Πριν έξι ημέρες έκλεισαν, 53 χρόνια από τότε που είπε το τελευταίο αντίο στον επίγειο τούτο κόσμο, διότι ΖΕΙ και θα ΖΕΙ ΑΙΩΝΙΑ μέσα από το μέγιστο μύθο που δημιούργησε, του έργο του και της ζωής του!!!! Μάρκος Βαμβακάρης: 08/02/1972 – 08/02/2025 “Λες και μάγια μου’ χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά!!!!” 53 χρόνια από την αναχώρηση του “συμπαντάρχη” κατά τον Giorgis Christofilakis .
Του Πέτρου Μ. Ραουζαίου (*)
Τιμή και Υπερηφάνεια μου όπου υπηρετώ ως Κοινοτάρχης (Ανω Σύρος) τον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και αγάπησε και πολύ τραγούδησε και τον έκανε ξακουστό στα πέρατα του κόσμου!!!!
Ακολουθεί ένα μικρό βιογραφικό για τον Μάρκο Βαμβακάρη
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό Σκαλί της Σύρου, από καθολικούς γονείς, που ήταν φτωχοί αγρότες (Δομένικος και Ελπίδα) Το 1917 εγκαταλείπει τη Σύρο και πάει στον Πειραιά για μια καλύτερη ζωή. Ξεκινάει να κάνει ότι δουλειά βρίσκει. Φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, σε μπακάλικο, σε μανάβικο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια.. Συχνάζει στους τεκέδες, όπου τα 1924 ακούει για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι.
Εντυπωσιάζεται και μέσα σε ελάχιστους μήνες γίνεται ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Από τότε μπουζούκι και τραγούδι μπαίνουν οριστικά στη ζωή του… Απ’ το 1927 ως το 1933 έχει γράψει πάνω από 50 τραγούδια και γραμμοφωνεί και στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα… Λίγο μετά φεύγει για τη Σύρο, σ’ ένα μαγαζί της παραλίας.
Αφηγείται ο ίδιος για το διασημότερο τραγούδι του: «Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη, και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι…
Μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα / έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει / Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Την εποχή λίγο πριν τον Β’Π.Π. τα τραγούδια του βγαίνουν σε δίσκους και ο Μάρκος γίνεται περιζήτητος. Περιοδεύει στη Θεσσαλονίκη, Βόλο, Λάρισα, Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις. Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που πάει τη Θεσσαλονίκη να δώσει συναυλία μαζεύεται για να τον ακούσει 50.000 κόσμος, στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Ασύλληπτος αριθμός για εκείνη την εποχή…
Στην Αθήνα αρχίζει εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη. Με την έναρξη του πολέμου όμως, ο Βοτανικός κλείνει και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Στην αρχή της κατοχής παντρεύεται με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γάμο αυτό, τον αφορίζει η καθολική εκκλησία και μόλις στα 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών.
Μετά τον πόλεμο, αρχίζει να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Όμως, στα 1954, αρρωσταίνει…. Η παραμορφωτική αρθρίτιδα, που τον χτυπά του παραμορφώνει τα δάχτυλα. Δεν μπορούσε να παίξει πλέον με δεξιοτεχνία μπουζούκι Τα μαγαζιά και οι εταιρίες του γύρισαν την πλάτη, καθώς το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στο λαϊκό τραγούδι….
Ο Μάρκος περνάει στο περιθώριο.
Για να τα βγάλει πέρα και να καταφέρει να ζήσει τη γυναίκα και τους τρεις γιους του, κατέφυγε σε χωριά της επαρχίας. Εκεί, το ακροατήριο δεν ήταν τόσο αυστηρό και διψούσε για ζωντανές εμφανίσεις γνωστών ονομάτων. Η αμοιβή του δεν ήταν σε χρήματα, αλλά σε είδη πρώτης ανάγκης. οι ντόπιοι έδιναν κότες, αυγά, φακές, φασόλια και ότι άλλο καλλιεργούσαν, για να ακούσουν ζωντανά τον Βαμβακάρη. Έτσι, καταφέρνει για λίγο καιρό να εξασφαλίσει τα προς το ζην, για την οικογένειά του.
Στα 1955, τα πράγματα χειροτερεύουν και ο Μάρκος με τον γιο του Στέλιο, φεύγουν για τη Σύρο. Οι Συριανοί, τον αγαπούσαν. Οι εμφανίσεις του στην ταβέρνα του Λιλή, γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Οι θαυμαστές του στριμώχνονταν ο ένας πάνω στον άλλο, για να τον ακούσουν να ερμηνεύει τη διάσημη Φραγκοσυριανή, που έκανε τα τοπωνύμια του νησιού γνωστά σε όλη τη χώρα. (Φοίνικα, Παρακοπή, Γαλησσά, Nτελαγκράτσια, Αληθινή, Πατέλι, Nιχώρι, Πισκοπιό)
Ο Βαμβακάρης, κατάφερε να συγκεντρώσει λίγα χρήματα, περίπου ένα χρόνο μετά όμως μην αντέχοντας να ζει μακριά απ’την οικογένεια του, επιστέφει με τον γιο του στον Πειραιά…. Η ζωή στην Αθήνα ήταν πολύ δύσκολη. Ο κόσμος υπέφερε απ’τη φτώχεια. Το ίδιο και ο Βαμβακάρης, που δεν είχε δουλειά και όλοι τον είχαν ξεχάσει. Έτσι αναγκάζεται να βγάλει μέχρι και τη «σφουγγάρα». («Σφουγγάρα» έλεγαν οι μουσικοί, το πιατάκι που έβγαζαν στις ταβέρνες, για να ρίξουν κέρματα οι θαμώνες.) Στην περίπτωση του Βαμβακάρη, το πιατάκι το κρατούσε ο πεντάχρονος τότε γιος του. Ο ίδιος ο μεγάλος ρεμπέτης, δεν άντεχε αυτόν τον εξευτελισμό. Δεν είχε όμως άλλη λύση. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε, να αποφύγει τη «ζητιανιά»….
Τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελειώνουν αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ’ ένα ποδήλατο πάει στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη, που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια. «Μάρκο, αδελφέ», του λέει ο Σερ, «θα γυρίσουμε σε δίσκους τα παλιά σου τραγούδια κι ό,τι καινούργιο μας φτιάξεις». Από τότε αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για τον Μάρκο, που κρατάει δώδεκα χρόνια. Δηλαδή μέχρι τον θάνατό του το ’72… Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε οι Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδα, Πάνου, Διονυσίου, Ζαμπέτας, Μοσχολιού και πολλοί άλλοι.
Στις 8 Φλεβάρη 1972 πεθαίνει ο Μάρκος Βαμβακάρης Όπως έχει πει και ο Σταύρος Ξαρχάκος: «ο Μάρκος ανήκει στο Γένος, όχι στο Έθνος»
ΥΓ. Η “Φραγκοσυριανή” γραμμοφωνήθηκε στα 1935 και όχι στα 1932, όπως λανθασμένα αναφέρει το βίντεο στο youtube. Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν 25 χρόνια μέχρις ότου στα 1960, να ξανατραγουδήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, την “Φραγκοσυριανή” και να την κάνει πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο
(*) Ο Πέτρος Μ. Ραουζαίος είναι πρόεδρος της κοινότητας Άνω Σύρου