Εχουμε μπει στην ουρά της σεισμικής ακολουθίας που ταλαιπώρησε τόσο τη Σαντορίνη και τα γύρω νησιά, «σχεδόν σε κανονικότητα», όπως δηλώνουν οι επιστήμονες που παρακολουθούν από κοντά το φαινόμενο; Πάνω από ένα μήνα από την έναρξη του σεισμικού χορού στις 26 Ιανουαρίου, ο ρυθμός και η ένταση των σεισμών έχουν πέσει.
Την προηγούμενη εβδομάδα σημειώθηκαν μόνο δύο σεισμοί άνω των 4 Ρίχτερ, ενώ τις δύο προηγούμενες μέρες οι πιο ισχυρές σεισμικές δονήσεις ήταν στα 3,2-3,6 Ρίχτερ.
«Είναι πολύ καλύτερη η κατάσταση, έχουν μειωθεί η συχνότητα και τα μεγέθη των σεισμών. Η σεισμική σμηνοσειρά σιγά σιγά κλείνει, είναι σε αποδρομή. Είμαστε στην ουρά του φαινομένου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να συνεχίσουμε να το παρακολουθούμε. Εχουμε μπει σχεδόν σε κανονικότητα», λέει στην «Καθημερινή» ο Κώστας Παπαζάχος, καθηγητής Σεισμολογίας στο ΑΠΘ και επικεφαλής του Ινστιτούτου Μελέτης και Παρακολούθησης του Ηφαιστείου Σαντορίνης.
Υπάρχει περίπτωση επανέναρξης του φαινομένου; «Δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά είναι μικρή η πιθανότητα. Διεθνώς έχουμε δει περιπτώσεις μαγματικών κινήσεων να επανέρχονται για δεύτερη ή και τρίτη φορά. Βεβαίως, είναι κάτι σπάνιο και δεν έχουμε τέτοιες ενδείξεις στη Σαντορίνη. Ωστόσο, δεν σημαίνει πως τελειώσαμε με τους σεισμούς στην περιοχή. Δεν μπορεί να αποκλειστεί μια δόνηση 4 ή 4,5 Ρίχτερ ή και της τάξης των 5 Ρίχτερ αργότερα. Ας μην ξεχνάμε όμως πως είδαμε τέτοιους σεισμούς στην περιοχή χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα», απαντά ο κ. Παπαζάχος.
Αυτό που υπογραμμίζει είναι ότι οι πιθανότητες τείνουν να είναι πια παρόμοιες με οποιαδήποτε άλλη περιοχή, ανάλογα με τη σεισμικότητα που διαθέτει. Στο πλαίσιο αυτό από χθες άνοιξαν ξανά τα σχολεία, υπάρχει δυνατότητα εκδηλώσεων σε κλειστούς χώρους κ.λπ., βεβαίως πάντα με την ανάγκη ελέγχου της στατικότητας των κτιρίων. Παραμένουν όμως παρεμβάσεις και μελέτες για γενικότερα προβλήματα, όπως η ευστάθεια των πρανών.
Τι συνέβη τελικά; «Φαίνεται πως τα ρευστά και το μαγματικό υλικό που είχαν κινηθεί προς τα πάνω, προς την επιφάνεια της Γης, πιθανότατα και από την περιοχή του ηφαιστείου Κολούμπο προς το νησάκι Ανυδρο, μπαίνουν πια σε ύφεση», απαντά ο κ. Παπαζάχος και εξηγεί: «Συμβαίνουν αυτά σε περιπτώσεις μαγματισμού. Είναι όπως ξυπνάμε καμιά φορά τη νύχτα και γυρίζουμε πλευρό και μετά πάλι κοιμόμαστε. Σε αυτό τείνουμε τώρα. Κάποια φορά, πολύ σπάνια μπορεί το μαγματικό υλικό να σηκωθεί… Δεν είμαστε όμως καθόλου σε μια τέτοια φάση τώρα».
Για τάση αποκλιμάκωσης μιλάει και η Εύη Νομικού, καθηγήτρια Γεωλογικής Ωκεανογραφίας στο ΕΚΠΑ: «Το φαινόμενο έχει εξασθενήσει, όσον αφορά και τη συχνότητα των σεισμών και τα μεγέθη. Είναι σε αποκλιμάκωση η σεισμική ακολουθία, σβήνει, αλλά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν έχουμε μαγματικές διεργασίες. Η κίνηση του μάγματος φαίνεται να έχει σταματήσει και να επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση. Ακόμα και οι παραμορφώσεις που είχαν σημειωθεί στο έδαφος περιορίζονται», λέει στην «Κ» η καθηγήτρια, με μεγάλη εμπειρία στην παρατήρηση των ηφαιστείων της Σαντορίνης.
«Δεν υπάρχει καμία ηφαιστειακή ανησυχία στην Καλντέρα, ενώ και οι μετρήσεις από το Κολούμπο είναι καλές», συμπληρώνει, μιλώντας μας από το σκάφος της βρετανικής αποστολής που ποντίζει υποθαλάσσιους σεισμογράφους στις ευαίσθητες περιοχές. «Μελετάμε τις υδροθερμικές κινήσεις και το υπέδαφος. Συλλέγουμε πολύτιμες πληροφορίες», σημειώνει η κ. Νομικού και υπογραμμίζει: «Είναι πια επιτακτική ανάγκη να παρακολουθείται συστηματικά το Κολούμπο. Δεν τίθεται πια ερώτημα».
Θετικό πρόσημο
«Αξιοσημείωτο σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν πως μπήκε θετικό πρόσημο στην υποδομή. Είναι σημαντικό ότι έχουμε ένα ακόμα πιο πυκνό δίκτυο παρακολούθησης. Η Σαντορίνη είχε ένα αρκετά καλό δίκτυο, το οποίο και αναβαθμίστηκε, όπως με την αντικατάσταση παλιών σεισμογράφων με σύγχρονους», σημειώνει ο κ. Παπαζάχος. «Φάνηκε πως για τη μελέτη της περιοχής της Σαντορίνης πρέπει να έχουμε δίκτυο σε όλα τα γειτονικά νησιά των Κυκλάδων. Οταν έχεις μια περιοχή τόσο σύνθετη χρειάζεσαι μεγάλο όγκο δεδομένων», συμπληρώνει. Επιπλέον εικόνα για την «ανήσυχη» περίοδο θα δώσει κι ένα δίκτυο 127 προσωρινών σεισμογράφων, που αναπτύχθηκε πάνω στη Σαντορίνη, σε συνεργασία με πολωνικό πανεπιστήμιο.