Βρετανική Κυβέρνηση και Μουσείο είπαν «όχι» στο αίτημα για επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα και της διαμεσολάβησης της UNESCO
Την απόρριψη της πρότασης της UNESCO να διαμεσολαβήσει μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας ώστε να καθοριστεί η τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, γνωστοποιούν με επιστολές τους προς τον διεθνή οργανισμό η διοίκηση του μουσείου και η βρετανική κυβέρνηση.
Εκ μέρους των εφόρων (‘trustees’) του Βρετανικού Μουσείου ο Πρόεδρος του Δ.Σ. σερ Ρίτσαρντ Λάμπερτ αναφέρει αρχικά ότι η πλέον εποικοδομητική οδός σε θέματα πολιτισμού είναι η απευθείας συνεργασία με άλλα μουσεία και πολιτιστικούς θεσμούς. Επισημαίνει τη μακρά ιστορία συνεργασίας του Βρετανικού Μουσείου με την UNESCO στη διαφύλαξη και προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που βρίσκεται σε κίνδυνο, επισημαίνοντας ότι τα σωζόμενα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.
Στην επιστολή τονίζεται ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι κρατικός φορέας και οι συλλογές του δεν ανήκουν στη βρετανική κυβέρνηση, παρατήρηση που αφήνει να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση δεν έχει λόγο στη διαχείριση των Γλυπτών. Σε ό,τι αφορά τη θέση του Μουσείου, αναφέρεται πως τα Γλυπτά εκτίθενται σε ένα διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο σε κάθε μουσείο και αυτό είναι προς όφελος του κοινού διεθνώς.
Προστίθεται δε ότι «οι ειδικοί ομόφωνα αναγνωρίζουν ότι ο αρχικός γλυπτικός διάκοσμος δεν μπορεί να αποκατασταθεί στο σύνολό του καθώς πολλά στοιχεία του έχουν χαθεί, ενώ τα μέρη που έχουν διασωθεί δεν μπορούν ποτέ να επανατοποθετηθούν στο κτίριο».
Στη συνέχεια σημειώνεται η συνεργασία του Βρετανικού με ελληνικά μουσεία και πανεπιστήμια με μια έκκληση συνέχισής της με στόχο την αναζήτηση νέων τρόπων προβολής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Η κυβερνητική επιστολή υπογράφεται από τον αρμόδιο Υφυπουργό Πολιτισμού Εντ Βέιζι και τον Υπουργό Ευρώπης Ντέιβιντ Λίντινγκτον. Όπως σημειώνεται, «το γεγονός παραμένει ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο αποκτήθηκαν νομίμως από τον λόρδο Έλγιν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της εποχής».
Παράλληλα αναφέρεται ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ελληνική πλευρά επιδιώκει κάτι διαφορετικό με τη διαμεσολάβηση από τη μόνιμη μεταφορά των Γλυπτών στην Ελλάδα με όρους που θα αρνούνταν το δικαίωμα ιδιοκτησίας του Βρετανικού Μουσείου, η βρετανική κυβέρνηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαμεσολάβηση δε θα επιφέρει ουσιαστική πρόοδο. Επίσης, σημειώνεται ότι ούτε η βρετανική κυβέρνηση ούτε το Βρετανικό Μουσείο είναι ενήμεροι για τυχόν νέα επιχειρήματα ως προς το αντίθετο από το 1985, οπότε το επίσημο ελληνικό αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών απορρίφθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση
Η επιστολή συμπληρώνει πως οι έφοροι του Βρετανικού Μουσείου δεσμεύονται από νόμο κατά της παραχώρησης αντικειμένων από τις συλλογές που φιλοξενούνται εκεί. Καταλήγει με το επιχείρημα ότι η παρουσία των Γλυπτών στο Λονδίνο στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιστορίας έχει ανυπολόγιστα διεθνή οφέλη.
Οι επιστολές, με ημερομηνία 26 Μαρτίου, συμπίπτουν με την έναρξης έκθεσης στο Βρετανικό Μουσείο με θέμα το σώμα στην αρχαία ελληνική τέχνη, στην οποία φιλοξενούνται και έξι εκθέματα από τη συλλογή των Γλυπτών του Παρθενώνα – μεταξύ αυτών και το άγαλμα του ποτάμιου θεού Ιλισσού, ο δανεισμός του οποίου στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξύ άλλων και από την ελληνική κυβέρνηση. Και αντιπαραβάλλουν το γεγονός ότι «με χαρά ενημερωθήκαμε ότι σε έξι μόλις εβδομάδες, είχαν την ευκαιρία να το θαυμάσουν περί τις 140.000 Ρώσοι επισκέπτες».
Η βρετανική απάντηση, λίγες ημέρες πριν λήξει η 18μηνη διορία που είχε δώσει η UNESCO, ανοίγει τον δρόμο για την ανάληψη νομικής δράσης από την ελληνική κυβέρνηση. Πληροφορίες του ΣΚΑΪ αναφέρουν ότι η βρετανική νομική ομάδα υπό τον Τζέφρι Ρόμπερτσον, στην οποία συμμετέχει και η Αμάλ Κλούνεϊ, έχουν σχεδόν έτοιμες τις νομικές συστάσεις προς την ελληνική πλευρά σε ένα έγγραφο εκατοντάδων σελίδων.
Πηγές εκτιμούν ότι νομικές εξελίξεις αναμένονται «αν όχι εντός εβδομάδων, τότε εντός των προσεχών μηνών».
Απάντηση στη βρετανική απόρριψη της πρότασης της UNESCO αναμένονται από το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού και τη Βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα.