Η κατάθεση του νομοσχεδίου για το λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων έδωσε τη δυνατότητα στους Υπουργούς των Οικονομικών Υπουργείων να περάσουν τροπολογίες με θέμα τον ΕΝΦΙΑ, τα τέλη Κυκλοφορίας των ΙΧ, το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αλλά και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία
Μια σειρά από σημαντικές διατάξεις που αφορούν τον ΕΝΦΙΑ, τα τέλη κυκλοφορίας, το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ των αγορών αλλά και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία, περιλαμβάνει το νομοσχέδιο για το λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων που κατατέθηκε στη Βουλή.
Επίσης, διευρύνεται ο κατάλογος με τα ονόματα των οφειλετών του δημοσίου που θα δίδεται στη δημοσιότητα (πλέον θα δημοσιοποιούνται και οι οφειλέτες των ασφαλιστικών ταμείων) ενώ καταργείται η έκπτωση του ΕΝΦΙΑ για όσους έχουν εισοδήματα από τόκους άνω των 300 ευρώ.
Η υποχρεωτική διατήρηση στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ των αγροτών περιορίζεται στα τρία από τα πέντε χρόνια, ενώ περνά ευνοϊκή ρύθμιση για τα τέλη κυκλοφορίας μεταχειρισμένων οχημάτων που έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό (τα τέλη θα υπολογίζονται με βάση την ημερομηνία πρώτης ταξινόμησης και όχι εισαγωγής στην Ελλάδα). Κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των τελών, ειδικά για μεγάλα Ι.Χ. που έχουν μεγάλες επιβαρύνσεις.
Αναλυτικά, οι αλλαγές, όπως περιγράφονται στην έκθεση του γενικού λογιστηρίου του κράτους, έχουν ως εξής:
1. Θεσπίζονται απευθείας από τον ΚΦΔ οι κυρώσεις για την παραβίαση του απορρήτου των στοιχείων και πληροφοριών που τηρούνται στη Φορολογική Διοίκηση. Ειδικότερα, για τους υπαλλήλους που υποχρεούνται κατά το άρθρο 17 του ίδιου νόμου να το τηρούν επιβάλλεται πρόστιμο ύψους από χίλια έως εκατό χιλιάδες (1.000 – 100.000) ευρώ, ενώ για την παραβίαση από τους υπαλλήλους ή τους διοικούντες τις αναδόχους εταιρείες, που αναλαμβάνουν έργα του Υπουργείου Οικονομικών, επιβάλλεται πρόστιμο ύψους διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ ανά παράβαση στην εταιρεία.
2. Επαναπροσδιορίζεται, από 1.1.2016, η αφετηρία επιβολής τόκων στις περιπτώσεις στις οποίες ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει δήλωση στοιχείων ακινήτων ή υποβάλλει εκπρόθεσμα ή ανακριβή τέτοια δήλωση (ορίζεται, εφεξής, η επομένη της ημερομηνίας της πρώτης ηλεκτρονικής έκδοσης των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού του φόρου για το οικείο έτος, αντί της επομένης της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων του οικείου έτους που ισχύει σήμερα).
3. Στο άρθρο 9 του ν. 3943/2011, σχετικά με την υποχρεωτική δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο των στοιχείων των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο άνω των 150.000 ευρώ, περιλαμβάνονται πλέον και οι ασφαλιστικές εισφορές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ). Παράλληλα, μειώνεται στους 3 μήνες (από ένα έτος) το ελάχιστο χρονικό διάστημα καθυστέρησης καταβολής που αποτελεί προϋπόθεση για τη δημοσιοποίηση, και διευρύνονται οι κατηγορίες των οφειλών που εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου.
4. Παρατείνονται, έως 30.10.2016, οι προθεσμίες για την υποβολή από τους φορολογουμένους της ανέκκλητης δήλωσης αποδοχής των παραβάσεών τους, προκειμένου να εφαρμοστούν για τις εκκρεμείς (κατά τη δημοσίευση του ν. 4337/2015) υποθέσεις οι ευνοϊκότερες διατάξεις του ίδιου νόμου. Παράλληλα, ρυθμίζεται ο χρόνος καταβολής του συνόλου της οφειλής που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των ευνοϊκότερων για τους φορολογουμένους διατάξεων.
5. Τροποποιούνται οι διατάξεις για τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας οχημάτων για το έτος 2017 και τα επόμενα. Ειδικότερα, κριτήριο για τον υπολογισμό των τελών των οχημάτων με βάση τους ισχύοντες και σήμερα πίνακες θα είναι πλέον ο χρόνος πρώτης ταξινόμησης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρα της ΕΕ ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Με αυτόν τον τρόπο, αυτοκίνητα που, πριν την πρώτη ταξινόμησή τους στην Ελλάδα, είχαν ταξινομηθεί σε χώρα της ΕΕ ή του ΕΟΧ θα αποτελούν πλέον παλαιότερα αυτοκίνητα για την επιβολή των τελών κυκλοφορίας.
6. Τροποποιούνται, από 1.1.20 17, οι διατάξεις του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), σχετικά με το ειδικό καθεστώς αγροτών (ισχύει για τους αγρότες με ακαθάριστα έσοδα κάτω των 15.000 ευρώ και επιδοτήσεις κάτω των 5.000 ευρώ) κυρίως στα εξής:
α. Για παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και για παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται προς άλλους αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς ή προς μη υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα και την αξία των παραδιδόμενων αγαθών ή το είδος και την αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η αξία που αναγράφεται επί του ειδικού στοιχείου λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων (προκειμένου να υπαχθούν ή μη στο ειδικό καθεστώς).
β. Παύουν να υπάγονται στο ειδικό καθεστώς οι αγρότες που παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις των προϊόντων τους προς άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. [Μέχρι σήμερα η ανωτέρω κατηγορία αγροτών υπαγόταν στο ειδικό καθεστώς (ακόμα και εάν ασκούσαν και άλλη οικονομική δραστηριότητα για την οποία είχαν υποχρέωση να τηρούν βιβλία) και δικαιούνταν επιστροφή φόρου με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή 3%.]
γ. Η προαιρετική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς δεν μπορεί να ανακληθεί πριν την πάροδο τριετίας αντί πενταετίας που ίσχυε.
7. Τροποποιούνται και συμπληρώνονται (από 1.1.2016) διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, σχετικά με τη δήλωση στοιχείων ακινήτων και τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), στα εξής σημεία: α. Ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις που υπόχρεος για την υποβολή δηλώσεων στοιχείων ακινήτων είναι ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς, ο εκτελεστής διαθήκης ή ο εκκαθαριστής κληρονομιάς, ο σύνδικος της πτώχευσης και ο μεσεγγυούχος ακίνητης περιουσίας, η περιουσία αυτή δηλώνεται διαχωρισμένη από την ατομική τους περιουσία. Όμοια αντιμετώπιση προβλέπεται και κατά την υποχρέωση των παραπάνω προσώπων σε καταβολή του ΕΝΦΙΑ. β. Επανακαθορίζονται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση έκπτωσης στο φορολογούμενο, τον ή τη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα της οικογένειάς του, για τον οφειλόμενο ΕΝΦΙΑ. Συγκεκριμένα, δεν χορηγείται, εφεξής, επί του ΕΝΦΙΑ η έκπτωση 50% (άρθρο 7 παρ.1 ν. 4223/2013) και 100% (άρθρο 7 παρ.2 ν. 4223/2013) σε φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν εισοδήματα από τόκους άνω των 300 ευρώ και 600 ευρώ, αντίστοιχα.
Πηγή: Εφημερίδα “Ημερησία”