Aπό διπλάσιο έως και τριπλάσιο κόσμο από όσο θα έπρεπε «μαζεύουν» το καλοκαίρι γνωστές παραλίες της Δυτικής Πελοποννήσου. Πρόκειται για παραλίες που βρίσκονται μέσα στα όρια του εθνικού πάρκου Κοτυχίου – Στροφυλιάς ή στις προστατευόμενες ζώνες του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει επιστημονική μελέτη, ανοίγοντας τη συζήτηση για τα όρια της εκμετάλλευσης στις παραλίες που χρήζουν ειδικής προστασίας.
Την «εξίσωση» κλήθηκε να λύσει (ή, πιο ορθά, να δημιουργήσει) ομάδα επιστημόνων από το Παν. Αιγαίου (Αλεξάνδρα Τσούλιμπρκ, ερευνήτρια στο Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών, Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Περιβάλλοντος, Γιώργος Κόκκορης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ωκεανογραφίας, Μαρία Ελευθεριάδου, περιβαλλοντολόγος, και Ουρανία Τζωράκη, αν. καθηγήτρια στο Τμήμα Ωκεανογραφίας) για λογαριασμό του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος (ΟΦΥΠΕΚΑ), του φορέα που είναι υπεύθυνος για τις προστατευόμενες περιοχές.
Οι επιστήμονες κλήθηκαν να υπολογίσουν τη φέρουσα ικανότητα 12 παραλιών στη Δυτική Πελοπόννησο: Καλογριά, Μπούκα Καλογριάς, Μπούκα Πηνειού, Κέντρος, Φάλαρη, Μπρίνια, Κουνουπελάκι, Γιαννισκάρι στο Εθνικό Πάρκο Κοτυχίου – Στροφιλιάς. Και των παραλιών Μπούκα Ελαίας, Γιαννιτσοχώρι, Καϊάφας και Καλό Νερό στον Κυπαρισσιακό Κόλπο.
«Ο τουρισμός δεν θα πρέπει να απειλεί τη φυσική κληρονομιά των παραλιών που υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας, αλλά να συμβάλλει στη διατήρησή τους. Αυτό είναι και το επίκεντρο της συζήτησης περί βιώσιμης ανάπτυξης, όπου αναζητείται η ισορροπία μεταξύ ανθρώπινης δραστηριότητας και διατήρησης της φύσης», λέει στην «Κ» ο κ. Δημητρακόπουλος. «Χρειαζόμαστε μοντέλα υπολογισμού της φέρουσας ικανότητας των παραλιών, ώστε τα παράκτια συστήματα να συνεχίσουν να φιλοξενούν την πλούσια βιοποικιλότητά τους και να προσφέρουν σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες, αλλά και να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τις τοπικές οικονομίες μέσω του τουρισμού».
Οι επιστήμονες ξεκίνησαν καταγράφοντας τις διαστάσεις κάθε παραλίας και τα χαρακτηριστικά τους. Ορισαν ως περιοχές μελέτης τα σημεία που μισθώνονται από την πολιτεία για ομπρελοκαθίσματα και καθόρισαν ένα μέτωπο παραλίας μήκους 400 μέτρων, στο κέντρο των οποίων βρίσκονται οι παραχωρημένες εκτάσεις. Ο λόγος που μελετήθηκε μόνο η ζώνη των 400 μέτρων είναι επειδή σε αυτήν παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση επισκεπτών.
Στη συνέχεια οι επιστήμονες άρχισαν να μελετούν τέσσερις διαφορετικές πλευρές της φέρουσας ικανότητας: τη «φυσική» φέρουσα ικανότητα, δηλαδή την έκταση του αιγιαλού στην οποία υπολογίζεται η μέγιστη ημερήσια επισκεψιμότητα. Την «πραγματική» φέρουσα ικανότητα, που αφορά τους φυσικούς περιορισμούς, όπως οι προστατευόμενες αμμοθίνες ή οι περιοχές ωοτοκίας της καρέτα-καρέτα, αλλά και παραμέτρους που σχετίζονται με την προσβασιμότητα, την ύπαρξη χώρου στάθμευσης εντός ή εκτός προστατευόμενου οικοτόπου και τη διάρκεια της ηλιοφάνειας που επηρεάζει τη διάρκεια επίσκεψης στην παραλία. Την «αποτελεσματική» φέρουσα ικανότητα, η οποία αφορά τη ρύπανση, την επίδραση του ανθρώπου και την προσβασιμότητα. Και τέλος την «κοινωνική» φέρουσα ικανότητα, την αντίληψη των επισκεπτών για τα επίπεδα συνωστισμού.
Και κατέληξαν σε έναν αλγόριθμο, με βάση τον οποίο υπολόγισαν την πραγματική και την επιθυμητή επισκεψιμότητα στη ζώνη των 400 μέτρων. Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι περισσότερες παραλίες δέχονται περισσότερο κόσμο από όσο πρέπει. Για παράδειγμα, η παραλία Καλό Νερό δέχεται 940 επισκέπτες την ημέρα, όταν θα έπρεπε να δέχεται 270, η Μπούκα Καλογριάς 940 αντί για 518. Υπάρχουν όμως και εκείνες που δέχονται όσους πρέπει ή λιγότερους, όπως η Καλογριά.
«Ο συνωστισμός είναι μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τις προστατευόμενες παραλίες», εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος. Οσο μεγαλύτερη είναι η επισκεψιμότητα μιας περιοχής, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση στα εύθραυστα αυτά οικοσυστήματα. Οι επισκέπτες μπορεί να ποδοπατήσουν ακούσια τους αμμόλοφους, να διαταράξουν θέσεις φωλεοποίησης ειδών ή να συμβάλουν στη συσσώρευση αποβλήτων. Οι δημοφιλείς παραλίες που υπερβαίνουν τη φέρουσα ικανότητά τους συχνά εμφανίζουν υποβαθμισμένη ποιότητα νερού, απώλεια βιοποικιλότητας και συνολική μείωση της φυσικής τους ομορφιάς».
Με πληροφορίες από τη σελίδα kathimerini.gr