Ενας γερμανός από το Αμβούργο με έναν ξεχωριστό τρόπο (κάρτες σε τρεις διαφορετικές γλώσσες) προσπαθεί να σπάσει ένα θέμα ταμπού για όλους στην Ευρώπη
Ο Κωνσταντίνος, δεν είναι αυτό που θα έλεγε κάποιος, τυπικός Γερμανός. Αρνήθηκε να μπει στην μαζική γραμμή παραγωγής της χώρας του και έφυγε αρκετά νέος για να έρθει να ζήσει μόνιμα στα Χανιά. «Αυτό που με κράτησε εδώ ήταν ο απλός τρόπος ζωής, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Από το σχολείο κιόλας είχα πάρει ως μάθημα επιλογής τα Αρχαία Ελληνικά και πάντα με συνάρπαζαν αυτές οι αξίες. Δεν μου άρεσε η ‘δυτικοποίηση’, ο αμερικανοποιημένος τρόπος ζωής, το συνεχές τρέξιμο, το άγχος και η αγωνία για τα λεφτά, για το πώς να τα οικονομήσεις. Αυτό ήταν κάτι που ξεκίνησε στη Γερμανία το 1980. Τότε και εμείς στη Γερμανία, ως νέοι, κοροϊδεύαμε τους συνομηλίκους μας που επέλεγαν τα Οικονομικά ως σπουδές και τελικά αυτοί είναι τώρα που μας κυβερνούν μέσα από το τραπεζικό σύστημα, αυτοί κερδοσκοπούν και βγάζουν απίστευτα χρήματα» Κράτησε όμως από την πατρίδα του τον συστηματικό τρόπο εργασίας για την του επίτευξη στόχου.
Και ο τελευταίος στόχος που είχε θέσει ο Κωνσταντίνος Φίσερ ήταν να ενημερώσει τους νεώτερους για τις επιπτώσεις που είχαν τα εγκλήματα των Ναζί στις επόμενες γενιές. Τι ακριβώς έκανε; Δημιούργησε κάτω από ένα project με τίτλο “I wish I knew more” – “Ich wünschte, ich wüsste mehr” – “Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα”
εννέα διαφορετικές καρτ ποστάλ που αναζητούν τον ρόλο και το μέγεθος των πληγών που άφησαν οι ενέργειες των Ναζί τόσο στην Κρήτη όπου ζει τα τελευταία 23 χρόνια όσο και στους Γερμανούς. Τις κάρτες αυτές τις μοίρασε σε καφετέριες στα Χανιά, ενώ τις ημέρες του Πάσχα τον βρήκαμε στο Αμβούργο όπου και μεγάλωσε να κάνει το ίδιο, να μοιράζει τις κάρτες σε στέκια της νεολαίας.
Υπάρχει, τέλος, και μια δέκατη, άδεια κάρτα, την οποία καλείται ο κάθε ένας να συμπληρώσει ο ίδιος. Κι αυτό, επειδή παραμένουν πολλές απορίες: Απορίες που πηγάζουν από το γεγονός ότι η σιωπή κυριαρχούσε τόσο στις οικογένειες των θυμάτων όσο και στις οικογένειες των εγκληματιών. Απορίες σχετικά με το πώς δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη για τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και γενικότερα για τα εγκλήματα των Ναζί σε όλη την Ευρώπη, αλλά και απορίες με το πώς αποδέχονται νέοι Έλληνες, Γερμανοί κι άλλοι Ευρωπαίοι τόσα χρόνια μια κατάσταση ατιμωρησίας που υπονομεύει τα θεμέλια του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και των ευρωπαϊκών σχέσεων.
Όπως εξηγεί και στο site του,όπου συγκεντρώνει το σύνολο των project των τελευταίων ετών: «Το πρότζεκτ μου δεν ασχολείται με τα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού. Είναι ακριβώς το αντίθετο: ασχολείται με τις μεταπολεμικές γενιές και με τον τρόπο που αποδεχόμαστε ή αγνοούμε το παρελθόν που κληρονομήσαμε. Περιορίζομαι στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, το Αμβούργο, και στον τόπο που ζω πάνω από δύο δεκαετίες, τα Χανιά της Κρήτης. Αφού η Γερμανία αρνείται, μέχρι και σήμερα ακόμη, να καταδεχθεί να μιλήσει για τις επανορθώσεις για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα από το 1941 μέχρι το 1944 ή να επιστρέψει το αναγκαστικό δάνειο που πήρε σε βάρος της Ελλάδας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να παραδεχθώ, ότι εγώ, ένας Γερμανός υπήκοος, γεννημένος τη δεκαετία του ’60, μεγάλωσα με κλοπιμαία. Γι’ αυτό και στο πρότζεκτ μου μετακινούμαι από τη γνωστή γερμανική δικαιολογία “Δεν ξέραμε τίποτα…” σε ένα πολύ προσωπικό “Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…”. Κι έτσι προσπαθώ να καταδείξω τις επιπτώσεις που είχε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στα άτομα, μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό τους πλαίσιο, όπως επίσης και τις αδικίες που συνέβησαν τη μεταπολεμική εποχή, και να απεικονίσω τον τρόπο με τον οποίο οι ολέθριες συνέπειες εξακολουθούν να καταδιώκουν μέχρι σήμερα τους επιζώντες και των δύο πλευρών».
Όπως προαναφέραμε το WE του news247 τον πέτυχε στο Αμβούργο, να γιορτάζει το Πάσχα μαζί με την ελληνική κοινότητα, έχοντας ο ίδιος βαπτιστεί ο ίδιος Χριστιανός Ορθόδοξος σε μεγάλη ηλικία. Του ζητάμε να μας μιλήσει για την πρωτοβουλία που πήρε και την χρηματοδοτεί ο ίδιος στο σύνολο της.
«Δεν ήθελα να είμαι ένας ακόμη στην αλυσίδα αυτή που έχει δημιουργηθεί από το τέλος του πολέμου έως σήμερα. Η πρώτη γενιά δήλωνε πως δεν ήξερε, η δεύτερη έζησε με τις τύψεις ακόμη και σε βαθμό κιτς. Δεν μπορεί να το μεταθέσουμε το πρόβλημα στην επόμενη γενιά. Πρέπει να μιλήσουμε επιτέλους. Δεν μπορούμε να κρατάμε αυτή την σιωπή και αυτό τον πόνο που υπάρχει για μία ακόμη γενιά». Όπως αναφέρει οι Γερμανοί έχουν δημιουργήσει πολλά μικρά Άουσβιτς όπου πέρασαν αν και τα φώτα της δημοσιότητας έχουν πέσει για συγκεκριμένους λόγους μόνο στην προσπάθεια γενοκτονίας των Εβραίων. Σε ότι αφορά τις ιστορίες των καρτ ποστάλ αναφέρει ότι «είναι η δική μου οικογένεια, γείτονες εδώ στα Χανιά, φίλοι φίλων, ιστορίες που άκουσα βγαίνοντας λίγο πιο έξω από την πόλη. Ιστορίες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ λόγω της σιωπής».
Πριν από αρκετά χρόνια ο δραστήριος Κωνσταντίνος Φίσερ είχε συγκεντρώσει επιζώντες από τις ναζιστικές θηριωδίες και βοήθησε ώστε να αποζημιωθούν από το Αυστριακό Κράτος – κομμάτι τότε της ναζιστικής Γερμανίας – το οποίο αποδεχθεί τις ευθύνες του.
– Ακολουθούν οι κάρτες με τις απορίες του Κωνσταντίνου. Περισσότερα για την δουλειά του μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του στην ιστοσελίδα www.konstantin-fischer-hania.com.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για την Κατερίνα Βαρδουλάκη, την κυρία Κατίνα, τη γειτόνισά μου τόσα χρόνια στα Χανιά, που μου μαγείρευε κάθε μέρα, που ανησυχούσε όταν δεν ήμουνα καλά, που με φρόντιζε όταν ήμουν άρρωστος. Πολλές φορές μου μιλούσε για τη ζωή της στο χωριό της στη νότια Κρήτη, που τώρα είναι εγκαταλελειμμένο και για την οικογένειά της, παλιότερα και πιο μετά στα Χανιά. Μόνο για τον μεγαλύτερο αδελφό της που είχε χάσει στον πόλεμο δεν μιλούσε ποτέ, για να να μη με κάνει να νιώσω άσχημα, για να μη νιώσω άσχημα εγώ, ένας αυτοεξόριστος από τη Γερμανία, που βίωνα τη φιλοξενία σε έναν τόπο που είχε υποφέρει τα πάνδεινα από τη γερμανική κτηνωδία, από τη χειρότερη δυνατή αδικία.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον Θεόδωρο Γεωργιακάκη, που αιχμαλωτίστηκε για συμμετοχή στην αντίσταση και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, όπου έχασε τον αδελφό του Γιώργο. Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερε σε όλη του τη ζωή να κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους στρατιώτες που διέπραξαν εγκλήματα και σ′ εκείνους που δεν διέπραξαν. Ανάμεσα στις γενιές που υποστήριξαν ή ανέχτηκαν τον εθνικοσοσιαλισμό και στις επόμενες. Θα ‘θελα να ήξερα πώς αυτός ο άνθρωπος, με το τρομερά υπεύθυνο ένστικτο δικαιοσύνης που τον χαρακτήριζε, κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τις αδικίες που υπέστη κατά την διάρκεια του πολέμου και μετά τον πόλεμο.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τη Μαρία Δεσποτάκη από τον Κακόπετρο Χανίων, που οι τέσσερις γιοι της, Εμμανουήλ, Σπύρος, Αναστάσιος και Χαράλαμπος εκτελέστηκαν σε αντίποινα για αντιστασιακές δράσεις, με τις οποίες δεν είχαν καμία σχέση. Και που μετά εξαναγκάστηκε από τους ίδιους Γερμανούς στρατιώτες να τους μαγειρέψει κοτόπουλα που τα ‘χαν κλέψει από κάπου, ενώ οι γιοί της κείτονταν νεκροί στην άκρη του δρόμου. Θα ‘θελα να την είχα γνωρίσει όσο ζούσε, θα ‘θελα να ‘χα μπορέσει να της πω πόσο ντρέπομαι: πόσο ντρέπομαι που μεγάλωσα σε μια Γερμανία που ποτέ της δεν νοιάστηκε για τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν στην Ελλάδα, σε μια Γερμανία που ποτέ δεν σκέφτηκε σοβαρά να της πληρώσει μια αποζημίωση. Πόσο ντρέπομαι που μεγάλωσα σε μια χώρα που αρνείται μέχρι σήμερα να πληρώσει στην Ελλάδα τις επανορθώσεις.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον Νίκο Ερηνάκη. Θα ‘θέλα να ήξερα περισσότερα για τον χρόνο που έζησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν. Θα ‘θελα να τον είχα ρωτήσει πολλά πράγματα όταν ακόμα ζούσε. Θα ‘θελα να ήξερα πώς θα ένιωθε, αν μάθαινε ότι η γυναίκα του και τα παιδιά του δεν πήραν τελικά ολόκληρη την αποζημίωση που του είχε υποσχεθεί η γερμανική νομοθεσία τον Αύγουστο του 2000. Θα ‘θελα να ήξερα τι θα ‘λεγε, ακούγοντας όλες τις σάπιες δικαιολογίες της Γερμανίας.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τη γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου, την Loni Oberländer. Θα ‘θελα να ήξερα, αν ποτέ αναμετρήθηκε με τη συμμετοχή του παππού μου και τη δική της, από μικρή κιόλας, στον εθνικοσοσιαλισμό, τότε ή έστω μετά τον πόλεμο. Θα ‘θελα να ήξερα πώς μπορώ να συμφιλιωθώ με τα αισθήματά μου για μια γλυκιά και στοργική γιαγιά, ξέροντας ότι ήταν ναζί.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον Ηλία Όσμο, που οχτάχρονος πνίγηκε καθ’ οδόν προς το Άουσβιτς μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια του Ρόζα και Σολομώντα, μαζί με τον πατέρα τους Δαυίδ και μαζί με ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα των Χανίων. Θα ‘θελα να ήξερα αν ονειρευόταν να γίνει Ραβίνος σαν τον παππού του. Θα ‘θελα να γινόταν να τον συναντήσω. Να τον συναντήσω σε μια πόλη που θα ‘χε μείνει ανέπαφη από αυτόν τον παράλογο πόλεμο. Θα ‘θελα να μπορούσα να μιλήσω μαζί του χωρίς να περιχαρακώνουν την ταυτότητά μας έννοιες όπως “Εβραίος”, “Γερμανός”, “Ραβίνος”, “τελική λύση”, χωρίς να βαραίνουν πάνω στην επικοινωνία μας.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τη Βικτώρια Φερμών, τη μοναδική Εβραία που επέζησε στα Χανιά, όταν οι Γερμανοί συνέλαβαν όλα τα μέλη της κοινότητας στις 19 Μαΐου 1944. Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερε να επιζήσει τους υπόλοιπους μήνες της κατοχής, αναρωτιέμαι πότε έμαθε ότι ήταν η μόνη που επέζησε. Θα ‘θελα να ήξερα πώς ένιωθε, όταν χρόνια αργότερα άρχισαν Γερμανοί τουρίστες να επισκέπτονται το νησί της Κρήτης, την πόλη των Χανίων, την “Oβραϊκή”, την παλιά εβραϊκή συνοικία της πόλης. Θα ‘θελα να ήξερα τι ένιωθε όταν έβλεπε τους παλιούς στρατιώτες να επιστρέφουν στον τόπο των εγκλημάτων τους, τι ένιωθε για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, αυτή που δεν της έμελλε ποτέ να κάνει δικά της παιδιά.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον παππού μου Felix Fischer, θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα από αυτά τα λίγα, ότι δηλαδή για μια περίοδο ήταν στρατιώτης στην Αθήνα κι ότι στο τέλος του πολέμου αιχμαλωτίστηκε στη Γαλλία. Θα ‘θελα να ήξερα τι είδε και τι έκανε. Θα ‘θελα να ήξερα πώς αναλογιζόταν τον πόλεμο μετά, πώς έβλεπε τον ρόλο του στον εθνικοσοσιαλισμό και τη συμμετοχή του στα Τάγματα Εφόδου. Και θα ‘θελα να ήξερα ποιον θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνατο του μεγαλύτερου γιου του στον πόλεμο της Κριμαίας.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον πατέρα μου Wolfgang Fischer, που στο Γ’ Ράιχ ήταν παιδί. Θα ‘θελα να ήξερα, αν ποτέ του αναρωτήθηκε, γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός του Peter, στην ηλικία των 18 χρόνων, κατατάχτηκε οικειοθελώς στον στρατό για έναν πόλεμο από τον οποίο πρέπει σίγουρα να ήξερε ότι δεν θα γύριζε πίσω ζωντανός. Θα θελα να ήξερα πώς κατάφερε ο πατέρας μου μια ολόκληρη ζωή να αποφύγει να τεθεί ενώπιος ενωπίω με αυτό τον θάνατο. Αναρωτιέμαι, αν ποτέ του κατάλαβε, ότι η σιωπή που επακολούθησε μας εμπόδιζε, εμένα και τον αδελφό μου, να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο γύρω μας. Θα ‘θελα να τα ‘χα σκεφτεί όλα αυτά νωρίτερα, όταν ο πατέρας μου ζούσε ακόμα.
Πηγή: News247.gr