Το «Παλιό Βιβλιοπωλείο» προτείνει ένα από τα πλέον ιδιαίτερα βιβλία στην ιστορία της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, «Ο γέρος και η θάλασσα» του Ερνεστ Χεμινγουέη
«Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ»
Συγγραφέας: Έρνεστ Χεμινγουέη
Θέμα: Ξένη πεζογραφία
Εκδότης: Καστανιώτης
Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης
Σελίδες: 160
Ο Χεμινγκγουέι θεωρούσε ότι “Ο γέρος και η θάλασσα” ήταν το καλύτερο βιβλίο που είχε γράψει, και αυτή τη φορά συμφώνησαν μαζί του κριτικοί και κοινό. Περισσότερο νουβέλα παρά μυθιστόρημα, με την απλή δομή του και χωρίς κεφάλαια, “Ο γέρος και η θάλασσα” γεννήθηκε αναμφισβήτητα στη σκιά του “Μόμπι Ντικ”, του θρυλικού μυθιστορήματος του Μέλβιλ. Ωστόσο οι ήρωες των δύο βιβλίων είναι εντελώς διαφορετικοί: Ο Σαντιάγκο, ο κουβανός γερο-ψαράς, δεν έχει μεταφυσικές ανησυχίες, ούτε κατέχεται από αισθήματα εκδίκησης όπως ο καπετάνιος Έιχαμπ, ο ήρωας του Μέλβιλ. Ο Σαντιάγκο είναι ένας φτωχός ψαράς, που για 84 ημέρες δεν έχει κατορθώσει να πιάσει ούτε λέπι. Το πρωί της 85ης μέρας ξανοίγεται με τη βάρκα του στον ωκεανό και γίνεται το θαύμα: ένα τεράστιο ψάρι πιάνεται στο αγκίστρι του. Ο γέρος προσπαθεί να το τραβήξει αλλά αυτό αντιστέκεται. Κατάκοπος και με πληγωμένα χέρια ο Σαντιάγκο παλεύει δύο μερόνυχτα με το ψάρι που παρασέρνει τη βάρκα όλο και μακρύτερα από τις ακτές της Κούβας. Είναι μια πάλη ζωής και θανάτου. Τελικά το ψάρι θα νικηθεί. Αλλά είναι πολύ μεγάλο και ο γέρος δεν μπορεί να το ανεβάσει μέσα στη βάρκα. Το δένει στο πλάι της και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Αν και μισοπεθαμένος από την κούραση ο Σαντιάγκο είναι γεμάτος υπερηφάνεια και κάνει υπολογισμούς για το πόσους ανθρώπους μπορεί να θρέψει ένα τόσο μεγάλο ψάρι. Η κακοτυχία του όμως είναι μεγάλη και δεν θα τον αφήσει να γυρίσει θριαμβευτής στο χωριό του. Η θάλασσα του επιφυλάσσει μια ακόμη χειρότερη δοκιμασία.
Σχόλιο
Ο Σαντιάγο, ένας γέρος μοναχικός ψαράς που οι άλλοι θεωρούν γρουσούζη, θα δώσει τη μεγαλύτερη κι ίσως την τελευταία μάχη του με τον μεγάλο ξιφία στα ανοιχτά της Κούβας. Θα χρησιμοποιήσει όλη τη μαστοριά, το μυαλό και την τέχνη του. Τρεις μέρες θα κρατήσει η μάχη κι ο Σαντιάγο θα νικήσει. Όταν αργά την τρίτη νύχτα, θα μπει στο λιμάνι, δίπλα στη μικρή του βάρκα θα πλέει μονάχα το άσπρο κόκαλο από το τεράστιο ψάρι που καταβρόχθισαν στη διαδρομή τους οι καρχαρίες. Μια σημαντική στιγμή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα από τα αξεπέραστα έργα του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα, το σπουδαιότερο ίσως κείμενο που γράφτηκε ποτέ για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση.
Ο συγγραφέας
Ο Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουαίη γεννήθηκε το 1899 στο Oak του Ιλινόις. Από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε το πάθος των ταξιδιών που σημάδεψε τη ζωή και το συγγραφικό του έργο. Το 1917 ο Χέμινγουαίη προσλήφθηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα Αστέρας του Κάνσας Σίτυ. Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε να πάει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στο ιταλικό μέτωπο, όπου πληγώθηκε άσχημα και παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Γύρισε στις Η.Π.Α. το 1919 και παντρεύτηκε το 1921. Το 1922 ήταν ανταποκριτής στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανανέωσε τις πρώιμες φιλίες του με αμερικανούς αυτοεξόριστους, όπως τον Έζρα Πάουντ και τη Γερτρούδη Στάιν. Η ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον που έδειξαν για τα κείμενά του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Χέμινγουαίη. Τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν οι “Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα” και το “Στον καιρό μας” (1925). Ευρύτερα, όμως έγινε γνωστός με τη σατιρική νουβέλα “Οι χείμαρροι της άνοιξης” (1926), με την οποία και καθιερώθηκε. Η διεθνής του φήμη επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα τρία βιβλία του : “Φιέστα” (1926), “Άντρες χωρίς γυναίκες” (1927) και “Αποχαιρετισμός στα όπλα” (1929). Αναμίχθηκε με πάθος στις ταυρομαχίες, “Θάνατος στο απομεσήμερο” (1932), στο κυνήγι άγριων ζώων στην Αφρική, “Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής” (1935), και στο ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα, “Ο γέρος και η θάλασσα” (1952). Στο κλασικό μυθιστόρημα “Για ποιον χτυπά η καμπάνα” (1940) καταγράφονται οι εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ισπανία κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το άμεσο και φαινομενικά απλό ύφος της γραφής του δημιούργησε ολόκληρες γενιές μιμητών, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η αναγνώριση της θέσης του στην παγκόσμια λογοτεχνία ήλθε το 1954, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ. Ο Χέμινγουαίη αυτοκτόνησε το 1961 στο Αϊντάχο.
Προσφορά του βιβλιοπωλείου “Παλιό Βιβλιοπωλείο”