Μια πειρατική επιδρομή, ένας αποκριανός σκοπός, ένας ανομολόγητος έρωτας: Τα τρία στοιχεία του Καπετάνιου της Αμοργού, ένα έθιμο που βοηθούσε την αγάπη να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο. Είναι ένα έθιμο στο οποίο δίνεται η δυνατότητα στον πρωταγωνιστή να ομολογήσει τον έρωτά του δημόσια, μπροστά σ’ ολόκληρο το χωριό και στην ουσία να λάβει την ευλογία και την εύνοια του χωριού, ώστε να μπορέσει αυτός ο έρωτας να ευδοκιμήσει και να γίνει οικογένεια.
Πάμε Λαγκάδα (το βλέπουμε βέβαια και στα Θολάρια, αλλά η βάση είναι η Λαγκάδα)… Το έθιμο αυτό συνδέεται με τη σφαγή της Αιμπηής. Η σφαγή της Αιμπηής ποιά είναι: Ακριβώς από κάτω από την αυλή της Παναγίας της Επανοχωριανής, υπάρχει ένα μεγάλο χωράφι στρογγυλό το οποίο λέγεται «Αιμπηή», από το «αίμα» και το «πήγνυμι», δηλαδή, είναι εκεί που έπηξε το αίμα. Κι ο θρύλος έλεγε ότι κάποια στιγμή, Αγαρινοί πειρατές ανεβήκανε από τη Μεγάλη Βλυχάδα την ημέρα της γιορτής της Παναγίας και σφάξανε όλο τον πληθυσμό του χωριού, στην αυλή της εκκλησίας. Όπου το αίμα κύλησε κι έπηξε μέσα στην Αιμπηή.
Πώς όμως μία σφαγή και μάλιστα τόσο βίαιη, μπορεί να συνδέεται μ’ ένα έθιμο για τους ανομολόγητους έρωτες; Μήπως όταν έγινε η σφαγή της Αιμπηής, οι παπάδες χρησιμοποίησαν το ήδη προϋπάρχον έθιμο, ώστε να επαναφέρουν τους επιζήσαντες και να ξαναφτιάξουν κοινωνία και το χωριό;
Την Κυριακή της Τυρινής, μετά την πρωινή εκκλησία, όλοι οι άντρες μαζεύονται σ’ ένα καφενείο στην πλατεία του χωριού. Αφού πιούν τον καφέ τους, ξεκινάν να πίνουνε, να βγάζουνε τα όργανα και τραγουδάνε ένα τραγούδι, το οποίο στη Γιάλη (Αιγιάλη) τουλάχιστον, τραγουδιέται μόνο εκείνη τη μέρα. Το τραγούδι αυτό είναι ο «αποκριανός».
Ξεκινώντας, λοιπόν, αυτό το τραγούδι, η παρέα αρχίζει κι αυτοσχεδιάζει στίχους για το έθιμο, για την παρέα, για τους φίλους που βρίσκονται στο τραπέζι και σηκώνονται απ’ το καφενείο και ξεκινάνε τραγουδώντας συνέχεια τον αποκριανό και προχωράνε και πηγαίνουνε μέχρι την Παναγία την Επανοχωριανή.
Πάνε λοιπόν στην Επανοχωριανή, συνήθως οι γηραιότεροι είναι ήδη εκεί, πάλι μόνο άντρες, τρώνε ψάρια τηγανητά, ψωμί, τυρί και πίνουνε γλυκό κρασί. Τραγουδάνε τον αποκριανό και κάποια στιγμή, τα όργανα σταματάνε για λίγο. Ο αρχαιότερος, ο γηραιότερος κι ο πιο έμπειρος της παρέας μαζεύει τους νέους, όλους τους νέους, τους ελεύθερους νέους, μπροστά στην είσοδο, στην πύλη της εκκλησίας, μπροστά στην αυλή της εκκλησίας και πετάνε ένα γιλέκο σε κάποιον νέο. Δεν πετάνε το γιλέκο και προσπαθούν οι νέοι να το πιάσουνε, αυτός διαλέγει σε ποιον νέο θα πάει το γιλέκο. Ο νέος, λοιπόν, που θα πάρει το γιλέκο, γίνεται ο Καπετάνιος μας κι είναι ο Καπετάνιος του γλεντιού.
Αλλάζουμε όλοι ρούχα, ντυνόμαστε με παραδοσιακά ρούχα, βράκες, φέσια, ζωνάρια, γιλέκα. Ο Καπετάνιος μας ανεβαίνει επάνω στο άλογο. Φτιάχνεται το λάβαρο του γλεντιού το οποίο λάβαρο είναι ένα ξύλινο κοντάρι το οποίο έχει στην κορυφή του ένα ψωμί, ένα τυρί και δυο φέτες μπακαλιάρο ξερό ή ένα ξερό χταπόδι. Το σηκώνει ο μπαϊρακτάρης, ο οποίος συνήθως είναι και προσφιλές πρόσωπο του Καπετάνιου και ξεκινάμε να επιστρέφουμε στη Λαγκάδα, τραγουδώντας πάντα τον αποκριανό.
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στη Λαγκάδα και στην τοποθεσία «Πορτάρα», μας περιμένουν όλες οι γυναίκες ντυμένες παραδοσιακά. Σταματάμε, τους τραγουδάμε, οι στίχοι αρχίζουν πια και γίνονται πιο αυτοσχεδιαστικοί ως προς το σύνολο, δηλαδή, μιλάνε και για τα κορίτσια, για την ομορφιά τους, για το πώς περιμένουν με ανυπομονησία αυτή τη μέρα, κλπ. Και φεύγουμε όλοι μαζί και μπαίνουμε στο χωριό, ο κόσμος βγαίνει, κερνάει τον Καπετάνιο, το τσούρμο του, γίνεται ολόκληρος ο κύκλος του χωριού και καταλήγουμε μπαίνοντας πάλι στην πλατεία του χωριού.
Όταν μπαίνουμε στην πλατεία του χωριού, αυτοσχεδιάζουμε τους τελευταίους στίχους κι ο αποκριανός σταματά. Ο Καπετάνιος φεύγει και τρέχει τρεις φορές με το άλογο του. Σταματάει, ξεπεζεύει, τα όργανα μπαίνουν στη μέση της πλατείας κι ο Καπετάνιος με το τσούρμο του χορεύουνε τον «Κίτσο». Ο Κίτσος είναι παραδοσιακός αντρικός γιαλίτικος σκοπός.
Αφού χορέψουν, λοιπόν, όλοι οι άντρες τον «Κίτσο», ο Καπετάνιος παίρνει βόλτα όλες τις γυναίκες και πετάει το μαντήλι του στην καλή του, μ’ αυτήν που είναι ερωτευμένος. Και την τραβάει στο χορό. Κι εκεί, ξεκινάει το γλέντι.
Τα παλιά χρόνια, αυτό θεωρούταν επίσημος αρραβώνας. Κι ήταν επίσημος αρραβώνας, γιατί; Γιατί ο γηραιότερος και πιο έμπειρος που διάλεγε τον Καπετάνιο, τα παλιότερα χρόνια δεν ήταν κάποιος οποιοσδήποτε, ήταν ο παπάς. Κι επειδή ο παπάς ήξερε από την εξομολόγηση ποιο ζευγάρι είναι ερωτευμένο… Και δε μιλάμε να είναι κάποιος ερωτευμένος με κάποια και να μην υπάρχει ανταπόκριση, μιλάμε ότι ήξερε από την εξομολόγηση ακριβώς ποια ζευγάρια είναι ερωτευμένα, ενέκρινε τα ειδύλλια ή όχι κι έδινε την ευκαιρία στον Καπετάνιο, στο παιδί, στο παλικάρι αυτό, να γίνει Καπετάνιος, να τη σηκώσει στον χορό, να φανερώσει τον έρωτά του. Και βέβαια, από τη στιγμή που ήταν ευλογημένος από τον παπά, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φέρει κάποιος αντίρρηση.
Κι έτσι παντρεύτηκε κι ο παππούς μου τη γιαγιά μου. Διότι η γιαγιά μου ήτανε εγγονή Δημάρχου, κόρη δασκάλου κι ο παππούς μου ήταν αγρότης. Ήξερε, λοιπόν, ο παπάς ότι είναι ερωτευμένα τα παιδιά, ενέκρινε το ειδύλλιο, ήξερε ότι ο παππούς μου είχε μια καλή γεωργική χρονιά, γιατί τα έξοδα τότε ήταν του Καπετάνιου, τον σήκωσε, τον έκανε Καπετάνιο, σήκωσε ο παππούς μου τη γιαγιά μου στον χορό, τέλος. Κι έτσι, μετά… «the rest is history», όπως λέγαμε παλιά στο χωριό!
Ακούστε την Σοφία Γρίσπου μέσα από την εκπομπή Cyclades On Air της Ραδιοφωνίας Κυκλάδων για το έθιμο του Καπετάνιου στη Λαγκάδα
Με πληροφορίες μέσα από τη σελίδα istorima.org
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Ιωάννας Συνοδινού και την οποία ευχαριστούμε..