Στην επιγονική εποχή μας επικρατούν αλόγιστα στερεότυπα. Μεταξύ αυτών το δόγμα της πολιτιστικής εξέλιξης της ανθρωπότητας με τη ρητορική της προόδου και της οπισθοδρόμησης που είναι τόσο παλιό και ξεπερασμένο όσο ο Διαφωτισμός. Δεν θα συμφωνούσαν βεβαίως με το δόγμα αυτό ούτε ο Όργουελ ούτε ο Χάξλευ, που προφήτεψαν δυο διαφορετικές απολήξεις της «προόδου», εξίσου δυστοπικές.
Αρθρο του Αρχιμ. Χρυσοστόμου (*)
Ωστόσο, το σταθερό και ακαταμάχητο επιχείρημα σε ερωτήματα και αμφισβητήσεις που ακούγεται σήμερα από λεγόμενες προοδευτικές πλευρές είναι το εξής: Βρισκόμαστε στο 2025! Μπορούμε να μιλάμε για πράγματα που ανήκουν στο παρελθόν; Μπορούμε, παραδείγματος χάριν, να μιλάμε για συμβολή των Τριών Ιεραρχών στην παιδεία; Ή μήπως να αρνηθούμε την έκθεση έργων τέχνης επειδή θεωρούνται βλάσφημα; Θα οπισθοχωρήσουμε στον μεσαίωνα;
Άραγε γνωρίζει αυτή η μερίδα ελλογίμων και μη ότι η σκοτεινή εικόνα που έχουν για τον μεσαιωνικό κόσμο δεν είναι καθόλου ενημερωμένη; Ή μήπως αγνοούν ότι το δόγμα της προόδου που έχει εμποτίσει εξίσου τον αυταρχισμό και τον φιλελευθερισμό έχει απομαγευθεί ήδη από την εποχή του ρομαντισμού αλλά και από τους μεγάλους φιλοσόφους του 20ού αιώνα;
Γιατί αυτή η μαγική επίκληση στην αυθεντία του έτους 2025, όπως άλλοτε η επίκληση στον 20ό αιώνα που καυχάται για τους καταστροφικότερους πολέμους; Ποιούς και τί σεβόμαστε το 2025; Τη διαφορετικότητα; Τούτο ισχύει αποκλειστικά για επιλεγμένες μειονότητες. Την αξία της ανθρώπινης ζωής; Τούτο δεν ισχύει ούτε για επιλεγμένες μειονότητες. Βρισκόμαστε-ξανά-μπροστά στο πυρηνικό ολοκαύτωμα, λαοί αλληλοσφαγιάζονται σε πολέμους χωρίς κανόνες, παιδιά πνίγονται και καίγονται χωρίς ευθύνη κανενός, οικογένειες πετιούνται στον δρόμο από τους επισήμους ευεργέτες-τοκογλύφους, πτώματα άθαφτα, σφαγές ανάλγητες ζώων, σκουπίδια, και ολοκληρωτισμός που απλώνεται ευεργετικά σαν ασπίδα προστασίας μαζί με τους βωμούς του κέρδους. Αυτά είναι τα καυχήματα της μετανεωτερικής εποχής μας. Όχι οπισθοδρομήσεις, αλλά φαινόμενα καινούργια, στα οποία δεν έχει καμιά συμβολή μήτε η εκκλησία μήτε ο μεσαίωνας.
Το 2025, λοιπόν, έχουμε κουραστεί από τη μετανεωτερική παράνοια. Έχουμε κουραστεί από την προσποίηση της συμπερίληψης, η οποία στην πράξη καλλιεργεί το μίσος χωρίζοντας την κοινωνία σε αντιμαχόμενες ομάδες. Άλλωστε, για ποιά συμπερίληψη, ισότητα, αδελφοσύνη και σεβασμό μιλάμε, όταν το ανθρώπινο υποκείμενο που πλάθει στανικώς η προοδευτική κοινωνία μας στο πρόσωπο του 18άχρονου είναι αμείλικτα ανταγωνιστικό, με αίσθηση μοναδικότητας και φιλοδοξία άκρατη, ξένο προς οποιαδήποτε υπερβατική σύλληψη πέρα από το εγώ του, υλιστικό όσο και δεισιδαίμον, με επιλεκτική ευφυία, έτοιμο να δημιουργήσει την κοινωνία του αύριο και πανέτοιμο να την αφανίσει;
Μας κούρασε εξίσου το προβληματικό τσιτάτο ότι η θρησκεία διχάζει τον κόσμο, δόγμα που θέλει να αγνοεί ότι και η τέχνη και τα πάντα διχάζουν, εάν το μυαλό των ανθρώπων είναι διχαστικό και πρωτίστως διχασμένο.
Τέλος, μας κούρασε το σκοτάδι του υπογείου που προβάλλεται ως τέχνη για να σκοτεινιάσει τα πάντα. H παραζάλη ούτε μέθη ούτε μέθεξη είναι. Υπήρχαν σε κάθε εποχή καλλιτέχνες και λογοτέχνες που ασχολήθηκαν με το αλλόκοτο και τη σαγήνη του, που αμφισβήτησαν τις παραδοχές μας χωρίς να δίνουν λύσεις ή κάθαρση. Όμως, είχαν τον τρόπο να αξιοποιούν το σκοτάδι, ίσως γιατί είχαν πηγές νοήματος και γνώριζαν ότι η αληθινή τέχνη απαιτεί δρόμους υπέρβασης και μετοχής. Το γκροτέσκο τους μας αναστατώνει γόνιμα. Κανένας από αυτούς, όμως, δεν οικειοποιείται ιερά πρόσωπα. Στην ψευδώνυμη τέχνη δεν υπάρχει ούτε υπέρβαση ούτε μετοχή σε κάτι έξω από τη συνειδητή και ασυνείδητη νοσηρότητα του κατασκευαστή. Και όπως θα έλεγε ο Παπανούτσος, τα έργα της είναι ντοκουμέντα για την έρευνα του ψυχαναλυτή, όχι όμως τέχνη.
Τί κοινοποιεί η γριά με το τσιγάρο στη θέση της Παναγίας με μια νεκροκεφαλή στην αγκαλιά της, χαρακτηρισμένο ως εικόνισμα; Ή ο σιχαμερός alien που παίρνει τη θέση και το όνομα του Αγίου Γεωργίου; Τη σαγήνη του αλλόκοτου που εκφράζουν οι πίνακες των πρώτων εξπρεσσιονιστών; Δεν νομίζω. Δεν είναι πνευματικός άθλος, δεν είναι αποτέλεσμα «βίας» του καλλιτέχνη πάνω στο υλικό του. Είναι εκδήλωση της βίας πάνω στο ιερό και στη φύση. Το κατασκεύασμα καθεαυτό είναι ο πρώτος βανδαλισμός πριν από τη βίαιη καθαίρεσή του. Είναι το σύμπτωμα κάποιου αυτοάνοσου που αναπαύεται στη μιζέρια του και επιζητά να τη μεταδώσει. Και, παιδαγωγικά μιλώντας, κοινοποιεί, παρά τις καλύτερες προθέσεις του κατασκευαστή, το εξής: O κόσμος, και εγώ, και κάθε τι που θεωρούσα εικόνισμα είμαστε ένα ξοφλημένο ψέμα με δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. Δεν είναι τούτο μια ερμηνεία, αλλά αυτό που ενσταλάζεται ασυνείδητα στην ψυχή του νεαρού θεατή που διαμορφώνει και χτίζει εαυτόν.
Ωστόσο, όπως είπε η Τρέισι Έμιν, «τα έργα μου είναι τέχνη γιατί το λέω εγώ ότι είναι». Πάνω στην αποδόμηση των πάντων και στην αποθέωση του «έτσι μ’ αρέσει» χτίζεται σήμερα η δυστοπία. Αυτό φυσικά ικανοποιεί κάθε ψυχικά ασθενή που επιζητά εκτόνωση, υπηρετούμενος από την τέχνη, όσο κι αν φωνάζουν οι θεωρητικοί της ότι υπάρχουν κανόνες, όπως και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί έξω από πλαίσιο. Υπάρχει καλύτερη πλατφόρμα για την καλλιέργεια της βίας από το «έτσι είναι, γιατί έτσι μ’ αρέσει;»
Δεν είναι οι δήθεν ανοιχτές κοινωνίες της Ευρώπης που έθρεψαν με την προοδευτική παιδεία τους, με τις συμπεριλήψεις και την ενεργό πολιτειότητα, στρατεύματα νεοναζί αμόρφωτων και βίαιων; Από ποιά εκπαίδευση αποφοίτησαν αυτοί και οι γονείς τους; Από αυτήν που επιμένει να αγνοεί ότι ο εύθραυστος και χωρίς όρια άνθρωπος, που γνωρίζει μόνο τη χαοτική επιθυμία του, σαγηνεύεται όχι από το αλλόκοτο αλλά από το βίαιο.
Το 2025, λοιπόν, δεν μας έχει κουράσει το βλάσφημο η το άσχημο αλλά η έκθεση της ασχήμιας που ενεδρεύει να μας καταβροχθίσει. Ασχήμια ως εικόνα εικονοκλαστική, που δεν εχει να πει τίποτα πέρα από τη βία. Και που δεν μπορεί να δει ούτε μέσα ούτε έξω κάτι να λάμπει πέρα από τη σάψη, σαν τη λάμψη που είδε στο «Άγραφον» του Σικελιανού ο Χριστός στα δόντια του σαπισμένου σκύλου και θαύμασε ως «αντιφεγγιά του αιώνιου», «σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα».
Ωστόσο, ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Ποιός είναι ο μεγάλος φόβος των σημερινών ελλογίμων της προόδου και προοδευτικών εντέχνων; Η ανελευθερία στην τέχνη; Μα εδώ ο καθείς είναι ελεύθερος να εκθέσει όχι μόνο τέχνη αλλά και τη διαστροφή του στο πεζοδρόμιο με υπερεθνική περηφάνεια. Αλλά ποιός είναι ο φόβος; Μια οπισθοδρόμηση στον μεσαίωνα; Μα ο σημερινός σκοταδισμός έχει μορφές που δεν φαντάστηκε ο μεσαίωνας. Μήπως ο συντηρητισμός του κλήρου; Μα ποιός τους ακούει το 2025; Μήπως η αποθάρρυνση του επίδοξου καλλιτέχνη να ξεφτιλίζει ό,τι έχει σχέση με την εκκλησιαστική παράδοση; Μα και αυτό συστηματικά γίνεται. Μήπως τελικά ο έσχατος φόβος είναι ο Θεός, τον οποίον κι αν σκοτώσαμε, κάτι μας λέει ότι δεν πέθανε;
(*) Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, είναι καθηγουμένος της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου