- “Γιαννάκη, έλα να φας τα κεράσια σου, ο γιατρός είπε ότι πρέπει να τρως φρούτα”
– “Έλεος με αυτούς τους γιατρούς! Όλο με εμένα ασχολούνται!”
Γιαννάκης, 6 ετών
Η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών συνιστά μία πολύπλευρη διαδικασία που συνεχώς δοκιμάζεται και εξελίσσεται, τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και μέσα στη σύγχρονη κοινωνία μας.
Γράφει η Μαρία Πολυκρέτη (#)
Οι προκλήσεις της γονεϊκότητας αφορούν όχι μόνο τις καθημερινές ρουτίνες και τα νέα αναπτυξιακά ορόσημα των παιδιών, αλλά και τις αξίες και τα ιδανικά που επιλέγουν να εμφυσήσουν οι γονείς στην ηθική ανάπτυξη των παιδιών τους, συναντώντας συχνά διλήμματα μέσα σε μία κοινωνία που συνεχώς αλλάζει.
Ερωτήματα που αφορούν τις καθημερινές ρουτίνες γονέα – παιδιού (π.χ διάρκεια θηλασμού, συγκοίμιση), ή τις πιο κομβικές συνήθειες για την ανεξαρτηροποίησή τους (π.χ συμμετοχή του γονέα στη μελέτη του παιδιού, απόκτηση smartphone) μέχρι και συμβουλές για το πώς να αγκαλιάζουν ή να ονομάζουν τα παιδιά, οδηγούν τους γονείς στην όλο και συχνότερη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι γονείς επιλέγουν influencers και δημιουργούς περιεχομένου που μιλούν για γονεϊκές στρατηγικές και συμβουλές που θα τους κάνουν πιο αποτελεσματικούς γονείς, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, οι γονείς γίνονται πιο ενεργητικοί χρήστες θέτωντας ερωτήματα και δημοσιεύοντας προσωπικές παρατηρήσεις και ανακαλύψεις για τον γονεϊκό τους ρόλο.
Μελέτες δείχνουν ότι η παθητική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους γονείς σχετίζεται αρνητικά με την αίσθηση αυτεπάρκειάς τους και την κριτική τους ικανότητα πάνω στην επιρροή των influencers, με αποτέλεσμα να μην κατανοούν πάντοτε με σαφήνεια τους στόχους μίας δημοσίευσης (π.χ εμπορικοί) ή την ακαταλληλότητα μίας πληροφορίας για την λήψη μίας απόφασης που αφορά το παιδί τους. Από την άλλη πλευρά, η ενεργητική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η προσεκτική παρακολούθηση των influencers και η δικτύωση των γονέων με συγκεκριμένες ομάδες (π.χ μονογονεϊκές οικογένειες), όπου μπορούν να μοιραστούν πληροφοριές σε ένα πλαίσιο κριτικής σκέψης και αλληλοενδυνάμωσης σχετίζεται θετικά με την σκωπτική στάση των γονέων προς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και την πιο αποτελεσματική τους μεσολάβηση στην στάση των έφηβων παιδιών τους αργότερα προς τους influencers και τα καταναλωτικά πρότυπα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Σίγουρα, η εκλαϊκευση της γνώσης, συνεισφέρει σημαντικά στο να μετατραπούν οι εμπειρικά τεκμηριωμένες θεωρίες σε απτές γνώσεις που μπορούν να διαφωτίσουν ή να προβληματίσουν εποικοδομητικά έναν γονέα όταν επιθυμεί να βελτιώσει μία πτυχή του σχετίζεσθαι με το παιδί του, ή να κατανοήσει καλύτερα την ανάπτυξή του. Όμως, καθώς διανύουμε την εποχή της εικόνας και της υπεραπλούστευσης, που η «δημιουργία περιεχομένου» συχνά αποσκοπεί περισσότερο στην πρόκληση εντυπώσεων και την δημιουργία μη ρεαλιστικών πεποιθήσεων, έναντι της πρόκλησης εποικοδομητικών ερωτημάτων και προβληματισμών, χρειάζεται μεγάλη προσοχή από έναν γονέα για το πώς προβληματίζεται, ποιες είναι οι πηγές ενημέρωσης και ποιος είναι ο σκοπός του περιεχομένου που τελικά διαμορφώνει τις προσδοκίες του για την ανατροφή του παιδιού του.
Το ευρέως διαδεδομένο περιεχόμενο για την τάδε «σωστή γονεϊκότητα», δυστυχώς, δεν είναι και ευρέως τεκμηριωμένο ότι θα ταιριάζει στη δείνα συμπεριφορά ενός παιδιού, ή στον χαρακτήρα ενός γονέα. Αντιθέτως, μπορεί να αποσκοπεί στην υιοθέτηση συγκεκριμένων συνηθειών που οδηγούν σε καταναλωτικά πρότυπα γονεϊκότητας, ενώ η ευαλωτότητα των γονέων στις διεργασίες επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να αποτελέσει οιωνό, για την μετέπειτα επιρρέπεια των παιδιών τους σε αυτά.
Επιπλέον, η συνεχής κοινοποίηση προσωπικών πληροφοριών των παιδιών (π.χ προσωπικές φωτογραφίες, κατακτήσεις, επιτυχίες, εμφανίσεις) από τους γονείς τους, κατά κάποιον τρόπο δημιουργεί ένα σύννεφο συζητήσεων μεταξύ ενηλίκων, χωρίς στην πραγματικότητα τα παιδιά να έχουν λόγο σε αυτό. Η αντικειμενοποίηση της παιδικής ηλικίας τόσο από χιλιάδες «δημιουργούς περιεχομένου» όσο και από τους ίδιους τους γονείς, σχετίζεται θετικά με την αυξανόμενη ροπή των εφήβων να δημοσιεύουν ιδιωτικό περιεχόμενο, πολύ νωρίτερα από την ηλικία που θα μπορούσαν να κρίνουν εάν είναι κατάλληλη η χρήση του στο ψηφιακό χωριό. Ακόμη, η κοινοποίηση πολλών γονεϊκών threads για την «μη αποδεκτή» συμπεριφορά ενός παιδιού, ενός συμμαθητή ή ακόμη και ενός/μίας εκπαιδευτικού, συχνά εγείρουν συζητήσεις από αγνώστους που έχουν πρόσβαση σε αυτό το περιεχόμενο και εκφέρουν άποψη για τις εκφάνσεις της ζωής ενός παιδιού, καθιστώντας το υπόλογο σε μία «σιωπηλή» κοινή γνώμη που ενσωματώνεται μέσω του διαδικτυακού ιστού, στην καθημερινή οικογενειακή ζωή.
Το γρήγορο και εύπεπτο ψηφιακό ή τηλεοπτικό περιεχόμενο που αναφέρεται στην παιδική ηλικία και την γονεϊκότητα αποτελεί έναν ακόμη μεσολαβητικό παράγοντα που μπορεί να επισκιάσει την ανάπτυξη μίας αυθεντικής γονεϊκής σχέσης με το παιδί, ενώ μπορεί να στρεβλώσει τόσο την αίσθηση αυτεπάρκειας του γονέα, όσο και την κριτική του ικανότητα για να έχει επιδραστικό ρόλο στην ψηφιακή συμπεριφορά του παιδιού του αργότερα. Ακόμη οι διαφημίσεις, που αναπαράγουν στερεότυπες πεποιθήσεις για την ιδανική οικογενειακή ζωή, ή για το «ιδανικό» παιδί, εγκλωβίζουν τις γονεϊκές αναπαραστάσεις σε «κονσερβοποιημένες πεποιθήσεις» για την κανονικοποίηση της παιδικής ηλικίας, στερώντας με έναν σιωπηλό τρόπο την προσδοκία για κάτι μη αναμενόμενο, μη γραμμικό.
Εν κατακλείδι, οι γονείς δεν μπορούν να περιορίζονται σε στερεότυπα ή άκριτες οδηγίες. Η ανάγκη για κριτική σκέψη και ενημέρωση από έγκυρες πηγές είναι ουσιαστική για την διαμόρφωση μιας αυθεντικής σχέσης με το παιδί, ενώ είναι κρίσιμο οι γονείς να εξετάζουν το πολιτισμικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, ώστε να διαμορφώσουν αξίες και ιδανικά που θα μεταδώσουν στην επόμενη γενιά. Η συμβουλευτική γονέων, από ειδικά εκπαιδευμένους θεραπευτές μπορεί να συνεισφέρει στην ανάγκη των γονέων για έναν ασφαλή χώρο, όπου θα εκφράσουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις για την γονεϊκότητα και θα αναστοχαστούν πάνω στις πρακτικές αλλά και τις προσδοκίες τους για την αναδυόμενη προσωπικότητα του παιδιού τους, δίχως να επαναλαμβάνει ή να διαιωνίζει τα τραύματα της δικής του παιδικής ηλικίας, ή τα δευτερεύοντα συμφέροντα μίας προωθητικής διαφήμισης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
# Lin, M. H., Vijayalakshmi, A., & Laczniak, R. (2019). Toward an understanding of parental views and actions on social media influencers targeted at adolescents: The roles of parents’ social media use and empowerment. Frontiers in Psychology, 10, 2664.
# Η Πολυκρέτη Μαρία (σ.σ. με καταγωγή από τη Νάξο) είναι Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια, απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου (BSc) και του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (MSc), με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, εξειδικευμένη στην παιδοψυχολογία, την θεραπεία του τραύματος και την αφηγηματική ψυχοθεραπεία. Εδρεύει στο Κέντρο της Αθήνας, ενώ είναι μέλος διεπιστημονικών ομάδων και φορέων ως εξωτερική συνεργάτιδα ψυχοθεραπεύτρια και εισηγήτρια σεμιναρίων