Κάθε μικρή κοινωνία έχει τις δικές της ξεχωριστές ιστορίες. Όπως αυτή που έρχεται από την Απείρανθο και αφορά στιγμιότυπα ή μάλλον τη ζωή του Αντώνη Μπαρδάνη, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή κλείνοντας ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για το ωραιότερο χωριό της Νάξου
Μικρές ιστορίες… Βγαλμένες μέσα από την καθημερινότητα. Γραμμένες με σεβασμό προς την κοινωνία, την παρέα, τους γνωστούς και φίλους. Που στόχο έχουν να αναδείξουν αυτά που όλοι λατρεύουμε να βλέπουμε, να αισθανόμαστε και να κουβαλάμε στη ψυχή μας… Αυτό το κείμενο του Δημήτρη Νανούρη από την Εφημερίδα των Συντακτών έχει αυτό το ρόλο… Να μεταφέρει εικόνες που δύσκολα πλέον θα συναντήσουμε. Που έρχονται από το παρελθόν, το οποίο μοιάζει τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά. Και αφορά ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπημένο στην Απείρανθο. Που κουβάλησε τον δικό του σταυρό και σήμερα μας κοιτάζει όλους από ψηλά ελπίζοντας ότι άφησε το στίγμα του στο πιο όμορφο χωριό της Νάξου…
Τίτλος του άρθρου; «Οι θερμοπύλες του Αντώνη Μπαρδάνη» και το διαβάζετε με προσοχή….
«Ρυθμό, τόνο και πνοή στα μαγαζιά δίνει αναμφίβολα η προσωπικότητα του καταστηματάρχη. Ιδίως στα ξενυχτάδικα η μενταλιτέ του αφεντικού διαχέεται σε κάθε γωνιά, σαν μυστικός ιστός, καθορίζοντας τον διάκοσμο, τη μουσική, το μενού –ό,τι βλέπουμε, ακούμε και γευόμαστε δηλαδή–, παγιδεύοντας ταυτοχρόνως τους θαμώνες στον κώδικα επικοινωνίας, την ατμόσφαιρα και το φως που πηγάζει απ’ την ψυχή του –ό,τι νιώθουμε, μ’ άλλα λόγια. Ο Αντώνης είχε πλήρη συναίσθηση της άνωθεν αρχής. Προτού προικίσει το μαγαζί με τον χαρακτήρα του είχε φροντίσει να ταυτιστεί απολύτως ο ίδιος μ’ αυτό, αν εννοείτε.
Αναντάν μπαμπαντάν ιδιοκτήτης. Επί συναπτά έτη ο γέρος του διατηρούσε στο ισόγειο του κτιρίου καφενείο που μετατρεπόταν άλλοτε σε ταβέρνα. Έμεναν από πάνω. Μεγάλωσε στη θολή του αίθουσα συντροφιά με τα γερά ποτήρια του χωριού που του άνοιξαν εναργώς τους ορίζοντες. Έχασε πρόωρα και τους δυο του γονείς. Χαίνουσα πληγή, αγιάτρευτη, ωστόσο, απετέλεσε ο θάνατος του πρεσβύτερου και μονάκριβου αδελφού, του Γιάννακα, από τροχαίο στα είκοσι δύο. Εν επιγνώσει επέλεξε να φυλάξει τις οικογενειακές Θερμοπύλες.
Συνειδητά επίσης δεν έδωσε όνομα στο μαγαζί. Σπάω το κεφάλι μου, αλλά δεν θυμάμαι ταμπέλα. Το ίδιο κι οι φίλοι στους οποίους απευθύνθηκα. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. «Πάμε στου Αντώνη», έλεγαν όλοι. «Στου Κασέλα και του Καρεκλά», παρωνύμια που κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του ή «στου Κάρεν και του Ράσελ», δικά του ξενοπρεπή παρατσούκλια. Άνοιγε κατά τις πέντε. Σκούπιζε και καθάριζε· όχι σχολαστικά. Ο χώρος παρέμενε ανέκαθεν επιμελώς παραμελημένος. Από στιλ. Απολάμβανε το καφεδάκι του καπνίζοντας και διαβάζοντας, αθλητική πάντοτε, εφημερίδα. Ιεροτελεστία την οποία σεβόταν η απογευματινή πελατεία, που κατέφθανε σιγά σιγά. Άνδρες μεγαλούτσικοι στη ηλικία καταπιάνονταν θορυβωδώς με το τάβλι και την πρέφα.
Έψηνε χταπόδι στο στενό τα καλοκαίρια. Να σου φεύγει η μύτη. Επανερχόταν στη θέση της μ’ ένα ουζάκι. Οι χωριανοί θεωρούν την Πλάτσα ομφαλό της Γης. Τόπος πράγματι ειδυλλιακός με ισχυρό μαγνητισμό μάλιστα. Στ’ Απεράθου τον Αύγουστο γινόταν χαμός, αλλά ο Ράσελ νωρίς έμενε σχεδόν άδειος. Αναρωτιόσουν γιατί. Η απορία λυνόταν κατά τις τρεις τα χαράματα. Όταν τα υπόλοιπα μαγαζιά άδειαζαν τα τραπέζια του Καρεκλά άρχιζαν να γεμίζουν. Στις τέσσερις δεν χωρούσες να κάτσεις ούτε στα γύρω σκαλιά. Μια κιθάρα, ένα βιολί, μια λύρα βρίσκονταν ως διά μαγείας. Γλέντια τρικούβερτα ως το πρωί. Νύχτες αξημέρωτες κι ονειρεμένες.
Λαμποκοπώντας ο Κάρεν ετοίμαζε μεζέδες και τους σέρβιρε μαζί με τα ποτά. Ο ίδιος έπινε τουλάχιστον ένα μπουκάλι. Ουίσκι ή Κούμπα λίμπρε, ανάλογα με τη διάθεση. Κατά τις οκτώ που έσπαγε η κίνηση ρουφούσε απνευστί πέντ’–έξι μπίρες. «Στρώνουν το στομάχι» ισχυριζόταν. Έβλεπε επαναλήψεις σίριαλ στην τηλεόραση για να ηρεμήσει και γύρω στις δέκα ανηφόριζε για το σπίτι. Έκανε το ίδιο και τον χειμώνα με λιγότερο κόσμο αλλά με την ίδια επαγγελματική προσήλωση. Η κρίση όμως του στέρησε τη λιγοστή πελατεία. Φέτος την έβγαλε ολομόναχος, ανοίγοντας στις πέντε και κλείνοντας όπως πάντα το πρωί. Ένα βαρύ εγκεφαλικό τον βρήκε φυλάγοντας τις Θερμοπύλες του. Χαμογελάει τώρα στα ουράνια καταγώγια, αγνοώντας ίσως ότι μαζί με τον Γιάννακα, τον Μιχάλη και την Κυριακή ορφάνεψε η Πλάτσα, η Απείρανθος, η Νάξος κι εκείνο το παράξενο σκίρτημα στις καρδιές όσων τον γνώρισαν».