“Οταν στην Αθήνα του μεσοπολέμου οι αστοί έχουν καλεσμένους στο σπίτι τους, θα παίξουν στον φωνόγραφο κάτι εκλεπτυσμένο, κλασική μουσική ή ένα δημοφιλές τραγούδι, όχι πάντως δημοτική μουσική”.
Είναι σούρουπο και βρισκόμαστε στη Νάξο, στο κτήμα Κάμπονες, έναν ελαιώνα ηλικίας 600 έως 2.500 ετών, όπου για δεύτερη χρονιά πραγματοποιείται το φεστιβάλ «Μια βραδιά κάτω από την ελιά». Από ένα γραμμόφωνο 125 ετών ακούμε την πρώτη ηχογράφηση τσαμπούνας.
Εδώ ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο Αμερικανός μουσικολόγος που έμελλε να εξελιχθεί σε ειδήμονα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, πρόκειται να μας μυήσει στα μυστικά της άγνωστης για εμάς «τσαμπούνας», ενός παραδοσιακού οργάνου που έχει μακρά παρουσία στο νησί· στο πλάι του ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Πανταζής μας μιλάει για την προσωπική σχέση του με το διονυσιακό όργανο.
«Πριν από 17 χρόνια ήρθα στο νησί σας για να ανακαλύψω την τσαμπούνα, τον ήχο της οποίας είχα ακούσει τυχαία», διηγείται ο κ. Πανταζής, «δεν ήξερα καν πώς έμοιαζε». Η περιήγηση του κ. Πανταζή στη νησιωτική Ελλάδα ξεκινάει από τη Νάξο και καταλήγει στη Σαντορίνη, όπου ζει σήμερα και μεταξύ άλλων έχει δημιουργήσει έκθεση και εργαστήριο τσαμπούνας. Εχουν καταγραφεί διαφορετικά είδη τσαμπούνας. «Εχω παρατηρήσει διαφορές και στον τρόπο που παίζεται η τσαμπούνα όχι μόνο από νησί σε νησί αλλά και από χωριό σε χωριό».
Γι’ αυτό το αρχαϊκό όργανο –σύμφωνα με τον κ. Πανταζή, ήδη ο Αριστοφάνης το περιγράφει στους Αχαρνείς– αντλούμε πολλές πληροφορίες από παλαιότερες ηχογραφήσεις. «Το 1890, όταν ξεκινούν οι ηχογραφήσεις, ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτός είναι ένας τρόπος για να διασωθεί η μουσική παράδοση», επισημαίνει ο κ. Κινγκ. Ενας φωνόγραφος έχει μεγάλο κόστος και ως εκ τούτου αποτελεί σύμβολο κοινωνικού στάτους, συνεπώς οι ηχογραφήσεις ικανοποιούν τα μουσικά γούστα μιας συγκεκριμένης τάξης. Ξεκινά, όμως, η μετανάστευση των Ελλήνων στις ΗΠΑ. Εκεί οι προτεραιότητες των Ελλήνων μεταναστών, εκ των οποίων πολλοί είναι οι ίδιοι οργανοπαίκτες, είναι διαφορετικές. Ο μουσικολόγος θεωρεί την τσαμπούνα «εξαδέλφη» της γκάιντας καθώς αποτελούνται και οι δύο από ασκό και αυλούς, «απλώς διαφοροποιούνται γιατί η γκάιντα βλέπει τα βουνά και η τσαμπούνα θάλασσα».
Η τσαμπούνα δεν αποτελεί, ωστόσο, μουσειακό είδος, για το οποίο με ευλάβεια συζητούν οι ιστορικοί. Η θεωρητική προσέγγιση κάτω από τις ελιές γρήγορα μετατρέπεται σε γλέντι. Οι τσαμπουνιέρηδες –όλοι νεαρής ηλικίας– παίρνουν το βήμα παρασύροντας το κοινό σε έναν κυκλωτικό χορό, που θα ολοκληρωθεί όταν πλέον το σκοτάδι πέφτει.
Στο κτήμα Κάμπονες, όπου λειτουργούσε ελαιοτριβείο ήδη από το 1570, δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα. «Ηθελα πάντοτε να αναδείξω τον ελαιώνα που ο παππούς μου απέκτησε από Ενετούς το 1901, συγκεκριμένα από απογόνους του 5ου Δούκα της Νάξου Μισέλ Σανούδου», εξηγεί στην «Καθημερινή» η κ. Μαρία Πολυκρέτη, φιλόλογος και γέννημα θρέμμα της Νάξου, έμπνευση της οποίας είναι το φεστιβάλ.
«Γροικώ, Θωρώ, Ανοιώθω» ήταν ο τίτλος της φετινής εκδήλωσης, τρία ρήματα από την ακόμη ζωντανή ντοπιολαλιά της Απειράνθου, που σημαίνουν ακούω, βλέπω και αισθάνομαι.
Κείμενο: Ιωάννα Φωτιάδη – Καθημερινή (έντυπη έκδοση)