Δεν «πουλάνε» την Πορτάρα, ούτε και την παράδοση, αλλά τη ζουν στη ναξιώτικη φλέβα που ποτίζει με ζωή και αγάπη το ψωμί, τα τυριά, τις πατάτες, τα κίτρα, το ίδιο το χώμα που πατούν
Δεν «πουλάνε» την Πορτάρα, ούτε και την παράδοση, αλλά τη ζουν στη ναξιώτικη φλέβα που ποτίζει με ζωή και αγάπη το ψωμί, τα τυριά, τις πατάτες, τα κίτρα, το ίδιο το χώμα που πατούν
Γιατί όλοι φέτος μιλούν για τα κρυστάλλινα νερά, τη χαλαρότητα και την απόλυτη φιλοξενία της βασίλισσας των Κυκλάδων, που φιγουράρει σε όλα τα διεθνή ταξιδιωτικά ΜΜΕ
Δεν είναι μόνο η επιβλητική Πορτάρα που σε υποδέχεται στην άκρη του λιμανιού για να σου θυμίσει τη δύναμη του πιο μεγάλου νησιού στις Κυκλάδες, ούτε η δαντελωτή γραμμή με τα τιρκουάζ νερά, τα επιβλητικά χωριά και οι πιο ωραίες πατάτες στην Ελλάδα. Ή μάλλον είναι όλα αυτά μαζί και τίποτα.
Γιατί ενώ τα άλλα νησιά έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τα κάνουν θελκτικά σε συγκεκριμένες κάστες ανθρώπων -η Ανάφη στους εναλλακτικούς, η Φολέγανδρος στους κουλτουριάρηδες, η Δονούσα στα αλλοτινά φρικιά, η Πάρος στους κοσμοπολίτες-, η Νάξος απευθύνεται σε όλους. Χαμένη για χρόνια ανάμεσα στα άλλα νησιά, η βασίλισσα του Αιγαίου έβλεπε τους ξένους να μεταμορφώνουν τις Κυκλάδες σε αντικείμενο του πόθου, τα βαπόρια να πηγαινοέρχονται, το πάρτυ του τουρισμού να οργιάζει, ενώ αυτή παρέμενε γοητευτικά απόμακρη και ανυπόφορα σνομπ.
Σάμπως να μην την ένοιαζε ο τουρισμός και έμενε να αναζητά ακόμη τα διάσπαρτα και ετερόκλητα σημάδια της ταυτότητας εκεί ανάμεσα στα βουνά του Ζα (Ζευς), στα μυστικά που ξέρουν οι βοσκοί της και οι έμπειροι οργανοπαίχτες της. Είναι χαρακτηριστικό πως αν πήγαινες πριν από μία βδομάδα, στην καρδιά δηλαδή της τουριστικής σεζόν, στην Κωμιακή, θα έβλεπες μια ολόκληρη σύναξη από τσαμπουνοπαίχτες και τους «συνομιλητές» τους με το τουμπάκι να αφοσιώνονται στο μυστικιστικό, σχεδόν τελετουργικό, παιχνίδι με τα πνευστά και τα κρουστά αδιαφορώντας για τα σμήνη των τουριστών. Αν τραβούσες λίγο πιο πάνω στην Κόρωνο, θα χάζευες τις ντόπιες με τις ποδιές να ποτίζουν τα γεράνια που φυτρώνουν ακόμα σε παλιούς τενεκέδες χωρίς να νοιάζονται για τους μοδάτους που ανακαλύπτουν σιγά-σιγά το απομακρυσμένο χωριό τους. Ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει, αλλά δεν αγγίζει την εξωφρενικά αυτόνομη ναξιώτικη ψυχή.
Οι Ναξιώτες ποτέ δεν ξόδεψαν την ώρα τους πουλώντας χαϊλίκια στον τουρίστα.
Δεν «πουλάνε» την Πορτάρα, ούτε και την παράδοση, αλλά τη ζουν στη ναξιώτικη φλέβα που ποτίζει με ζωή και αγάπη το ψωμί, τα τυριά, τις πατάτες, τα κίτρα, το ίδιο το χώμα που πατούν
Είναι άλλωστε φανερό ότι στη Νάξο οι κάτοικοι ποτέ δεν έτρωγαν τον χρόνο τους για να σχεδιάζουν μενού με τοπικές σπεσιαλιτέ ή να πουλήσουν τον άφθονο πλούτο τους στους ξένους. Το παραδοσιακό παντοπωλείο του Τσιμπλάκη, ο παλιός φούρνος από ξύλα του Βελώνη που γεμίζει με μυρωδιές τα στενά του Κάστρου, το παλιό φαρμακείο του Κορρέ με τα παλιά μπουκαλάκια που μαρτυρούν γνώση χρόνων -από την ίδια οικογένεια, εξάλλου, κατάγεται και αυτός που έφτιαξε τη γνωστή παντοκρατορία της Κοσμετολογίας-, το αποστακτήριο του Βαλληνδρά στο Χαλκί, όλοι αυτοί δεν πουλάνε την παράδοση, αλλά τη ζουν στη ναξιώτικη φλέβα που ποτίζει με ζωή τα υλικά τους. Αλλωστε κρατάνε φυλαγμένα τα μυστικά γι’ αυτούς, εκφράζοντας έναν ιδιότυπο σοβινισμό που δεν έπλασαν οι μύθοι, αλλά το ίδιο το βιος τους: ο τρόπος που φτιάχνουν ακόμα τα τυριά και ζυμώνουν το ψωμί και η αγάπη που έχουν για τις πρώτες ύλες και το χώμα. Σάμπως η φύση να άνοιξε τα ακόρεστα σαγόνια της και να ξέρασε στην καρδιά των Κυκλάδων ένα μέρος που τα έχει σχεδόν όλα. Και αυτός είναι ο λόγος που η Νάξος έμεινε για καιρό σχεδόν πρωτόγονη και ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις. Και θαρρώ ότι αυτός είναι και πάλι ο λόγος που οι Ελληνες και οι απανταχού τουρίστες επιστρέφουν ακριβώς εδώ: γιατί η Νάξος δεν προσποιείται, είναι.
Τα ξένα Μέσα παραληρούν
Η άγραφη, λοιπόν, φυσική τάξη και η δικαιοσύνη που αναζητούσε στις Κυκλάδες το φως του ήλιου βρήκαν στη Νάξο τον δικό τους θεό. «Είναι η ιδανική παιδική χαρά για έναν νεαρό θεό», έγραφε πρόσφατα δημοσιογράφος της «Telegraph», η οποία ενθουσιάστηκε από τις παραλίες που είναι η χαρά των παιδιών. Για τις καλύτερες παραλίες του κόσμου (από τη Χαβάη έως τα νησιά Γκαλαπάγκος!) βράβευε τη Νάξο λίγο πιο πριν και ο «Guardian». Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιο ξένο Μέσο ανακαλύπτει τη Νάξο, η φήμη της οποίας εξαπλώνεται σαν μεταδοτικός ιός. Μετά το CNN, που έκανε την αρχή με σειρά ντοκιμαντέρ για το νησί έχοντας ένα ολόκληρο team να μένει εκεί επί πέντε ολόκληρους μήνες, ο αγγλοσαξονικός κόσμος μυρίστηκε στην κορωνίδα του Αιγαίου κάτι αυθεντικό – πριν ακόμα και από τους ίδιους τους Ελληνες.
Στο αποστακτήριο της οικογένειας Βαλληνδρά τα πάντα θυμίζουν παράδοση και μυρίζουν κίτρο από το χωριό Χαλκί. Από τη μάνα στην κόρη Κατερίνα
Ακολούθησαν οι τηλεοράσεις, οι εφημερίδες και κορυφαία περιοδικά, όπως αυτά του ομίλου Conde Nast, που απένειμαν στο φωτεινό αυτό νησί του Αιγαίου τα εύσημα για το φυσικό του κάλλος. Και τώρα πια η Νάξος δυσκολεύεται να δεχτεί τον κόσμο που φτάνει μαζικά. Οταν βέβαια στα αρχαία χρόνια οι Ιωνες πίστευαν ότι την προστατεύει ο θεός Απόλλωνας και σε αυτόν αφιέρωναν τον ναό τους στην είσοδο του λιμανιού, με σκοπό να τους λούζει με φως και σοφία για αιώνες, ήξεραν ότι ο ήλιος είναι το πρώτο υλικό από το οποίο φτιάχτηκαν εδώ τα πάντα.
Αν παρατηρήσεις, τίποτα στη Νάξο δεν είναι θαμμένο ή κρυφό, όλοι δεσπόζουν στις κορυφές για να τα χτυπάει ο ήλιος: το χωριό της Απειράθου από μάρμαρο φωτίζεται από παντού, το ίδιο και η πάντοτε πολύβουη πρωτεύουσά της, οι παραλίες που τη στεφανώνουν, ο κατάλευκος Κινίδαρος που όμως περιβάλλεται από πράσινο και οι αμέτρητοι ενετικοί πύργοι – τόποι που δεν φοβούνται να αποκαλυφθούν. Απέναντι όμως στις πρωτόγονες πλαγιές οι οποίες είναι ακόμα γεμάτες με ζώα που σνομπάρουν τους τουρίστες και τα απάτητα ακόμα μέρη κρυμμένα πίσω από τον Ζα, ορθώνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός γεμάτος ποιητές, μουσικούς και οργανοπαίχτες. Αντίθετα απ’ ό,τι πολλοί νομίζουν, τα νησιώτικα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με την Πάρο -άσχετα αν τα έκανε διάσημα ο Πάριος-, αλλά με τη Νάξο, αφού αυτοί που τα δημιούργησαν είναι η οικογένεια των Κονιτοπουλαίων, η οποία ακόμα έχει την έδρα της στον Κινίδαρο.
O παλιός φούρνος από ξύλα του Βελώνη γεμίζει με μυρωδιές τα στενά του Κάστρου
Ο μπάλος που ’καιγε καρδιές
Η Στέλλα και ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος κρατάνε ζωντανή την παράδοση της οικογένειας που ανέκαθεν έφτιαχνε στίχους για τις ομορφιές της Νάξου, τις εγκαταλειμμένες καρδιές και σκαρφιζόταν μπάλους – τον πιο ερωτικό χορό των Κυκλάδων όπου το αρσενικό κάνει κύκλους γύρω από το θηλυκό για να το κορτάρει. Ο άρχοντας που τιμάει και δοξάζει το ναξιωτικό δοξάρι είναι και αυτός από τον Κινίδαρο: ο Στάθης Κουκουλάρης μπορεί να είναι τυφλός, αλλά ξέρει να ακούει τους ήχους και παίζει βιολί σχεδόν από παιδί. Οι ντόπιοι λένε χαρακτηριστικά ότι οι Κινιδαριώτες πρώτα έμαθαν να τραγουδάνε και να χορεύουν και μετά να περπατούν.
Οι δούκες, τα οικόσημα και η μόρφωση
Μαζί όμως με τη μουσική και τον γραπτό λόγο -από τη Νάξο καταγόταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και εδώ μορφώθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης, αφού ήταν από τα ελάχιστα εκπαιδευτικά κέντρα της Μεσογείου-, η Νάξος ανέπτυξε και μια αριστοκρατική σφραγίδα που διακρίνεται στα σοκάκια του Κάστρου και στα σπίτια με τα οικόσημα. Η οικογένεια Δελλαρόκα είναι από τις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Νάξου, παλιοί δούκες που βρέθηκαν στο νησί επί Ενετοκρατίας και άλλοι που ήρθαν, αιώνες αργότερα, προκειμένου να φοιτήσουν στην περίφημη Σχολή, όπως ο διάδοχος του θρόνου Παύλος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η μόρφωση ήταν πάντα αιτούμενο στη Νάξο και αδιάσπαστο μέρος της ταυτότητάς της, και αυτό κατάφερε να επικρατήσει απέναντι στο χρήμα και τον τουρισμό. Οι Ναξιώτες δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους λίγους τουρίστες που είχαν ανακαλύψει τα φυσικά απροσποίητα αγαθά στο νησί, ούτε και τα φρικιά που έστριβαν τα τσιγάρα τους πίσω από τους αμμόλοφους της Αγίας Αννας τη δεκαετία του ’80.
O μπάλος, οι τσαμπούνες και το ναξιώτικο δοξάρι σφραγίζουν την πολιτιστική παράδοση
Αν σήμερα διακρίνεις με δυσκολία τα trendy μέρη με τους λευκούς καναπέδες, αυτά έγιναν από τους «ξένους» και όχι από τους ντόπιους οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι άλλα είναι αυτά που ζητάνε οι επισκέπτες στο νησί: τα φυσικά χαρακτηριστικά, τις πρώτες ύλες, την απλότητα και τη φιλοξενία με την οποία τους υποδέχονται οι ντόπιοι. Ενα πιάτο με φρέσκες τηγανητές πατάτες, μια ομελέτα στον Χάρη από την ίδια τη γιαγιά της οικογένειας, μυρωδάτες ντομάτες από το μποστάνι της παρέας στην Αξιώτισσα, φρεσκοψημένα παϊδάκια από τα ζωντανά που σφάζουν η Ματίνα και ο άντρας της Σταύρος στην ταβέρνα που φέρει το όνομά τους στην Κόρωνο, ένα δροσερό κίτρο που θα σε κεράσει η Κατερίνα στο αποστακτήριο του Βαλληνδρά στο Χαλκί, σε κάνουν να νομίζεις πως βρίσκεσαι στον Παράδεισο.
Τα κλαμπ με τη δυνατή μουσική και τις σαμπάνιες εδώ μοιάζουν απλώς με παραφωνία και είναι μάλλον περιττά. Στη Νάξο ισχύει απόλυτα αυτό που είχε πει κάποτε ο Οδυσσέας Ελύτης: «Συνηθίζουμε να νοσταλγούμε σήμερα εκείνα που πολεμούσαμε χθες, χωρίς να μεσολαβήσει και μια μέρα όπου να πούμε ότι απλά και μόνο τα παραδεχόμαστε». Γι’ αυτό και ο Αντονι Μπουρντέν που έκανε στο νησί την πιο απλή εκπομπή του, προτιμώντας να δείξει ψαράδες και βοσκούς παρά εστιατόρια και μοδάτα μέρη, σαν να μυρίστηκε το πράγμα: ήξερε ότι είναι το νησί όπου μιλάει η ίδια η φύση και εσύ απλώς την ακούς. Αυτή έδινε ανέκαθεν στους κατοίκους τα δώρα που τους έκαναν αυτάρκεις και αυτά είναι ακριβώς που αναζητούν όσοι καταφτάνουν ως ταξιδιώτες. Νομίζω μάλιστα πως οι Ελληνες τη μετέτρεψαν μέσα σε δύο χρόνια σε απόλυτο προορισμό ακριβώς επειδή ανακάλυψαν τις χαρές της χαμένης τους ταυτότητας: την αξία που έχουν τα γαλανά νερά σε μια παραλία χωρίς ξαπλώστρες, τη μυρωδιά από το τυρί -και μάλιστα αρσενικό- και το θυμάρι, ένα ταβερνάκι κάτω από ένα αρμυρίκι όπως ο «Παράδεισος» στην Πλάκα ή ένας μάστορας όπως ο Λευτέρης που μπορεί να σου ψήσει κρέας από τα ζώα που σχεδόν τα έχει μεγαλώσει ο ίδιος.
Αρκεί να βάλεις το δάχτυλό σου σε ένα κουτί από πετροκέρασο, το γλυκό του κουταλιού του Προμπονά, που δεν έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, για να καταλάβεις ότι η αρχέγονη γεύση είναι ζήτημα ελληνικής καταγωγής. Τα εσπεριδοειδή που υπάρχουν στα κάτω χωριά της Νάξου φτιάχνουν τα υπέροχα γλυκά κουταλιού και θρέφουν γενιές, τα κεραμικά που κατασκευάζουν στα πάνω χωριά βοηθάνε σε κάθε είδους δουλειά, αλλά ακόμα και τα όργανα που κατασκευάζουν από δέρματα ζώων -όπως η τσαμπούνα- έκαναν τους ντόπιους να ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο για τη γη και τις τεχνικές που μπορεί να αναπτύξουν εκμεταλλευόμενοι τα ίδια τα υλικά τους παρά για τον έξω κόσμο.
Το παραδοσιακό παντοπωλείο του Τσιμπλάκη
Οι υπερβολές ίσως να μην ταίριαζαν στον ισορροπημένο χαρακτήρα του νησιού, το οποίο δεν εξαντλήθηκε στην ξηρασία που χαρακτηρίζει τις Κυκλάδες (στην Ποταμιά μπορείς να βρεις ακόμα και καταρράκτες), αλλά ούτε και στους κατοίκους που ήξεραν ότι όσο κι αν μορφώνονται είναι πάνω απ’ όλα εργάτες. Για τον Ναξιώτη η μεγαλύτερη κατάρα και αρρώστια είναι η νωθρότητα – κάτι που δεν συγχώρεσαν ποτέ στους υπόλοιπους νησιώτες. Για πολλά χρόνια η μεγάλη πλουτοπαραγωγική πηγή της Νάξου ήταν τα μεταλλεία της σμύριδας και τα λατομεία του μαρμάρου. Οταν αυτά σταμάτησαν λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας, οι ντόπιοι μετακόμισαν στην Αθήνα όπου δούλευαν ως εργάτες, με σκοπό πάντα να επιστρέψουν στο νησί. Οχι να φύγουν για πάντα. Ο,τι και να κάνει ο Ναξιώτης, το μυαλό του το έχει στο νησί, το μέρος που κατάφερε ακόμα και τον θεό Διόνυσο να μείνει και τον Ηρόδοτο να το θεωρήσει «την πιο όμορφη αρχόντισσα στο Αιγαίο».
Αυτά τα αρχαία υλικά που έφτιαξαν και κρατάνε ζωντανή μέχρι τώρα τη Νάξο, είναι και αυτά που την ανέδειξαν σε «νησί του φετινού καλοκαιριού», το μέρος όπου επιστρέφουν οι Ελληνες ως πραγματικά αυθεντικό και το οποίο αναζητούν οι τουρίστες για την ίδια την αλήθεια του. Και παρά τους φόβους που εξέφρασε ο Αντονι Μπουρντέν στην εκπομπή του («Τελευταία είναι τόσο μεγάλη η φήμη που γνωρίζει η Νάξος, που δεν μπορεί να μην αλλάξει. Και φοβάμαι ότι θα αλλάξει»), οι ντόπιοι παραμένουν σίγουροι ότι η Νάξος δεν θα αλλάξει ποτέ. Και μάλλον έχουν δίκιο.
Ο πολύς Αντονι Μπουρντέν αφιέρωσεστο CNN την πιο απλή εκπομπή του, αφήνοντας τη φύση να μιλήσει
Ο «Guardian» κατέταξε την παραλία του Αη Γιώργη στις 50 καλύτερες του κόσμου, ιδιαίτερα για οικογενειακές διακοπές
«Ιδανική παιδική χαρά για έναν νεαρό θεό», γράφει η «Telegraph»