Τα μπινελίκια των αρχαίων Ελλήνων ωχριούν μπροστά στην έκφραση περί μεζέων του Κώστα Ζουράρη
Δεν είναι λίγοι αυτοί που σοκαρίστηκαν από το …απόφθεγμα του Κώστα Ζουράρη μας «έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος» που χρησιμοποίησε από το βήμα της Βουλής αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος χρησιμοποιεί τέτοια έκφραση. Οι γηραιότεροι ενδεχομένως να θυμούνται εκφράσεις όπως ««τοις επι χρήμασι εκδιδομένης γυναικός το σιδηρούν κιγκλίδωμα», ή «Οδευε εις συνουσίαν» και άλλες όπως: «Ευμεγέθους σωματικής διάπλασης ατομικός εραστής», «Τα εκ μεταξίου γενόμενα εσωενδύματα εκ μεταξίου γενόμενα οπίσθια απαιτούσι», «Συγγνώμη εύειδες κοράσιον, ο σος πατήρ σακχαροπλάστης ετύγχανε ών;», «Εκοπρίσθη η φοράς παρά τοις αλωνίοις», «Λαβέ ταύτα Ελισσάβετ και ποίησέ τα επί πλαισίου ( Πάρτα Λίζα….)» και βέβαια «Αφόδευε υψηλά και ηγνάντει»
Όμως, και οι πολύ παλαιότεροι πρόγονοί μας, τα έριχναν τα μπινελίκια τους και μάλιστα δεν φείδονταν χαρακτηρισμών καθότι η ελληνική γλώσσα πλούσια με εκπληκτικές δυνατότητες… Στο βιβλίο του Μάριου Βερέττα, “Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων”, καταγράφονται μεταξύ άλλων οι εξής αρχαίες βρισιές:
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ: φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει τον φαλλό [ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΒΔΕΩ: πέρδομαι [βδέω = βρωμάω]
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ: κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα
ΓΟΓΓΥΛΗ: βυζί / στήθος [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ: μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
ΔΡΟΜΑΣ: πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
ΕΣΧΑΡΑ: γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραία οπίσθια [εύπυγος = ευ + πυγή ]
ΚΑΣΣΩΡΙΣ: πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει πέος [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο πέος [πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας που εκστομίζει ακατάπαυστα χαζομάρες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
ΗΔΟΝΟΘΗΚΗ: το αιδοίο
ΚΥΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ: αυτός που περπατά επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΛΕΧΡΙΟΣ: [ > λέχριος (λεχρίτης)]
ΛΥΔΙΑ: η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.
ΛΟΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο [> λόχμη (θάμνος)]
ΣΠΟΔΗΡΙΛΑΥΡΑ: αυτός που τρώει κόπρανα [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
“Τα πολυάριθμα “βρωμόλογα” των αρχαίων Ελλήνων, υποδεικνύουν ότι οι πρόγονοί μας χυδαιολογούσαν συχνότατα και αισχρότατα, ακριβώς όπως κι εμείς (…). Πάντως το παρόν ρυπαρογράφημα μπορεί να εξυπηρετήσει και… παιδαγωγικούς σκοπούς. Διότι η γνώση της αρχαίας χυδαιολογίας αποτελεί εν δυνάμει άλλον έναν τρόπο για να αγαπήσουμε και να μάθουμε τα αρχαία ελληνικά!”, σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας.
“Αποσκότισόν με” έλεγαν σε κάποιον για να πάψει να τους σκοτίζει, ενώ “μαψ”, ήταν ο ανόητος. Η λέξη έχει επιβιώσει μάλιστα μέχρι σήμερα ως “μάπας” και είναι μια από τις πιο αρχαίες βωμολοχία.
Από το ιστολόγιο kleitor, αλιεύουμε επίσης:
Αμάρευμα: κατακάθι της κοινωνίας (ους. αμάρα=χαντάκι)
Βδέλυγμα: σίχαμα
Έκφαυλος: ατιμασμένος
Κόβαλος: παράσιτο
Κόπρειος: τιποτένιος
Μιάστωρ: μίασμα
Σκωραμίς: απατεώνας / καθίκι
Όπως σημειώνει άλλωστε ο Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιο του, δημοφιλής και με αρνητική χροιά ήταν και η λέξη αρχολίπαρος που σημαίνει “αυτός που ποθεί σφοδρά την εξουσία” αλλά και “ο ευτελώς πρόθυμος προς τους κατέχοντες την εξουσία”. Και για το τέλος, πώς προέκυψε η λέξη βωμολοχία
Βωμολοχία: βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία
Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και ως εκ τούτου, επιτίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις. Άρχιζε τότε μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη και υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς. Αυτή η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε βωμολοχία. Βωμολόχος είναι λοιπόν ο περί τους βωμούς λοχών (παραμονεύων, ενεδρεύων) επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.