Η Κυριακή του Πάσχα στην Αμοργό αποκτά έναν διαφορετικό χαρακτήρα από τη στιγμή που οι νέοι και οι νέες χωριών όπως η Λαγκάδα και τα Θολάρια επιδίδονται σε μία σειρά από παιχνίδια που έρχονται από το παρελθόν
Πάσχα στην Αμοργό… Από τις ωραιότερες εμπειρίες… Μοιάζουν με ένα ταξίδι στην εποχή της εφηβείας με την αθωότητα να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο ειδικά ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα… Το πρώτο σήμα για τη μετάβαση αυτή το λαμβάνει κανείς το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου όταν και θα …δοκιμάσει τα ” λαζαράκια”, τα κουλουράκια σε ανθρωπόμορφα σχήματα ψημένα σε σπιτικούς φούρνους…. Και μετά από ένα λουκούλλειο γεύμα με παραδοσιακές νοστιμιές τα ξημερώματα της Ανάστασης έρχεται το νησιώτικο πασχαλινό τραπέζι. Και το απόγευμα έρχεται η ώρα του παιδιού. Όπως έγινε και φέτος συμμετέχοντας στα παιχνίδια που διοργάνωσαν οι νέοι του νησιού στα προαύλια των εκκλησιών της Λαγκάδας και των Θολαρίων …
Και τα παιχνίδια αυτά δεν είναι άλλα όπως η «πρωτιλιά», το «ψημένο κρέας», τα «βαρελάκια», το «Ε-για-μο» και άλλα, που διασκέδασαν τους ντόπιους και τους επισκέπτες που είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τα παιχνίδια που χρονολογούνται από τα πολύ παλιά χρόνια και να νιώσουν – έστω για λίγο – πάλι παιδιά!
Μάλιστα υπάρχουν και σχετικά άρθρα στις ιστοσελίδες amorgos-news.gr και amorgis.blogspot.gr που μας μεταφέρουν στο κόσμο της αρχαιότητας και τονίζοντας ότι η Αμοργός με καταγωγή από την Αρχαϊκή Εποχή (ως όνομα) έχει ρίζες από την Αίγυπτο. Εξού και τα παιχνίδια της…
Διαβάστε το …
Στην Αμοργό η περιοχή της Αιγιάλης διατηρεί το αρχαίο της όνομα από την Αρχαϊκή Εποχή, εδώ και 2.800 χρόνια. Διατηρεί επίσης στην κοινωνική της ζωή πολλά αρχαία έθιμα, όπως είναι τα παιχνίδια που παίζονται αποκλειστικά στα δυο πιο παλιά χωριά της, τη Λαγκάδα και τα Θολάρια.
Τα Θολάρια βρίσκονται στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας Αιγιάλης. Το σημερινό χωριό φημίζεται για το πειρατικό του παρελθόν, την καταπληκτική του θέα και τους «έξω καρδιά» κατοίκους του. Οι γελαστοί, γλεντζέδες και φωνακλάδες Θολαριανοί παίζουν την αρχαία μορφή του μπόουλινγκ, που στη ντοπιολαλιά ονομάζεται «μπίλιοι».
Οι μπίλιοι είναι 8 ξύλινοι στύλοι, που πελεκούνται στην κορυφή τους και παίρνουν την μορφή μπουκαλιού. Το ύψος τους είναι περίπου το διπλάσιο ενός μπουκαλιού μπύρας. Ένας ένατος μπίλιος είναι μικρότερος, περίπου μισός από τους άλλους.
Οι μπίλιοι μπαίνουν σε τρεις τριάδες, σχηματίζοντας ένα κανονικό τετράπλευρο. Κάθε παίκτης προσπαθεί, από μια καθορισμένη απόσταση, να ρίξει όσους περισσότερους μπίλιους μπορεί. Κάθε μπίλιος βαθμολογείται με έναν πόντο. Εξαίρεση αποτελεί ο μικρότερος, που τοποθετείται στην μέση και βαθμολογείται με 9 πόντους, αν τον ρίξουν μόνο του. Είναι ο λεγόμενος «Εννιάς».
Για να ρίξουν τους μπίλιους χρησιμοποιούν χοντρά κούτσουρα, που έχουν πελεκηθεί κατάλληλα κι έχουν τρύπες, για να μπορούν να τα πιάνουν σταθερά. Τα κούτσουρα αντιστοιχούν στις σφαίρες που χρησιμοποιούν στο σύγχρονο μπόουλινγκ. Οι μπίλιοι αντιστοιχούν στις «κορίνες». Αυτά για όσους ξέρουν μπόουλινγκ, που παίζεται με 10 κορίνες τοποθετημένες σε σχήμα τριγώνου.
Οι καλύτεροι μπίλιοι γίνονται από πύρνο (πουρνάρι) που δίνει σκληρό ξύλο ή από ρίζα συκιάς. Πρέπει να είναι πολύ ανθεκτικοί, γιατί τα χτυπήματα που δέχονται είναι δυνατά και γρήγορα μπορεί να διαλυθούν. Τα ίδια ισχύουν και για τα κούτσουρα-αμάδες.
Οι μπίλιοι παίζονται από δύο ομάδες. Κάθε ομάδα μπορεί να έχει μέχρι 4 άτομα. Το παιχνίδι τελειώνει όταν μία ομάδα πετύχει ακριβώς 31 πόντους. Αν πάει παραπάνω, τότε γυρίζει πίσω στους 17. Αν δηλαδή μια ομάδα έχει 25 πόντους και ρίξει μόνο τον «Εννιά», πάει στους 34 και γυρίζει στους 17.
Θεωρείται ότι οι ρίζες του μπόουλινγκ βρίσκονται στην αρχαία Αίγυπτο. Χωρίς να διευκρινίζεται με ποιο τρόπο, βρίσκουμε το μπόουλινγκ να παίζεται στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα, όπως ακριβώς στα Θολάρια με 9 ξύλα (κορίνες). Σε έναν πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Γιαν Στην εικονίζεται μία ομάδα ανδρών να παίζει με 9 ξύλα, που έχουν όλα το ίδιο ύψος, χωρίς δηλαδή το μεσαίο να είναι μικρότερο, όπως στα Θολάρια ο «Εννιάς».
Οι μπίλιοι στα Θολάρια κινδυνεύουν με εξαφάνιση από το… τσιμέντο. Το παιχνίδι θέλει χώμα. Όμως το παραδοσιακό γήπεδο, μπροστά από το μπακαλοκαφενεμεζεδοπωλείο «ο Χορευτής» έχει στρωθεί με τσιμέντο, με αποτέλεσμα η «σφαίρα-κούτσουρο» να γκελάρει, οι μπίλιοι να εκτοξεύονται με ταχύτητα και το παιχνίδι να γίνεται επικίνδυνο στο τσιμεντοστρωμένο στενοσόκακο. Ο παλιός «μπιλιαδόρος» Αργύρης Νομικός (από τους «Χορευτές») επιμένει πάντως να φτιάχνει μπίλιους και να παίζει σε κάθε ευκαιρία.
Στη Λαγκάδα, το μεγαλύτερο χωριό της Αιγιάλης, ευτυχώς υπήρχε ο Μανωλιός ο Βασσάλος. Δεινός «μπαλαδόρος», όταν γέμιζαν τσιμέντο τα σοκάκια του οικισμού, φρόντισε να παραμείνει το χώμα μπροστά στην ταβέρνα «ο Νίκος» του γιου του. Έτσι έμεινε απείραχτο το παλιό «γήπεδο» όπου παίζονται μέχρι σήμερα οι «μπάλες».
Θεωρείται ότι και το παιχνίδι αυτό ξεκίνησε από την αρχαία Αίγυπτο. Στον 8ο αιώνα π.Χ. παιζόταν στην αρχαία Ελλάδα, κι ένας από τους φανατικούς παίχτες του ήταν ο Ιπποκράτης. Από τους αρχαίους Έλληνες πήραν τις «μπάλες» οι Ρωμαίοι κι απ’ αυτούς πέρασε στη δυτική Ευρώπη. Στη Γαλλία, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, ονομάζεται «πετάνκ», στην Ιταλία «μπότσε» και στις αγγλοσαξωνικές χώρες «μπάλες» (bowls).
Στις «μπάλες» οι παίκτες χωρίζονται σε δύο ομάδες, που αποτελούνται από δύο ή τρεις παίκτες, τους «μπαλαδόρους». Κάθε παίκτης έχει στη διάθεσή του δύο ξύλινες μπάλες, διαφόρων διαστάσεων και βαρών, ανάλογα με τις επιλογές του «μπαλαδόρου».
Σημείο αναφοράς του παιχνιδιού είναι μία μικρή σφαίρα, που ονομάζεται «κόστο». Η ομάδα που θα ρίξει μία τουλάχιστον μπάλα της πιο κοντά στο «κόστο», κερδίζει την παρτίδα. Όσες μπάλες φέρει κοντά στο «κόστο» και μπροστά από τις αντίπαλες, τόσους πόντους κερδίζει. Το παιχνίδι τελειώνει όταν μία ομάδα κερδίσει ακριβώς 21 πόντους, γιατί αν τους ξεπεράσει τότε γυρίζει πίσω στους 15.
Όπως οι «μπίλιοι», έτσι και οι «μπάλες» κατασκευάζονται από πολύ σκληρό ξύλο. Οι «μπάλες» παίζονται αυθόρμητα και καθημερινά από γηραιούς και νέους Λαγκαδιανούς, αποτελώντας μια γνήσια λαϊκή διασκέδαση που δεν έχει σχέση με τουρισμό, πολιτιστικούς συλλόγους και καλοκαιρινές εκδηλώσεις.
Οι «μπαλαδόροι» της Λαγκάδας δίνουν ονόματα στις μπάλες τους, όπως Παύλος, Καφές και Λάζαρος. Παλιότερα τις ονόμαζαν με τα παρατσούκλια των καλύτερων παικτών, όπως «Μητσέας», «Χασαπάκι» και «Μανολάκι». Το έπαθλο για τη νικήτρια ομάδα ήταν λουκουμάκια ενώ σήμερα είναι ρακή με μεζέ.
Όχι μόνο στην Αμοργό, αλλά ίσως και στο Αιγαίο ολόκληρο, τα δύο αυτά αρχαία παιχνίδια παίζονται μόνο στην Αιγιάλη. Οι «μπάλες», σε μια παραλλαγή τους, παίζονταν και στην παλιά ορεινή πρωτεύουσα της Πάρου, τις Λεύκες, που είχαν έντονο κρητικό στοιχείο. Στις Λεύκες πάντως είχε ένα μεγάλο μετόχι η Μονή Χοζοβιώτισσας της Αμοργού, το οποίο ίσως να συνδέεται με τις «μπάλες».
Η παρουσία των δύο αρχαίων παιχνιδιών στην Αιγιάλη αποτελεί μυστήριο. Όπως μυστήριο είναι το γιατί οι «μπάλες» παίζονται μόνο στη Λαγκάδα και οι «μπίλιοι» μόνο στα Θολάρια.
Υπάρχουν κι άλλες αρχαίες συνήθειες που επιβιώνουν στην Αμοργό, όπως ο παρόμοιος με τις αγγειογραφίες στολισμός με κορδέλες στο αποκριάτικο έθιμο του «Καπετάνιου». Όπως τα πανηγύρια, που θυμίζουν τις γιορτές για την Ιτωνία Αθηνά, που περιγράφονται στις αρχαίες επιγραφές που έχουν βρεθεί στην Αμοργό.
Ψηλά από τα Θολάρια και τη Λαγκάδα της Αιγιάλης, η θέα αγκαλιάζει την υπόλοιπη Αμοργό. Από εκεί ψηλά οι πιστοί φίλοι του νησιού ξέρουν να διακρίνουν τον αρχαίο πύργο στο Ρίχτι, που αποτελεί το σύνορο της Αιγιάλης με τη Χώρα, και πιο πίσω δύο άλλα προϊστορικά μυστικά της Αμοργού. Το μυστηριώδες «Τραπεζοπέτρι» και τον παράξενο «Πύργο του Γιαννούλα».
Είναι αλήθεια ότι η Αμοργός έχει πολλά κρυμμένα μυστικά…
(Φωτογραφίες: Μιχάλης Κωβαίος, Δημήτρης Θεολογίτης)
Υ.γ. Να σημειώσουμε ότι οι «Μπίλιες» παίζονται και στην Σχοινούσα, νησί που κατοικήθηκε από Αμοργινούς οπότε μετέφεραν και το έθιμο αυτό στο νέο τους νησί