Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δηλώνει ότι είναι έτοιμος να προχωρήσει μαζί με το κράτος στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας
Εκπληξη επεφύλασσε η τελευταία ομιλία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυβέρνηση καθότι ο προκαθήμενος της Ελληνικής Εκκλησίας εμφανίστηκε με δηλώσεις του πρόθυμος να προχωρήσει από κοινού με την κυβέρνηση στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τα έσοδα να διατεθούν στο μεγάλο βραχνά του χρέους, που κρατά δέσμια την ελληνική οικονομία. Μάλιστα, για την εξεύρεση λύσης, έδειξε έτοιμος να συζητήσει το θέμα με τον πρωθυπουργό, με τον οποίο άλλωστε έχουν «χημεία» και σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης. Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, διευκρίνισε ότι δεν μιλά για πώληση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά για αξιοποίησή της, προκειμένου να παραμείνει σε ελληνικά χέρια. «Το θέμα αυτό θα συζητηθεί εν ευθέτω χρόνω με τον πρωθυπουργό», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος. Παράλληλα, δεν παρέλειψε να στείλει το δικό του μήνυμα προς την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ σημειώνοντας: ««Δεν έχω διαφορές μαζί της, αλλά ό,τι μπορεί να γίνει υπέρ του ελληνικού λαού, θα ήταν ευπρόσδεκτο». Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέφερε, τέλος, ότι η κ. Μέρκελ είχε αποστείλει τον εκπρόσωπο της καγκελαρίας για την ελληνογερμανική συνεργασία Γιοακίμ Φούχτελ στην Αρχιεπισκοπή, προκειμένου να έχει συνομιλίες μαζί του.
Εκκλησιαστική περιουσία
Μεγάλη κουβέντα πάντως γίνεται για την Εκκλησιαστική περιουσία… Ποια η σχέση της με το Ελληνικό κράτος; Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), ουκ ολίγες φορές είχαμε απαλλοτριώσεις…
@ Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το “Εκκλησιαστικό Ταμείο”. Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση – εκ μέρους επιτηδείων – ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια.
# Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία “χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων”. Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.
# Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (“αγροτικός νόμος”) και άλλους μεταγενέστερους απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους “προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας”. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομμύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομμύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργική γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ και η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.
# Με τον κωδ. νόμο 4684/1931 περί “Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας” αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολό του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-44).
@ Με την από 18/9/1952 “Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων”, η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομένουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922 – 32. # Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο “ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα” (περιοδικό “Εκκλησία” 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν:
ΔΗΜΟΣΙΟ: 43.598.000 στρέμματα
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ: 15.553.200 στρέμματα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ: 1.282.300 στρέμματα
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ: 1.098.400 στρέμματα
Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργήσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας.
# Ήδη από τις αρχές του 2014 ολοκληρώθηκε, παραδόθηκε και παρουσιάστηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος η μελέτη-καταγραφή της περιουσίας της Ελληνικής Εκκλησίας από την PricewaterhouseCoopers. Στην όλη προσπάθεια καθοριστικό ρολό έχει το Δικηγορικό Γραφείο Μπερνίτσα. Για αυτό άλλωστε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τίμησε στα μέσα Οκτωβρίου με τον χρυσό σταυρό του Αποστόλου Παύλου, την ανώτατη τιμητική διάκριση της Εκκλησίας της Ελλάδος, τους νομικούς Μαρίνο και Παναγιώτη Μπερνίτσα. Όπως επισήμανε σε εκείνη την Σύνοδο ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος «λίγοι γνωρίζουν το τι έδωσε η Εκκλησία στη χώρα. Το 1952 προσέφερε από τα σπλάχνα της 750.000 στρέμματα γης, 600.000 στρέμματα βοσκοτόπων και δάση και 150.000 στρέμματα αγρών. Όσα παρέμειναν, λίγα αλλά μεγάλης αξίας, δεσμεύτηκαν με βαριές αλυσίδες, με πέντε και έξι νόμους με τους οποίους επιβαρύνεται το κάθε κτήμα».