‘’……..Ευτυχώς έρχονται τα Χριστούγεννα. Θα πούμε τα κάλαντα και θα μαζέψουμε παραδάκι! Αρχίζω να ονειρεύομαι. Από πια γειτονιά θα αρχίσω, σε ποιους θα πάμε πρώτα, αν λείπουν κατά λάθος ή εξεπίτηδες; Είναι και αυτό μες το πρόγραμμα. Και ας λένε οι μεγάλοι πως δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά. Μας ήθελαν ντουβάρια, όπως ήθελε εκείνους η εκάστοτε κυβέρνηση έλεγε ένας θείος. Να σου λένε σαν χτυπάς τη πόρτα “φύγετε μα δεν είναι εδώ κανείς”!
Το φανάρι να έχει λάδι, η Σοφία θα το κρατά και εγώ θα μαζεύω. Και οι δύο μαζί θα τα μοιράσουμε. Όχι αδικίες. Ο Νίκος θα πάει με το φίλο του, θα τρέχει, θα μαζέψει περισσότερα. Εγώ παίρνω την αδελφή, η φιλενάδα μου η Φλώρα ντρέπεται. Με έστησε πέρσι. Έτσι λοιπόν, πριν καλά-καλά νυχτώσει θα λέμε όλο “το άσμα” από τα κάλαντα, όχι τα μισά. Να μην παίρνουμε τσάμπα τα λεφτά! Όπως μου είπε κάποιος “καθαρές δουλειές”. Μετά θα τα μετράμε, ξανά και ξανά, πόσα; Μα κάνεις λάθος. Ξαναμέτρα. Ποιος μάζεψε περισσότερα; Ο μπαμπάς γελώντας μας πρότεινε να μην πηγαίνουμε να λέμε τα κάλαντα και να μας δώσει όσα θα μαζεύαμε, όμως ποιος τον ακούει, ποιος καταδέχεται να θυσιάσει τον προσωπικό του κόπο και χρήμα; Και όταν φαντάζεσαι πόσο τυχερός μπορεί να είσαι, ονειρεύεσαι πάντα όλο και περισσότερα και περιμένεις να έλθει η παραμονή, να βραδιάσει..!
“Νάχετε την ευχή του Θεού, φευγάτε μα δεν είναι επά κανείς”. Προφανώς δεν είχε πορτοφόλι ποτέ η γυναικούλα, τι να μας δώσει; “Τα συκοκάρυδα τελέψανε, τα παιδιά δεν αφήνουν τίποτα. Περιμένετε να ανάψω τη λάμπα να σας δω, μα ποιανού στε ευλογημένα; Μπας κι είμαστενε συγγενείς;” “Ναί”λέμε παίρνοντας θάρρος “όμως δεν έχουμε χρόνο, βιαζόμαστε”. Αφού δεν θέτε να τα πούμε ας φύγουμε γιατί απόψε οι χωριανοί δίνουν τα ψιλά τους στους πρώτους που πάνε και αν φθάσεις αργά σου λένε “τέρμα τα ψιλά”! Αυτό δεν το είπαμε στη θειά, μόνο “Χρόνια πολλά” και “θα ξανάρθουμε”. Στο μεταξύ είχαμε σκάσει που καθυστερήσαμε. “Εγώ στό έλεγα” μου λέει η μικρή “να μην πάμε σε τούτη τη θειά.” Αυτή έψαχνε δύο ώρες τι να βρει να μας κεράσει και στο τέλος πήρε δύο ξινόμηλα η κάθε μια και ένα “νάστε καλά παιδιά μου, μόνο που ο θείος δε μ’άφησε ψιλά”. Κλείνοντας πίσω μας την πόρτα, από τη βιασύνη πέφτει η μικρή κάτω στα σκαλιά, το φανάρι ταρακουνήθηκε και το λυχνάρι εκσφενδονίστηκε μες το σκοτάδι. Φούντωσε το αίμα στο κεφάλι μας. Ψάχνουμε στα τυφλά και τελικά το βρίσκουμε. Κάποιο άλλο παιδί που περνούσε μας το άναψε επιτέλους, πάμε τώρα στη θειά τη μαμή.
Το μοναδικό σπίτι με τη μεγάλη σιδερένια πόρτα που δεν ακούνε εύκολα όταν χτυπάς γιατί η αυλή είναι τόσο μεγάλη και μακριά. Εξάλλου και να ακούνε βαριούνται να ανοίξουν. “Άντε πάμε να φύγουμε. Πάμε στη νονά μου; Αυτή σίγουρα θα μας δεχθεί”. Πάμε, στρίβουμε αριστερά “φτερά στα πόδια”. Κτυπάμε. Ησυχία. Τίποτα. Το καντήλι μόνο έριχνε φως. Η κλειδαρότρυπα μεγάλη, η νόνα απούσα! “Να ξανάρθουμε λέω, πάμε στου γιατρού”; “Πάμε, αλλά εκεί θα έχουν πάει όλα τα παιδιά”. “Δεν πειράζει, είναι καλός, θα μας δώσει”. Στο δρόμο συναντάμε τη Μαρίνα τη φίλη της Σοφίας “Πόσα έχεις μαζέψει”; “Οκτώ φράγκα” λέει με καμάρι. Ζήλια που με τσίμπησε.! “Ψέματα σου λέει, πότε πρόλαβε”; Όμως η μικρή μην τυχόν και της θίξω τη φιλενάδα, το βιολί της . “Αν δεν πηγαίναμε στη θειά θα είχαμε μαζέψει τώρα κάτι, έσβησε και το φανάρι..” Μαύρη απελπισία μας έπιασε. Φτάσαμε στου γιατρού. Ουρά τα παιδιά απέξω. “Τί γίνεται παιδιά”; κάποιος λέει, στέκεται στην πόρτα και δεν αφήνει τα παιδιά να “τα λένε”. Δίνει, μοιράζει ό,τι τύχει στον καθένα.
Μπαίνουμε και εμείς στη σειρά. Κάποιος λέει πίσω μας “ρεζίλι ρε, πάμε να φύγουμε. Χωρίς να τα λες; Ζητιάνοι είμαστε; Άντε να του δίνουμε” Και φεύγουν πέντα-έξη. Ήρθε η σειρά μας! Εγώ ήξερα τη γιάτρισσα, επειδή η μάνα μού είχε δώσει κάποια φορά να της πάω φρέσκο γάλα “μη τυχόν πάρεις λεφτά” μου παράγγειλε. “Έτσι, κέρασμα θα της πεις”. Ντρεπόμουν βεβαίως μα τί να κάνω. Ξαφνικά ακούω τη φωνή της από μέσα “Έλα Γιώργο, παράτα τα πια, δε βαρέθηκες”; Ο γιατρός με κοιτά, σα να με γνώρισε, όμως αυτή επέμενε. “Συγνώμη παιδιά και του χρόνου πάλι” μας λέει εκείνος και μας κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. Έτσι, εκεί, μπροστά μας. Μισό μέτρο απόσταση, αλίμονο.
Μου ήρθε να σπρώξω, να του φωνάξω “ εγώ είμαι, δε με γνωρίσατε; Εγώ που σας έφερα το γάλα, εγώ που περίμενα για τη συνταγή μια ώρα την άλλη φορά και μου πιάσατε την κουβέντα. Εγώ που λέγατε ότι είμαι καλό και έξυπνο παιδί και τέλος πάντων τι σας ζήτησα; Τα κάλαντα ήθελα να σας πω και ολόκληρο “το άσμα” δεν ήθελα να μου δώσετε πολλά, κάτι έτσι για το καλό”. Το πήρα πολύ κατάκαρδα, έβαλα τα κλάματα κι η μικρή, ως εκ θαύματος, άρχισε να με παρηγοράει. “Πάμε στη θεία τη Στελιανή που δεν έχουμε ξαναπάει”; Έψαχνε τους κοντινούς! “Πάμε και γυρίζοντας στην Ανεγυρίδα να πάμε και στη νονό μου”. Δυο τρία σκαλάκια, η πόρτα μισάνοιχτη και να ακούγεται ο καυγάς του αιώνα. Τσακωνόντουσαν τα παιδιά μεταξύ τους και η θειά φώναζε τσιριχτά “με φάγατε πανάθεμα σας μέρα πούναι”. Τι να κάνουμε τώρα; Στροφή και να φύγουμε; Τι ήθελα να μπλέξω έτσι απόψε, Χριστουγεννιάτικα; Όμως κάποιο παιδί μας πήρε χαμπάρι και νόσου σπρώχνει την πόρτα κι όλα μαγικά σταμάτησαν, μια σιωπή παράξενη.
Τα μάτια της θείας έλαμψαν! “Ωϋ του αδερφού μου τα παιδιά. Σκάστε χαμένα κορμιά, πρώτη φορά έρχονται σπίτι μας. Τούτα τα παιδιά έχουνε ανατροφή, έχουνε τρόπους” τους λέει. Και αυτά τα καημένα μας έβαζαν τα σκαμνιά κοντά στο τζάκι, πελαγωμένα απ’ την παρουσία μας. Τι σκηνικό κι’ αυτό… “Καθίστε να σας δω. Αυτός ο αδερφός μου έχει μουτρώσει με τον άντρα μου και τον έχω χάσει. Και εγώ, σαν το ζώο, χώθηκα στη δουλειά μ ’αυτόν τον Κέρβερο που πήρα και έχασα τα πάντα, μόνο χωράφια θέλει”. Τη λυπήθηκα, μου φάνηκε τόσο καλή. “Καλέ θειά, δεν το ξέρει ο μπαμπάς πως ήρθαμε, ήρθαμε από μόνες μας”. “Μπράβο παιδάκι μου, έτσι να σε χαρώ, να κάνεις του κεφαλιού σου πότε-πότε”. Ξαναπροσπάθησα να της πω “θειά, τα κάλαντα ήρθαμε να π….. ” μα εκείνη δεν με άφησε να συνεχίσω. “Φτου σου κορίτσι μου, έχεις και τ ’όνομα της μάνας μου της συγχωρημένης. Τα κουτσούρια στη φωτιά να καίνε. Τα μάγουλά μας φούντωσαν απ’ τη ζέστη σε τόσο λίγο χρόνο. Και η θειά, εκείνη η γλυκιά μορφή που ποτέ δεν ξέχασα. “Πέστε τα κάλαντα παιδάκια μου” κι η φωνή της έτρεμε, δεν χόρταινε να μας βλέπει. Ήταν δοσμένη στου άντρα τη δούλεψη. Χωράφια, παιδιά για το κέφι του, μακριά από το σόι της. Γιατί ο άντρας-αφέντης ήθελε μόνο να παίρνει.
Τι κάνει το έρημο το συμφέρον! Ακόμη και η ξαδέλφη μου, η κόρη της, μου είχε πει μια μέρα στο προαύλιο του σχολείου Ό αφέντης μου δεν θέλει να σε κάνω παρέα και φοβάμαι” . “Δηλαδή επειδή δεν θέλει τον μπαμπά μου”; “Ξέρω γω” μου λέει. “Όλο τσακωνόντουσαν παλιά, όμως εμείς ταιριάζουμε”. Τώρα η θειά έφερε μια τσάντα πορτοκάλια, τα πιο μεγάλα που έχουν δει τα μάτια μου (είχε παραγωγή) και λεφτά. Εγώ δεν ήθελα, απέφευγα, μα η Σοφία τα τσέπωσε. “Τούτο είναι η θειά μου η Σόφιά με το ξύλινο ποδάρι” είπε και χάιδεψε τη μικρή. Αυτή η θεία είχε χάσει το πόδι της από φίδι. Ο μπαμπάς μου της αγόρασε ένα ξύλινο. Ήταν λεύτερη και χοντρή. Είχε γίνει δυσκίνητη και ευαίσθητη. Πολλές φορές όταν μιλούσε έκλαιγε. Τα ντουβάρια γύρω-γύρω στο καμαράκι της ήταν γεμάτα φωτογραφίες όλων των συγγενών που ήταν ξενιτεμένοι ..στην Αθήνα. Όταν πήγαινα μου έλεγε “έλα να σου πω ποιος είναι αυτός” και εγώ βαριόμουνα. Έπαιρνα τα καρυδάκια μου και έφευγα με την ευχή της πάντα να με συνοδεύει..
Φεύγοντας συναντήσαμε τον αδερφό μας στην ανεγυρίδα. Του τρίψαμε το ταληράκι μπροστά στα μάτια για να τον κάνουμε να ζηλέψει. Αυτός αλληθώρισε, δεν είχε ξαναδεί τάλιρο. “Ναι, σιγά” μουρμούρισε. “Όχι ρε, δίφραγκο είναι! σου λέει ψέματα” του πετάει η μικρή κι αυτός άναυδος λέει “και εγώ δεν είχα σκεφτεί ποτέ να πάω στη θεία”!
Τρεχάλα φτάσαμε στη νονά. Η νονά κατάλαβε “σας περίμενα, εμπάτε μέσα. Μα ξένοι δα είμαστε; Φιλιότσα, είσαι το καλύτερό μου βαφτιστήρι” (μες τα 150-200 που είχε). Τα μισά παιδιά του χωριού τα είχε βαφτίσει η νονά!! Όλοι ποντάριζαν στο οτι δεν είχε παιδιά και επομένως θα τα προίκιζε. Εμένα βεβαίως με πρόσεχε ιδιαίτερα γιατί ο νονός πάντρεψε και τον μπαμπά με τη μαμά μου την ίδια μέρα με τα ίδια έξοδα. Ήμουνα δυόμισι χρονών και τα θυμάμαι όλα. Με είχε καθίσει δίπλα της άλλα δεν δέχτηκα να με σηκώνει στα γόνατά της όπως ήθελε. Εγώ ήθελα μόνη μου να ρουφώ τα μακαρόνια ένα-ένα.
Μας έδωσε τα καρυδάκια μας και φούσκωσαν για καλά όλες οι τσέπες. Και να…. φεύγοντας συναντήσαμε το νονό μου στο δρομάκι. “Χρόνια Πολλά” του λέω και του φιλώ το χέρι. Πως μου ήρθε; Τον σεβόμουν. Αυτός ψάχνεται και να το δίφραγκο λέγοντάς μου “μα παππάς είμαι και μου φιλάς το χέρι”; Με έπιασε πυρετός. Πολλά λεφτά. Ανυπομονησία να τα μετρήσουμε. Μας είχαν δώσει και κάτι ψιλά στα ενδιάμεσα, είχαμε τόσο φορτιστεί με όλα αυτά απόψε!, Χάσαμε το λογαριασμό. Φθάσαμε πάνω στο σπίτι ιδρωμένες αναψοκοκινισμένες.
Εξάλλου που αλλού να πηγαίναμε; ήταν πολύ αργά. Στο τελευταίο σπίτι του χωριού απλώς είχαμε χτυπήσει, δεν άνοιγαν και φύγαμε. Ο μπαμπάς κοιμόταν, η φωτιά άναβε. Η μαμά ετοίμαζε το κρέας για να φάμε την αυγή μετά τη λειτουργία. Γιατί ο παπάς έπρεπε μετά να πάει και στα άλλα χωριά να λειτουργήσει. Μέτρησα τα αργυρά πάνω στη ροδέλα. Το δικό μας τραπέζι. Δεν ήταν τόσο πολλά. Μόλις 10% δραχμές. Άλλες φορές ήταν καλλίτερα. Είχαμε ατυχίες, το παραδεχτήκαμε και οι δυο. “Το δίκιο είναι να πάρεις πιο πολλά” μου λέει η μικρή. Και εγώ ένιωθα έτσι. Το δίφραγκο του νονού ήταν καληστρίνα (φιλοδώρημα) ! Η μικρή ποτέ δεν πήρε δεκάρα από τη νονά της. Του παππά η πόρτα δεν ανοίγει εύκολα. Μονίμως κοιμάται νωρίς! Τώρα όμως τα μοιράσαμε στα ίσια. Κοιμηθήκαμε ξαλαφρωμένες, κουρνιασμένες η μία πλάι στην άλλη. Τελείωσαν τα κάλαντα. Αύριο, μετά την εκκλησία, όλα τα παιδιά θα λένε για τις εισπράξεις τους! Στα σπίτια ο κόκορας βραστός σούπα θα περιμένει αχνιστός στην κατσαρόλα! Οι καμπάνες θα χτυπούν χαρμόσυνα όλη την ημέρα. Μετά την Αγία Κοινωνία θα φάμε τα κουλουράκια που έχουμε φυλάξει στην τσέπη μας. “Συγχώρεσε με και ο Θεός συγχωρεσέ σου”, άσχετα πως την άλλη μέρα γινόντουσαν πάλι τα ίδια. Τσακωμοί, χαμός!……’’
Απόσπασμα από το βιβλίο της Πόπης Σπανού Φραντζέσκου ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.
Με πληροφορίες από τη σελίδα “Ορεινός Αξώτης”