«Η παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή εισέρχεται σε μια νέα φάση ύστερα από τη λήξη του πολέμου στο Ιράν. Παρότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις αποτελούν πλέον παρελθόν, χωρίς, παρόλα αυτά, να παραμένει βέβαιη η σταθερότητα στην περιοχή, το αποτύπωμα της σύρραξης παραμένει ενεργό, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον με έντονη ρευστότητα και συνεχιζόμενη αβεβαιότητα.
Πολύ περισσότερο που προηγήθηκαν οι διακυμάνσεις των δασμολογικών επιβολών από την αμερικανική κυβέρνηση με επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα για διακοπές, ακόμα και αν αυτό δεν έχει φανεί ακόμα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο παγκόσμιος τουρισμός καλείται να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές του και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, ειδικά σε ότι αφορά τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου».
Αυτά αναφέρονται σε έκθεση που συνέταξε η ομάδα της MTC GROUP με επικεφαλής τον Νότη Μαρτάκη και την πολύτιμη βοήθεια της δημοσιογράφου Βάγιας Σεραφειμίδου, Απόφοιτης Πολιτικών Επιστημών από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με Mεταπτυχιακές σπουδές στο International Hospitality, Events & Tourism Management.
Στην έκθεση προστίθενται και τα εξής σε ότι αφορά τις προοπτικές για το επόμενο έτος:
Η Ελλάδα, ως χώρα με ισχυρή τουριστική εξάρτηση, αντιμετωπίζει μια διττή πρόκληση: αφενός την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της περιφερειακής αποσταθεροποίησης και αφετέρου την αξιοποίηση των ευκαιριών που αναδύονται στο νέο γεωπολιτικό πλαίσιο.
Η έμμεση επίδραση του πολέμου στην τουριστική ψυχολογία υπήρξε σημαντική. Παρότι η Ελλάδα δεν συμμετείχε στον πόλεμο, η εγγύτητά της στην ευρύτερη ζώνη έντασης –Ανατολική Μεσόγειος και Μέση Ανατολή– είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρατημένη στάση ορισμένων ταξιδιωτών.
Σε αγορές όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Ασία, η αντίληψη της ασφάλειας εξακολουθεί να επηρεάζει τις καταναλωτικές αποφάσεις, ακόμη και όταν ο κίνδυνος είναι περισσότερο υποθετικός παρά πραγματικός. Η εικόνα της ασφάλειας ενός προορισμού συνιστά κρίσιμο παράγοντα στην παγκόσμια τουριστική ανταγωνιστικότητα και δεν επηρεάζεται μόνο από αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και από την επικοινωνιακή διαχείρισή τους.
Η Ελλάδα, ωστόσο, διαθέτει τις προϋποθέσεις για να επαναβεβαιώσει τη θέση της στον τουριστικό χάρτη. Η απουσία άμεσης εμπλοκής στις συγκρούσεις, η πολιτική σταθερότητα, η σύγχρονη τουριστική υποδομή και το ισχυρό πολιτιστικό της αποτύπωμα προσφέρουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η χώρα καλείται να κινηθεί μεθοδικά προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον, στην ενίσχυση της διεθνούς της εικόνας ως ασφαλούς, φιλόξενου και ευέλικτου προορισμού· και δεύτερον, στην αναπροσαρμογή της τουριστικής στρατηγικής προς μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και διαφοροποίηση, με έμφαση στις πολλαπλές εναλλακτικές της δυνατότητες.
Η επικοινωνιακή στρατηγική αποτελεί κρίσιμο εργαλείο. Η έγκαιρη προβολή της Ελλάδας ως σταθερού ευρωπαϊκού προορισμού, με έμφαση στην ποιότητα, την πολιτιστική εμπειρία και τη βιωσιμότητα, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών. Παράλληλα, απαιτείται στόχευση σε τουριστικές ομάδες που επιζητούν ήρεμο, ποιοτικό και αυθεντικό ταξιδιωτικό προϊόν. Η αξιοποίηση θεματικών μορφών τουρισμού –όπως ο πολιτιστικός, ο θρησκευτικός και ο τουρισμός ευεξίας– μπορεί να αποτελέσει μοχλό διαφοροποίησης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.
Ταυτόχρονα, η ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού αποκτά νέα στρατηγική σημασία. Οι εγχώριοι επισκέπτες μπορούν να λειτουργήσουν ως σταθεροποιητικός παράγοντας σε περιόδους διεθνούς αστάθειας, ιδίως εάν υποστηριχθούν μέσω κατάλληλων κινήτρων και πολιτικών. Η έμφαση σε επενδύσεις βιώσιμων υποδομών, η ανάδειξη λιγότερο προβεβλημένων προορισμών και η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου αποτελούν επίσης βασικά στοιχεία ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου.
Συνολικά, το 2026 δεν προσφέρει έναν «εύκολο δρόμο» για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά ανοίγει έναν δρόμο δυνατότητας και αναπροσανατολισμού. Η διαφαινόμενη λήξη του πολέμου στο Ιράν δεν εξαλείφει αυτομάτως τις προκλήσεις –απεναντίας, φέρνει στο προσκήνιο τη σημασία της στρατηγικής διορατικότητας, της ευελιξίας και της διαρκούς αναπροσαρμογής.
Η Ελλάδα, αν και δεν μπορεί να ελέγξει τις διεθνείς εξελίξεις, μπορεί και οφείλει να διαμορφώσει ένα στιβαρό και ανθεκτικό τουριστικό μοντέλο, ικανό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός κόσμου που αλλάζει. Και πάνω από όλα να επαναφέρει στο προσκήνιο το δίπτυχο «ποιότητα και ασφάλεια» αντί του «ήλιος και θάλασσα» που, όπως έχουμε υποστηρίξει και στο παρελθόν δεν παρέχει στη χώρα μας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα λόγω της διαμόρφωσης των τιμών στις γειτονικές μας χώρες.
Κρίσιμος επίσης παράγοντας είναι η εξέταση του θέματος του κόστους αεροπορικής προσβασιμότητας από το εξωτερικό που απορροφά μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος για τις διακοπές, με αποτέλεσμα τη συμπίεση της μέσης καταναλωτικής δαπάνης, παράγοντας κρίσιμος για την ενίσχυση των τοπικών οικονομιών.