλα ανάλογη της Lambada (των Kaoma, το 1989) ή της Macarena (των Los Del Rio, το 1995). Ο Πάριος έκανε τα νησιώτικα μπάνγκερ ποπ χιτ. Μπορούμε όμως να πούμε ότι έφερε την άνθηση του (επινοημένου) νησιώτικου τραγουδιού; Μάλλον όχι, καθώς ο δίσκος του δεν προκάλεσε μια μαζική στροφή των συναδέλφων του στο νησιώτικο τραγούδι – το 1989, η Γλυκερία κυκλοφόρησε τον διπλό δίσκο Βόλτα στην Ελλάδα με 28 νησιώτικα και δημοτικά, αλλά δεν βγήκαν άλλα πρότζεκτ με μαζική επιτυχία ανάλογου μεγέθους.
Ο Πάριος κυκλοφόρησε το 1992 Τα Νησιώτικα 2 και το 2002 τον δίσκο Μια βάρκα να πας απέναντι. Με επιτυχία μεν, αλλά χωρίς τον μεγάλο ντόρο που σήκωσαν τα πρώτα Νησιώτικα. Το 1994, σουξέ έκανε η Στέλλα Κονιτοπούλου με το χρυσό της άλμπουμ Ένα με τη θάλασσα (στην Κύπρο έγινε πλατινένιο). Τα νησιώτικα έγιναν ξανά μπάνγκερ χιτ. Αυτή τη φορά, πάντως, υπήρχε μια διαφορά. Ήταν νησιώτικα ως προς τον τρόπο ερμηνείας, τις μουσικές κλίμακες και τη θεματολογία των στίχων τους. Ήταν νησιώτικα ως είδος, αλλά δεν ήταν παραδοσιακά. Ο πιο σωστός τρόπος θα ήταν να τα περιγράψουμε ως νεονησιώτικα, καθώς έφεραν την υπογραφή επώνυμων δημιουργών. Τη συνταγή της εμπορικής επιτυχίας της Κονιτοπούλου –που δοξάστηκε με εξώφυλλα σε περιοδικά, λαϊφστάιλ συνεντεύξεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις σε μεγάλα σόου– επιχείρησαν να ακολουθήσουν και άλλοι συνάδελφοί της, συνήθως με βέρα νησιώτικη καταγωγή. Δεν γνώρισαν, ωστόσο, την ίδια επιτυχία.
Εβίρα δυο: Αιγαιοπελαγίτικη τουρμποφόλκ
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, άρχισε να παρατηρείται ένα ακόμη φαινόμενο: ποπ τραγούδια με ένα «άγγιγμα παράδοσης Αιγαίου» –στη μουσική, στην ενορχήστρωση, στον τρόπο ερμηνείας– να γίνονται επιτυχίες. Την αρχή έκαναν τα Κακά Κορίτσια με το τραγούδι τους Ξαναγεννήθηκα, που το 1996 παρέμεινε επί επτά εβδομάδες στην κορυφή των ραδιοφωνικών τσαρτ της χώρας. Την ίδια εποχή και λίγο πιο μετά, μέσα στη δεκαετία του 2000, παρατηρείται έκρηξη παραγωγής πολύ πειραγμένων διασκευών και ριμίξ (τρανς, ρέιβ, χάουζ, γιουροτράς και άλλων ειδών ηλεκτρονικής κυρίως, αλλά όχι μόνο, μουσικής) σε σκοπούς όπως ο ικαριώτικος ή ο πεντοζάλης. DJ και μουσικοί παραγωγοί φέρνουν τα νησιώτικα στα μέτρα και στα σταθμά που τους επιτρέπουν να χορευτούν στα κλαμπ μαζί με τα λαϊκοπόπ, έντεχνα και ξένα χιτ του τότε σύγχρονου καιρού. Χαρακτηριστικό και επιτυχημένο καλλιτεχνικά παράδειγμα αυτής της τάσης είναι η ρέιβ σούστα Τι λείπει του Νίκου Πορτοκάλογλου, που ερμήνευσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη το 2001.
Το κοινό στο οποίο απευθύνονται τέτοια εγχειρήματα δεν είναι μόνο «γηγενές». Φαίνεται σαν να στοχεύουν επίσης στον τουρισμό της προολυμπιακής, προμνημονιακής Ελλάδας ή στο να μπουν στα compilations που κυκλοφορούν τα μεγάλα κλαμπ. Αλλά και να κάνουν επιτυχία στην αγορά των Βαλκανίων, στην οποία ανθούν η τουρμποφόλκ και άλλα glocal μουσικά είδη.
Η ίδια, πάνω-κάτω, περίοδος συμπίπτει με τη δημοφιλία των ζωντανά ηχογραφημένων δίσκων που περιλαμβάνουν, πολύ συχνά, νησιώτικα τραγούδια ή κάποιο νησιώτικο μέντλεϊ. Η Δέσποινα Βανδή αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη έκφραση αυτής της τάσης. Στον διπλό δίσκο της Live του 2003, που έγινε πλατινένιος στην Ελλάδα και στην Κύπρο, τραγούδησε κάποια νησιώτικα τραγούδια με τη δική της «ποπ-με-ερωτηματικό» τοποθέτηση φωνής. Έπειτα, μέσα στα χρόνια, κυκλοφόρησε ένα σερί από «ποπ-με-ερωτηματικό» τραγούδια με έντονο αιγαιοπελαγίτικο χρώμα (Το νησί, Γυρίσματα κ.ά.). Χάρη στη δημοφιλία της, πέτυχε να περάσει τον νησιώτικο ήχο σε μια γενιά που, δίχως τη συμβολή της, ίσως να τον θεωρούσε βαρετό, παλιακό και επαρχιώτικο. Και βέβαια, πριν από μία δεκαετία, η sui generis διασκευή που επιφύλαξαν οι Locomondo, πρωτομάστορες της εντόπιας ρέγκε σκηνής, στον Ικαριώτικο έγινε μπάνγκερ.
Παράλληλα, διαχρονικά, στο πεδίο της έντεχνης μουσικής και των συναυλιών, μια αρμάδα από σόλο καλλιτέχνες, κομπανίες και λοιπά μουσικά σχήματα (που κατά περίπτωση δημιουργούνται στο πλαίσιο τοπικών συλλόγων που λειτουργούν σαν θεματοφύλακες της «αυθεντικής νησιώτικης μουσικής παράδοσης») αποτέλεσαν, και συνεχίζουν να αποτελούν σταθερά μια «νησιωτική συνιστώσα» της ελληνικής ποπ κουλτούρας. Φιλοξενούνται σε εκπομπές στην τηλεόραση, τόσο καθαρά ψυχαγωγικού προφίλ όσο και «τέχνης και λόγου», και γνωρίζουν ευρεία, αν και όχι κατ’ ανάγκη μαζική δημοφιλία.
Εβίρα τρεις: Γλέντια, γάμοι και Ίνσταγκραμ
Τα τραγούδια που δίνουν περιεχόμενο και σημασία στη ζωή μας δεν είναι, βέβαια, μόνο εκείνα που δισκογραφούνται, που παίζονται στις μεγάλες συναυλίες και στο ραδιόφωνο ή είναι διαθέσιμα στο YouTube και στις πλατφόρμες στρίμινγκ. Είναι και όσα τραγουδιούνται-χορεύονται από καρδιάς σε γάμους, γλέντια, πανηγύρια. Σχεδόν δεν νοείται να μην τραγουδηθεί, έστω ως δεύτερη φωνή στον Πάριο που ακούγεται από το Spotify, το Σήμερα γάμος γίνεται πριν από μια παντρειά. Σχεδόν δεν νοείται να ανέβει story στο Ίνσταγκραμ από πανηγύρι, στεριανό ή νησιώτικο, χωρίς μουσική υπόκρουση τον Ικαριώτικο.
Τα νησιώτικα, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, παίρνουν likes δίπλα σε δημοφιλή καλοκαιρινά hashtags, όπως το #happynation και το #islandlife. Σε κάθε τους εκδοχή, επινοημένα παραδοσιακή, νεονησιώτικη, ποπ, ριμιξαρισμένα, τραγουδισμένα ένρινα με όλα τους τα ημιτόνια ή με γαλλικό αξάν, αποτελούν το πιο παραγνωρισμένο καλτ κομμάτι της ελληνικής ποπ κουλτούρας.
Κείμενο του Παναγιώτη Κούστα στην “Καθημερινή”