Θάλασσα. Ο Ιγκορ Μπορίσοφ δεν χρειάζεται δεύτερη σκέψη. Αυτή είναι η ελληνική λέξη που ο διεθνώς αναγνωρισμένος Γάλλος φωτογράφος και ζωγράφος αγαπά περισσότερο – μια λέξη που συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό την ουσία της τέχνης του.
Η θάλασσα δεν αποτελεί μόνο έμπνευση για τον Μπορίσοφ, αλλά και έναν από τους βασικούς λόγους που επέλεξε να εγκατασταθεί στην Κίμωλο. Στη σύνδεσή μας μέσω Zoom, ξεχωρίζει η παραδοσιακή, κατάλευκη κουζίνα του παλαιότερου σπιτιού στον μικρό οικισμό Ψάθη, νοτιοανατολικά της Κιμώλου. «Ηταν πολύ σημαντικό για μένα να βρίσκομαι σε ένα αυθεντικό παραδοσιακό κυκλαδίτικο σπίτι. Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα», λέει στην «Κ».
Με πάνω από τρεις δεκαετίες εμπειρίας στην παιδική μόδα, συνεργασίες με οίκους όπως ο Τζόρτζιο Αρμάνι και η Burberry, αλλά και δημοσιεύσεις σε περιοδικά όλου του κόσμου όπως για παράδειγμα το Vogue Bambini, ο φωτογράφος, που ξεκίνησε την καριέρα του στο Παρίσι, γνώρισε την Ελλάδα από πολύ μικρή ηλικία. «Ημουν μικρό αγόρι όταν μαγεύτηκα από τη μυθολογία: τον Οδυσσέα, την Τροία, τον Αχιλλέα, τον Αγαμέμνονα. Οι Θερμοπύλες, η μάχη των Σπαρτιατών. Ολες αυτές οι ιστορίες με σημάδεψαν».
Στα Πολλώνια υπήρχε ένα μικρό μπλε καΐκι με έναν άνδρα μέσα. Ηταν σαν πειρατής. Επιβιβαστήκαμε με τη σύντροφό μου και περάσαμε οι τρεις μας, απέναντι στην Ψάθη, το λιμάνι της Κιμώλου
Στα 24 του, αποφάσισε να ανακαλύψει τη χώρα μας. Ετσι πήρε έναν χάρτη, τοποθέτησε το δάχτυλό του πάνω σε ένα πολύ μικρό νησί, δίπλα από την Πολύαιγο. «Εφτασα στη Μήλο και κατευθύνθηκα στο ψαροχώρι Πολλώνια. Στο λιμάνι υπήρχε ένα μικρό μπλε καΐκι με έναν άνδρα μέσα. Ηταν σαν πειρατής και περίμενε εκεί μόνος, δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Επιβιβαστήκαμε με τη σύντροφό μου και περάσαμε οι τρεις μας, απέναντι στην Ψάθη», θυμάται ο Μπορίσοφ.



Εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, έφτασε για πρώτη φορά στο λιμάνι της Κιμώλου. Η ζέστη ήταν σχεδόν αποπνικτική. Κι όμως, τίποτα δεν μπορούσε να μειώσει τη γοητεία του τόπου. Τον αποζημίωναν η καθαριότητα της μικρής κοινότητας και η καλοσύνη των λίγων κατοίκων.
Σκεφτόμουν συνεχώς ότι μια μέρα θα ζήσω στην Κίμωλο. Είναι σαν να ζω μια άλλη ζωή σ’ αυτό το μέρος. Είναι τρέλα
«Περπατούσα, περπατούσα και τελικά κατέβηκα ξανά στη θάλασσα. Ανακάλυψα έναν κόλπο. Εμοιαζε με τιρκουάζ πισίνα και γύρω της υπήρχαν λευκά βράχια και ψαράδες». Ο Μπορίσοφ γνώρισε εκεί την οικογένεια ενός ψαρά και αμέσως ένιωσε οικειότητα. «Η οικογένειά του έγινε και δική μου. Αισθανόμουν σαν να με υιοθέτησαν. Εκείνη τη μέρα ερωτεύτηκα τον τόπο και κάθε χρόνο επέστρεφα σε αυτό το μικρό χωριό», εξηγεί ο καλλιτέχνης.

Παρά τα πολλά ταξίδια που απαιτούσε η δουλειά του, η σκέψη του επέστρεφε διαρκώς στην Κίμωλο. Oπου κι αν βρισκόταν, πάντα κάτι τον συνέδεε με το νησί. «Σκεφτόμουν συνεχώς ότι μια μέρα θα ζήσω στην Κίμωλο. Είναι σαν να ζω μια άλλη ζωή σ’ αυτό το μέρος. Είναι τρέλα», τονίζει.
Τα πρώτα χρόνια που επέστρεφε στο νησί, ζούσε σε ένα μικρό σπίτι χωρίς νερό και φως. Τα παιδιά του ήταν μικρά και κοιμούνταν όλοι μαζί στην ταράτσα, κάτω από τα αστέρια. «Ηταν σαν να βρισκόμασταν σε βάρκα, στη μέση της θάλασσας. Παρακολουθούσαμε τα πεφταστέρια και παίζαμε το παιχνίδι του ποιος θα δει πρώτος κάποιο να πέφτει από τον ουρανό», μας λέει. Με τον καιρό, όμως, κατάφερε να δημιουργήσει εκεί το δικό του καταφύγιο.
Η προσωπικότητά του κέρδισε γρήγορα την αγάπη των ντόπιων, που εδώ και σχεδόν 40 χρόνια τον θεωρούν «δικό τους» άνθρωπο. Το 2004, ταυτίστηκε εντονότερα με το νησί, φωτογραφίζοντας όλα τα πρόσωπα του χωριού. Εικόνες που κοσμούν τον τοίχο ενός από τα πλέον διάσημα εστιατόρια του νησιού.

Στην Κίμωλο, άρχισε και να ζωγραφίζει. Πρώτα ήταν η βεράντα του σπιτιού. Μετά οι σκάλες, η εσωτερική αυλή και αργότερα το μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι του. Με την τέχνη του, ο Μπορίσοφ ήθελε να μεταμορφώσει αυτό το στενό πέρασμα σε έναν φωτεινό, προστατευμένο χώρο παιχνιδιού για τα παιδιά του νησιού. Με τα χρόνια, οι τοιχογραφίες του άρχισαν να «ξεφυτρώνουν» σε κάθε γωνιά του νησιού. Οι Κιμωλιάτες τού ζητούσαν να ζωγραφίσει στα δικά τους σπίτια, μια εικαστική εκδοχή του ελληνικού του οράματος.

Οπως δηλώνει, τα έργα του συνδέουν την αρχαία με τη σύγχρονη Ελλάδα. «Η Ελλάδα με εμπνέει με έναν αγνό τρόπο: από τη θάλασσα και τον βυθό, μέχρι τα πλάσματα της μυθολογίας. Αυτά τα θέματα υπάρχουν και στους πίνακές μου. Για παράδειγμα, το χταπόδι δεν είναι απλώς ένα χταπόδι αλλά ένας χαρακτήρας κάπως μυθολογικός», σημειώνει ο καλλιτέχνης. «Μεγάλο ρόλο παίζει, επίσης, και το χρώμα. Ξεκινά από το γκρίζο και το λευκό των Κυκλάδων και καταλήγει στο μπλε και το κόκκινο».

Έπειτα από έναν μεγάλο αριθμό εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ο Μπορίσοφ συνεχίζει να αντλεί έμπνευση από τις ομορφιές της ελληνικής φύσης, τις ανθρώπινες συναντήσεις και τα βιώματα που του χαρίζει η ζωή στο νησί. Η τέχνη αυτή, όπως λέει, τού βγαίνει αβίαστα: «Ζωγραφίζω όπως γράφω ένα γράμμα. Είναι κάτι που βγαίνει από μέσα μου και μόνο στο τέλος συνειδητοποιώ τι δημιούργησα».
Πληροφορίες από: https://www.kathimerini.gr