Μία από τις θεατρικές ασκήσεις του Δημήτρη Ημελλου που αγαπούσαν οι μαθητές του ήταν αυτή που εστίαζε στη διαρκή ενεργοποίηση όλων των αισθήσεων των ηθοποιών επί σκηνής, ανά πάσα στιγμή.
Της Βαρβάρας Σαββίδη (Kathimerini.gr)
Η άσκηση ήταν η εξής: Οι συμμετέχοντες χωρίζονταν σε δύο ομάδες. Η μία έπρεπε να σταθεί με την πλάτη γυρισμένη. Οσοι βρίσκονταν στην άλλη ομάδα, σε τυχαίο χρόνο, σήκωναν αθόρυβα το χέρι και έδειχναν προς την πλάτη ενός συμμαθητή. Εκείνος μπορούσε να γυρίσει μόνο όταν διαισθητικά αντιλαμβανόταν ότι κάποιος τον κοίταζε και έδειχνε προς αυτόν. Μια μαγική διαδικασία, όπως μας μεταφέρει παλιά μαθήτριά του.
Αυτή η επιμονή του Δημήτρη Ημελλου στη σημασία της αδιάκοπης ροής ενέργειας μεταξύ των ηθοποιών επί σκηνής ήταν εμφανής και στον τρόπο που έπαιζε κι ο ίδιος. Ηταν διαρκώς παρών, όποτε γύριζες το βλέμμα να τον κοιτάξεις, ακόμη κι αν εκείνη τη στιγμή δεν είχε κάποια ατάκα ή δεν επικεντρωνόταν η σκηνή στον δικό του ήρωα. Μια ενέργεια που, μαζί με την ευγένεια και τη σεμνότητα που τον διέκριναν, την αγάπη και την αφοσίωση με την οποία δινόταν ολοκληρωτικά στο θέατρο, έφτανε έως εμάς, τους θεατές, και μας διαπερνούσε.
Οι άνθρωποι που μας έχουν κάνει να συγκινηθούμε με τις ερμηνείες τους, αγγίζοντας μέσα μας περιοχές που ίσως μας ήταν άγνωστες, αφήνουν ισχυρό αποτύπωμα πίσω τους. «Νιώθω σαν να έχασα δικό μου άνθρωπο, ενώ δεν τον γνώριζα», γράφουν αυτές τις μέρες στα κοινωνικά δίκτυα θεατρόφιλοι, σινεφίλ, αλλά και το ευρύ κοινό που αγάπησε τον τηλεοπτικό Δημήτρη Ημελλο, για την απώλεια του σπουδαίου ηθοποιού σε ηλικία μόλις 57 ετών, που νικήθηκε από τον καρκίνο. Από τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου που ανακοινώθηκε ο θάνατός του, όλες οι παραστάσεις αφιερώνονται στη μνήμη του, ενώ οι αναρτήσεις των συναδέλφων του πλημμυρίζουν από αγάπη.
Για τους θεατρόφιλους, ο Δημήτρης Ημελλος ταυτίζεται με την ανανέωση του ελληνικού θεάτρου από τη δεκαετία του ’90 και μετά και τη συμμετοχή του σε παραστάσεις νεοσύστατων ομάδων και σκηνών. Μια από αυτές ήταν η «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ, η εναρκτήρια παράσταση του θεάτρου Πορεία το 2000, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, όπου ο Δημήτρης Ημελλος υποδύθηκε τον ποιητή Ματαμόρ, ρόλο που του χάρισε το βραβείο «Δημήτρης Χορν», που κι εκείνο για πρώτη φορά τότε απονεμήθηκε.
Το όνομά του συνδέθηκε επίσης με μια εμπνευσμένη εποχή της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού. Υπό την καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού την περίοδο 2001-2007 και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Νίκου Κούρκουλου, η Πειραματική σύστησε νέα πρόσωπα που τότε έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Η σημαντικότερη ίσως ερμηνεία του εκεί ήταν όταν υποδύθηκε τον Μολιέρο στο έργο του Μ. Μπουλγκάκοφ «Μολιέρος – Εταιρεία Υποκριτών» που ανέβηκε τη σεζόν 2004-2005. Αυτή την παράσταση μνημόνευσε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης ο κ. Λιβαθινός εμφανώς συγκινημένος, κατά την υπόκλιση της τρέχουσας σκηνοθεσίας του στο Εθνικό, αποτίνοντας φόρο τιμής στον πρώην μαθητή και επί χρόνια στενό συνεργάτη του. Αξέχαστος παραμένει κι ο Ραγκόζιν του Ημελλου στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, που ανέβηκε το 2007 από την Πειραματική, την οποία κατάφερα να δω εκείνα τα Χριστούγεννα, καθισμένη στα σκαλάκια τού «Από Μηχανής» και τις έξι ώρες της παράστασης, ύστερα από μεγάλη αναμονή σε λίστα για ένα εισιτήριο.
Ο Δημήτρης Ημελλος δεν φοβόταν τους μικρότερους ρόλους. Ακόμα και σε περιπτώσεις που είχε ελάχιστες ατάκες, όπως στο σαιξπηρικό «Αγάπης αγώνας άγονος», που ανέβηκε το 2002 στην Πειραματική, η κωμική του στόφα έλαμπε στις λίγες σκηνές που εμφανιζόταν. Αντίστοιχα, ξεχώρισε ως Φύλακας στη θρυλική πλέον «Αντιγόνη» που ανέβασε ο Λευτέρης Βογιατζής στην Επίδαυρο το 2006 και 2007. Από τις συνεργασίες του, ανεξίτηλη σε όσους την παρακολούθησαν είναι η ερμηνεία του στο «Υστατο σήμερα», με τον Λευτέρη Βογιατζή να σκηνοθετεί και να συμπρωταγωνιστεί μαζί του τη σεζόν 2009-2010, ενώ συμμετείχε και στο τελευταίο έργο του, τον μολιερικό «Αμφιτρύωνα» που αποθεώθηκε το 2012 στην Επίδαυρο.
Φορέας της ρωσικής θεατρικής παιδείας, καθώς είχε σπουδάσει στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας (ΓΚΙΤΙΣ), ο Ημελλος λάτρευε τον Τσέχοφ, η γραφή του οποίου, όπως είχε πει στην «Κ», τον έκανε να αγαπήσει το θέατρο. «Αυτός ο χώρος που άνοιξε μέσα μου ο Τσέχοφ με έκανε να δω όλο το θέατρο αλλιώς. Ακόμη και την τραγωδία είδα διαφορετικά, διότι αντιλήφθηκα ότι η τέχνη μας δεν είναι αναπαράσταση της ζωής, αλλά μετάφραση της ζωής».
Πρόλαβε να συνεργαστεί με τον μαθητή του, Γιώργο Κουτλή, στην πρόσφατη μεγάλη επιτυχία του Εθνικού «Ο άνθρωπος από το Παντόλσκ», ερμηνεύοντας απολαυστικά τον Πρώτο Αστυνόμο. Η τελευταία του παράσταση έμελλε να είναι επίσης έργο Ρώσου συγγραφέα. Την περυσινή σεζόν τον είδαμε στο «Εγκλημα και τιμωρία» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, στον ρόλο του αστυνόμου Πορφύρη, με φανερά τα σημάδια της ασθένειάς του.
Σημαντική ήταν και η κινηματογραφική παρουσία του Δημήτρη Ημελλου, που με το χαρακτηριστικό παρουσιαστικό του και την ευρεία ερμηνευτική του γκάμα έδινε εκπληκτικό υλικό στην κάμερα, τόσο σε κωμικούς όσο και σε δραματικούς ρόλους. Αξιοσημείωτη η ερμηνεία του στην ταινία «Ο ράφτης» (2020), της Σόνια Λίζα Κέντερμαν, όπου δημιουργεί έναν ήρωα που μοιάζει να προέρχεται από το σύμπαν του βωβού κινηματογράφου και να συμπυκνώνει τις κωμικές ποιότητες του Λουί ντε Φινές και του Μπάστερ Κίτον.
Με όση επιμονή στη λεπτομέρεια εργαζόταν ο ράφτης του στην ταινία, έτσι έμοιαζε να «κεντάει» κι ο ίδιος τους ρόλους με τους οποίους καταπιανόταν. Εργάτης ακαταπόνητος, που ακόμη και τα τελευταία δύο χρόνια, παρά τους έντονους πόνους, συμμετείχε σε απαιτητικές τηλεοπτικές παραγωγές, όπως ο «Σασμός», από όπου τον γνώρισε το ευρύ κοινό ως αστυνόμο Αντώνη Φραγκιαδάκη, ρόλο που υποδύθηκε μένοντας μακριά από τα τηλεοπτικά κλισέ.
Η μεγάλη του αγάπη, ωστόσο, παρέμενε πάντα το θέατρο. «Μια παράσταση είναι σαν ένα ποτάμι που αλλάζει πορεία, αλλά πάντα ο προορισμός του είναι η θάλασσα. Αυτό το μυστικό ποτάμι που λέγεται ροή και διαδρομή μιας παράστασης, ενός καλλιτέχνη, ή μιας ολόκληρης ζωής, αναζητάει η τέχνη», ανέφερε σε βίντεο του θεάτρου Πορεία. Τον ευχαριστούμε για όλα αυτά τα μυστικά μονοπάτια που ανέδειξε για εμάς.