“Εχω καρκίνο του μαστού και έχει κάνει μετάσταση στα κόκαλα». Βρισκόμαστε στο 2020 και μια 32χρονη γυναίκα, κάτοικος τότε Ρόδου, επιχειρεί αυτοδιάγνωση· κανείς από τους γιατρούς στους οποίους είχε απευθυνθεί στην ευρύτερη νησιωτική περιφέρεια δεν της είχε δώσει μια στοιχειοθετημένη ερμηνεία για τους πόνους που την ταλαιπωρούσαν και για τον σπόνδυλο που είχε ήδη σπάσει.
Η περίπτωση της 32χρονης (το όνομα της γυναίκας, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, είναι στη διάθεση της “Καθημερινής”) δεν είναι μεμονωμένη. Οσοι κατοικούν μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα, άπαξ και νοσήσουν με καρκίνο, καλούνται να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για να μπορέσουν να πάρουν στα χέρια τους την τελική διάγνωση και να κάνουν θεραπείες. Σε καλύτερη μοίρα θα βρεθούν όσοι έχουν κάποιον γνωστό σε θέση κλειδί ή ένα γερό κομπόδεμα, για να απευθυνθούν σε ιδιωτικά διαγνωστικά ή κλινικές.
Λανθασμένη διάγνωση
Η παραπάνω ασθενής, όπως περιγράφει σήμερα ο σύζυγός της, κ. Αντώνης Χρήστου, είχε νοσηλευθεί στην Κρήτη λόγω ενός επιθετικού αυτοάνοσου. «Είχε κάνει απεικονιστικές εξετάσεις, των οποίων η διατύπωση της διάγνωσης προκαλούσε ανησυχία ακόμα και σε κάποιον μη ειδήμονα».
Ωστόσο, οι ρευματολόγοι που την παρακολουθούσαν δεν αξιολόγησαν τα εν λόγω ευρήματα, η ψηλάφηση στον μαστό δεν έδειξε κάτι, οπότε η ασθενής εστάλη πίσω στον τόπο κατοικίας της με αγωγή για το βασικό της νόσημα. Οταν τελικά διαπιστώθηκε η κακοήθεια, η οποία είχε ήδη επεκταθεί, το ζευγάρι, που είχε μόλις παλιννοστήσει από τη Μ. Βρετανία, έχοντας χάσει την πίστη του στο δημόσιο σύστημα υγείας, επέλεξε ιδιωτικό θεραπευτήριο στην Αθήνα για τις θεραπείες.
«Εζησε 18 μήνες με ποιότητα ζωής», τονίζει ο σύζυγός της, «είμαι σίγουρος ότι οι γιατροί στην Αθήνα έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν». Ο ίδιος έχει επίγνωση ότι ήταν μια πολύ επιθετική μορφή καρκίνου του μαστού, ίσως όμως μια έγκαιρη διάγνωση να είχε συμβάλει σε ένα μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής.
Στο νοσοκομείο της Καβάλας συρρέουν ασθενείς από την Ξάνθη, τη Δράμα, τη Θάσο, κάποιες φορές και από την Κομοτηνή. «Εξυπηρετούμε, ο διευθυντής του τμήματος και εγώ, πάρα πολλούς ασθενείς, σε διάφορα στάδια της νόσου», εξηγεί στην «Κ» η κ. Νικολέτα Μαλλιαρού, παθολόγος-ογκολόγος.
«Στο δικό μας νοσοκομείο μπορεί να γίνει βιοψία μόνο για καρκίνο του δέρματος, του μαστού και του παχέος εντέρου», διευκρινίζει, «για βιοψία σε άλλα όργανα, π.χ. για ήπαρ, δεν διαθέτουμε ακτινοεπεμβατικό γιατρό». Τότε, η Θεσσαλονίκη είναι μονόδρομος. Ωστόσο, η αναμονή για βιοψία σε δημόσιο νοσοκομείο κυμαίνεται σε 20 έως 30 μέρες και μαζί με τον χρόνο που απαιτείται για το αποτέλεσμα, δηλαδή 15 μέρες, μπορεί να φτάσει τον ενάμιση μήνα. Η άλλη επιλογή, βιοψία σε ιδιωτικό διαγνωστικό, έχει κόστος που κυμαίνεται από 500 έως 1.200 ευρώ
. Εν συνεχεία και η μοριακή ανάλυση, η οποία είναι συχνά απαραίτητη για να καθοριστεί το θεραπευτικό σχήμα, δεν καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ και κοστίζει από 800 έως 1.500 ευρώ. Η ταλαιπωρία, ωστόσο, δεν τελειώνει όταν οι ασθενείς παίρνουν μια οριστική διάγνωση στα χέρια τους. «Στο νοσοκομείο μας πραγματοποιούμε καθημερινά 45 χημειοθεραπείες, όμως δεν έχουμε ακτινοθεραπευτικό τμήμα», σημειώνει η κ. Μαλλιαρού. «Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι πηγαινοέρχονται Καβάλα – Θεσσαλονίκη».
Παρόμοιες δυσκολίες περιγράφει και ο 65χρονος Ευστράτιος Φωτεινός από την Κορνοφωλιά Εβρου. Ο κ. Φωτεινός υποβάλλεται σε χημειοθεραπείες στο νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. «Για κάθε χημειοθεραπεία κάνουμε 144 χιλιόμετρα», εξηγεί, «ξεκινάμε από τις 5 π.μ. η γυναίκα μου στο τιμόνι και εγώ στο πίσω κάθισμα». Το ζευγάρι έχει εξουθενωθεί σωματικά αλλά και οικονομικά, καθώς ζουν με μια σύνταξη.
«Σε δεκαπέντε με είκοσι περίπου γυναίκες απ’ όσες εξετάζω κάθε χρόνο διακρίνω ενδείξεις κακοήθειας», λέει στην «Κ» ο κ. Γιώργος Βάγγος, μαιευτήρας γυναικολόγος, επιμελητής Α΄ στο Γενικό Νοσοκομείο της Αρτας. «Προχωράμε επομένως σε βιοψία. Αν αυτή γίνει στο δικό μας νοσοκομείο το δείγμα θα αποσταλεί στο παθολογοανατομικό του ΕΚΠΑ στην Αθήνα».
Λόγω του φόρτου εργασίας, όμως, τα αποτελέσματα δεν αποκλείεται να φτάσουν μήνες αργότερα. «Ο μέσος χρόνος αναμονής είναι 3-4 μήνες, ενώ με τακτικά τηλεφωνήματα και πίεση, ο χρόνος μπορεί να πέσει στους δύο μήνες», απαντά ο κ. Βάγγος. Οι γυναίκες, ανάλογα με τις αντοχές τους, μπορεί να επιλέξουν να μεταβούν σε άλλη πόλη και να απευθυνθούν στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Ούτως ή άλλως για τα επόμενα στάδια δεν έχουν τη δυνατότητα να εξυπηρετηθούν στην Αρτα. Το πλησιέστερο είναι το Πανεπιστημιακό των Ιωαννίνων, όμως και εκεί οι αναμονές δεν είναι μικρές.
Και οι κάτοικοι των Ιωαννίνων, ωστόσο, νιώθουν ότι παρά την ύπαρξη ενός μεγάλου πανεπιστημιακού νοσοκομείου βιώνουν ταλαιπωρία. «Στην πόλη μας δεν διαθέτουμε pet scan, επομένως και εμείς πάμε στη Θεσσαλονίκη», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Αβραάμ Καϊρέτογλου, που είναι φροντιστής της συζύγου και της πεθεράς του. «Η σύζυγός μου χρειάστηκε το 2020 να υποβληθεί σε παγκρεατεκτομή, για την οποία στα Ιωάννινα θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι δύο μήνες, οπότε επιλέξαμε να πάμε ιδιωτικά στη Θεσσαλονίκη», θυμάται. «Και η πεθερά μου, όμως, που χρειάστηκε το 2023 να αφαιρέσει το 1/3 του πνεύμονα, το έκανε σε δημόσιο νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, διότι για μεγάλο διάστημα δεν είχαμε θωρακοχειρουργό στα Ιωάννινα», προσθέτει.
Απουσία σχεδιασμού
«Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα για το πώς πρέπει να κινηθεί ένας ασθενής που μένει στην επαρχία, ούτε τα νοσοκομεία είναι διασυνδεδεμένα, ο καθένας αποφασίζει βάσει των γνωριμιών του και του βαλαντίου του», αναφέρει στην «Κ» η κ. Ευαγγελή Μπίστα, συνιδρύτρια και υπεύθυνη λειτουργίας της Κ3 (Κέντρο Καθοδήγησης Καρκινοπαθών). «Οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου κατευθύνονται στο ΠΑΓΝΗ, από το Ιόνιο στην Πάτρα ή στα Γιάννενα, η βόρεια Ελλάδα πάει στη Θεσσαλονίκη και ένα τμήμα της Θράκης στο Πανεπιστημιακό της Αλεξανδρούπολης αλλά και πάρα πολλοί συρρέουν στην Αθήνα». Η Κ3 έχει ανοίξει γραφεία εντός του Πανεπιστημιακού της Αλεξανδρούπολης και στο Θεαγένειο, όπου οι ασθενείς μπορούν να απευθυνθούν μετά τη διάγνωση. «Πέρα από την ψυχολογική υποστήριξη και την κοινοποίηση των δικαιωμάτων τους, τους προτρέπουμε να κάνουν αίτηση στο Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), διότι ενδέχεται να δικαιούνται κάποιο επίδομα ή έστω φοροαπαλλαγή· κάτι που σχεδόν όλοι αγνοούν».
Οπως τονίζει η κ. Μπίστα, σπάνια τα περιστατικά από την επαρχία είναι καρκίνοι σε αρχικά στάδια. «Τα πολλαπλά εμπόδια που υπάρχουν δυσκολεύουν την πρόληψη», παρατηρεί, «μας καλούν γυναίκες από τη Μυτιλήνη, τη Λήμνο και τη Θάσο, μας λένε λάβαμε το sms για τη μαστογραφία, αλλά δεν έχουμε πού να την κάνουμε». Υπάρχουν και ασθενείς σε άρνηση. «Ερχόμαστε αντιμέτωποι με νοοτροπίες που πιστεύαμε ότι είχαν εκλείψει, λένε “παντρεύω την κόρη μου, να μην πουν ότι ο πατέρας της νύφης έχει την παλιοαρρώστια”, “δεν μπορώ να πηγαίνω τόσο συχνά για θεραπεία και να αφήνω τα ζώα μου”, “μη με δει το χωριό να πηγαίνω στον γιατρό” και διάφορα άλλα».