Προσεγγίζοντας κανείς το κεφαλοχώρι του Φιλωτίου, η εικόνα του χωριού που ξεπροβάλλει σε υψόμετρο 400 μέτρων ανάμεσα στις εντυπωσιακές πλαγιές του όρους Ζα, περιτριγυρισμένο από πυκνούς ελαιώνες, σίγουρα δεν φέρνει στο νου το συνηθισμένο σκηνικό των Κυκλάδων.
Και όντως, το πολυπληθέστερο χωριό της Νάξου και ένα από τα μεγαλύτερα σε όλα τα κυκλαδονήσια, θυμίζει κατά μία έννοια ηπειρωτικό προορισμό, με την κεντρική πλατανοσκέπαστη πλατεία, τα καφενεία και τις ταβέρνες όπου κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο και δίπλα στη μαρμάρινη βρύση βρίσκουν δροσερό καταφύγιο ντόπιοι κι επισκέπτες, τις μυρωδιές των κρεατικών στα κάρβουνα που σε κατακλύζουν από το μεσημέρι – εδώ εξάλλου χτυπούσε ανέκαθεν η κτηνοτροφική καρδιά του νησιού.






Σ’ αυτό ακριβώς το κτίσμα που βρίσκεται στη σκιά των περίτεχνων καμπαναριών της Παναγιάς Φιλωτίτισσας, εμφύσησε ξανά πνοή ζωής ο πατέρας Ιωάννης Μανιός με την ιδέα ενός Λαογραφικού και Εκκλησιαστικού Μουσείου του χωριού, και με τις σπουδαίες στη συνέχεια ενέργειες υλοποίησής του, από τη σύζυγό του κ. Μαρία, τον φιλόλογο και τέως λυκειάρχη κ. Αντώνη Τζιώτη, τη νομικό σύζυγό του κ. Δέσποινα Προμπονά-Τζιώτη και βέβαια το Δημοτικό Συμβούλιο Φιλωτίου.
Οι ιδιαίτερα δραστήριοι πολιτιστικά κάτοικοι του χωριού, που μάλιστα φροντίζουν ενεργά για την τήρηση των τοπικών παραδόσεων και την αναβίωση εθίμων, δεν άργησαν να ανταποκριθούν, κι έτσι ως τις 15 Μαΐου 2022 που το Λαογραφικό και Εκκλησιαστικό Μουσείο Φιλωτίου άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό, όλα τα έπιπλα και τα σκεύη που εκτίθενται και αναπαριστούν τις συνήθειες και τις ασχολίες μιας εποχής που μοιάζει τόσο μακρινή, είχαν συγκεντρωθεί από νοικοκυριά του χωριού και τις ευγενικές παραχωρήσεις των Φιλωτιτών.

Αντικείμενα που ψιθυρίζουν ιστορίες, εικόνες που οι παλαιότεροι ζουν μ΄ αυτές
Ολοζώντανοι πλέον οι θολωτοί χώροι των παλιών ελαιοτριβείων, μας υποδέχονται αναβιώνοντας καταρχήν ένα ναξιώτικο σπιτικό του 1920, δημιουργώντας την αίσθηση ότι παρατηρούμε την καθημερινότητα μιας οικογένειας των αρχών του 20ου αιώνα. Προς έκπληξή μας διαπιστώνουμε ότι το πρώτο δωμάτιο λειτουργούσε σαν ενιαίος χώρος: συνάθροισης της οικογένειας, υποδοχής των επισκεπτών, παράθεσης βεγγέρων, αλλά ταυτόχρονα εδώ βρισκόταν και η κουζίνα και το υπνοδωμάτιο, που μάλιστα δεν διέθετε ιδιωτικότητα μέσω κάποιας πόρτας, αλλά μόνο χάρη σε μια κουρτίνα που απλά κάλυπτε πίσω της το κρεβάτι του ζευγαριού.


Πλάι του, μια καλοδιατηρημένη βρεφική κούνια, βαφτιστικά ρούχα του 1932, γαμήλια νυφικά του 1936, παλιές σερβάντες διακοσμημένες με εργόχειρα αληθινά έργα τέχνης, παλιά σερβίτσια, αλλά και το πρώτο ραδιόφωνο που ήρθε στο χωριό και λειτουργούσε με μπαταρίες. Στην κεντρική τραπεζαρία δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις ένα τραπεζομάντηλο – σωστό οικογενειακό κειμήλιο 200 ετών, αλλά και στα γύρω ξυλόγλυπτα έπιπλα τα παλιά μαξιλάρια, κεντημένα με παραστάσεις από το φυσικό τοπίο της Νάξου. Η ξεναγός μας στο μουσείο κ. Δέσποινα Προμπονά, μας βεβαιώνει ότι τα ελάφια που αναπαρίστανται σε κάποια, όντως, υπήρχαν στην περιοχή.
Προικιά, κοφτά, λεπτεπίλεπτες δαντέλες, παραδοσιακές στολές, όλα φινετσάτα, φτιαγμένα με μεράκι και κόπο, μάρτυρες της εποχής όπου η τέχνη του χειροποίητου δεν είχε χάσει την άνιση μάχη με τη μαζική παραγωγή. Το πιστοποιούν, από τη μια η ρόκα και το αδράχτι με τα οποία φτιαχνόταν νήμα από μαλλί για πλέξιμο αλλά και για τα υφαντά του αργαλειού, ο οποίος εκτίθεται λίγο παρακάτω, κι από την άλλη η εξέλιξη της τεχνολογίας με τη μορφή μιας παλιάς ραπτομηχανής.



Δεν λείπουν ούτε το παλιό γραμμόφωνο, η τσαμπούνα, το ταμπούκι από δέρμα ζώου -το χειροποίητο, κρουστό, ποιμενικό μουσικό όργανο- και οι παλιές ζυγαριές. Και αυτές, όπως και το μαγκάλι στο θολωτό πετρόχτιστο τζάκι, το λαδοφάναρο, οι λάμπες πετρελαίου, τα παλιά μπακιρένια σκεύη, οι κουτάλες από κέρατα ζώων, ο χειρόμυλος για το άλεσμα μικροποσοτήτων σιτηρών στο σπίτι, το ξύλινο ψυγείο πάγου, τα πήλινα κιούπια όλων των μεγεθών για το λάδι, τα ξερά σύκα και το κρασί, και το πιο πρωτότυπο όλων, το πήλινο σφούνι για την άντληση του κρασιού, αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας κάθε νοικοκυριού.



Φτάνοντας δε μπροστά στις σκάφες και τις πινακωτές για το ζύμωμα του ψωμιού, μπορεί κανείς εύκολα να φέρει στο νου την εικόνα των Φιλωτισσών, που μαζεύονταν κάθε Σάββατο για να ψήσουν το ψωμί της εβδομάδας, «με όλο τον τόπο να πλημμυρίζει αρώματα από το ψωμί που ψήνονταν, τα φρύγανα και τα ξύλα που έκαιγαν, το σαπούνι που πλένονταν μετά», μας αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Δέσποινα, εμφανώς συγκινημένη από προσωπικές μνήμες μιας εποχής όχι και τόσο μακρινής τελικά.
Η αναβίωση των παλιών επαγγελμάτων
Πριν το πέρασμα στο δεύτερο τμήμα του μουσείου, όπου παρουσιάζονται τα παραδοσιακά επαγγέλματα, μεσολαβεί η ενδιαφέρουσα ενότητα του Εκκλησιαστικού Μουσείου. Είναι η αίθουσα όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει λειτουργικά σκεύη και κειμήλια που χρονολογούνται στον 19ο αιώνα, περίτεχνα κεντημένα άμφια διαφόρων περιόδων, κάποια εκ των οποίων ρωσικής προέλευσης, εκκλησιαστικά βιβλία, τάματα, παλιές εικόνες από κοντινά μοναστήρια και κολυμπήθρες όπου βαφτίστηκαν πολλοί Φιλωτίτες. Την προσοχή μεταξύ των εκθεμάτων τραβά ένας κηροπλάστης, ένα μανουάλι του 1928 και μια σπάνια εικόνα του 1790. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη κατασκευή πάνω σε μέταλλο που αναπαριστά τη δίκη του Χριστού, με προέλευση από την Κωνσταντινούπολη. Στο σημείο αυτό, η κ. Δέσποινα κάνει μια άκρως ενδιαφέρουσα παρένθεση για να μας διευκρινίσει τη σχέση με την Κωνσταντινούπολη όπως και με τη Μικρά Ασία των Φιλωτιτών, οι οποίοι: οι μεν άντρες έβρισκαν εκεί δουλειά ως αμπελοκαλλιεργητές, οι δε κοπέλες δούλευαν σε σπίτια Γάλλων για να φτιάξουν την προίκα τους.



Η σχέση με τη γη εξάλλου παρουσιάζεται παραστατικά και στο τελευταίο μέρος της επίσκεψης, με το χώρο του ενός ελαιοτριβείου να διατηρεί πολλά από τα αυθεντικά του χαρακτηριστικά, όπως την παλιά μυλόπετρα, το πιεστήριο, τη σκάφη όπου έπεφτε το νερό και το λάδι, τις μεζούρες που μετρούσαν σε οκάδες, τις ζυγαριές με τα δράμια και τα κιλά. Ο γεωργός έχει τη δική του γωνιά με το βαρύ άροτρο και το αλέτρι, τα ηνία, τις σιδερένιες σφήνες, τα σκεπάρνια για τις αγροτικές εργασίες και τα διχάλια αλωνίσματος να τιμούν τον καθημερινό του μόχθο στα χωράφια.
Εξίσου τιμάται και η δύσκολη ζωή του βοσκού στα ορεινά της Νάξου, μέσα από μια σειρά γνήσιων αντικειμένων όπως η απίστευτα βαριά καζακίνα, η πυκνοπλεγμένη από τρίχα κατσίκας κάπα του, τα επίσης εντυπωσιακά βαριά, δερμάτινα παπούτσια του με τα χειροποίητα κορδόνια και το λάστιχο, καθώς και το καζάνι για το γάλα και την πιτιά, τα καλάθια από βούρλα όπου έμπαινε το τυρί, αλλά και η πόρτα ενός μητάτου με παμπάλαιο σύστημα ασφαλείας.

Αναφορές γίνονται επίσης στις ασχολίες του μελισσοκόμου, του αγγειοπλάστη -του επονομαζόμενου «Σιφνιού» λόγω της καταγωγής του- που προμήθευε με στάμνες τα νοικοκυριά ώστε να αντλούν νερό από το πηγάδι και του σχοινοποιού που έφτιαχνε σχοινιά από τις ίνες του φυτού αθάνατος.
Όσο για το ρόλο του ταχυδρόμου, την αξία του αντιλαμβάνεται κανείς μέσα από τις εξηγήσεις της ακούραστης ξεναγού μας, η οποία δείχνοντάς μας τα καλάθια των ταχυδρόμων, μας εξηγεί πως εκεί χωριανοί έβαζαν ό,τι είχαν να στείλουν στους δικούς τους, πως ο ταχυδρόμος του χωριού τα κατέβαζε ως τη Χώρα για να ανέβουν με ανεμόσκαλα στο πλοίο, και τη χαρά που έκαναν όταν ερχόταν πίσω η απάντηση στο γράμμα, αλλά και το «δέμα της ανταλλαγής» που ως απάντηση σε όποια ντόπια προϊόντα έστελναν, ήταν συνήθως καραμέλες ή σοκολάτες από την πόλη.


Το συναίσθημα ζωντανεύει και γεμίζει το χώρο για άλλη μια φορά και αντιλαμβάνεσαι ότι είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που κάνει τόσο υπέροχη την εμπειρία της επίσκεψης στο Λαογραφικό – Εκκλησιαστικό Μουσείο Φιλωτίου. Γιατί όπως χαρακτηριστικά μας αναφέρει η κ. Δέσποινα στο κατώφλι του παλιού ελαιοτριβείου, «καθώς συνυπάρχουν τα αντικείμενα παλιών φιλενάδων, είναι σαν να συνυπάρχουν οι ψυχές τους».
Πληροφορίες από: https://www.travel.gr