Νάξος, Άγιος Προκόπιος. Καλοκαίρι. Ο ήλιος λιώνει την άμμο, οι ομπρέλες απλώνονται σαν πολύχρωμα πέταλα και η θάλασσα αστράφτει στο βάθος. Και ξαφνικά, μέσα στον γνώριμο παλμό της παραλίας, ακούγεται η φωνή: “Donats, βρε donats!” ή μήπως είναι “Donats, fresh donats!”
Δεν χρειάζεται να κοιτάξεις. Ξέρεις. Είναι ο κυρ Θόδωρας. Η πιο χαρακτηριστική μορφή του Αγίου Προκοπίου.
Για 31 συνεχόμενα καλοκαίρια, περπατά πάνω στην καυτή άμμο, με τον δίσκο στους ώμους γεμάτο λουκουμάδες. Όχι τους λουκουμάδες του φούρνου – τους άλλους. Αυτούς που μυρίζουν παιδική ηλικία, αρμύρα και ζάχαρη. Αυτούς που κρύβουν μέσα τους τα καλοκαίρια μας.
Σκουρόχρωμος από τον ήλιο, πάντα με το καπέλο, τα μικρά γυαλιά ηλίου και ένα κορδόνι να τα κρατά γερά, κουβαλά το ίδιο πάθος κάθε μέρα. Από το πρωί στις 10 μέχρι αργά το απόγευμα, ανεβοκατεβαίνει τα 4 χιλιόμετρα της παραλίας – όχι μία φορά, αλλά ξανά και ξανά, γιατί έτσι κάνει εδώ και τρεις δεκαετίες.
Πονάει; Φορά tape στο πόδι – κι όμως συνεχίζει. Δεν τα παρατά. Δεν «έχει γεράσει». Δεν περιμένει τίποτα. Κάνει το καθήκον του με πεισματική αγάπη, με σεβασμό στη δουλειά του, με καλοσύνη που δεν διαφημίζεται αλλά την αισθάνεσαι όταν σου προσφέρει λουκουμά και καραμέλα στα παιδιά.
Ταπεινός ακόμη κι όταν του ζητάνε να πει το όνομά του: «Τι το θες το όνομά μου; Γράψε για τον λουκουμά του Αγίου Προκοπίου. Αυτόν ξέρουν όλοι!»
Μα ο λουκουμάς είναι αυτός. Είναι ο κυρ Θόδωρας. Είναι το καλοκαίρι μας σε ανθρώπινη μορφή.
Η Νάξος που δεν αλλάζει, που επιμένει, που δεν πουλιέται εύκολα σε καρτ-ποστάλ, αλλά ζει στην καθημερινότητα ανθρώπων σαν κι εκείνον.
Μέσα στην πολύβουη παραλία, ανάμεσα σε γέλια, παιχνίδια, φωνές παιδιών και ρακέτες, υπάρχει αυτή η σιωπηλή σταθερά: Ο κυρ Θόδωρας με το δίσκο του.
Που δεν έχει λείψει ούτε ένα καλοκαίρι. Που έγινε η φωνή που ψάχνουμε κάθε πρωί.
Που αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεσαι πτυχία για να εμπνεύσεις σεβασμό.
Χρειάζεσαι θέληση, ψυχή και αξιοπρέπεια.
Γιατί τελικά, τα «donats του Αγίου Προκοπίου» δεν είναι λιχουδιά.
Είναι μνήμη, σταθερότητα και ελπίδα πως μερικά πράγματα παραμένουν ατόφια, απλά και όμορφα. Όπως ο ίδιος ο κυρ Θόδωρας.