Σχεδόν το 70% στη βαμβακοκαλλιέργεια της Θεσσαλίας εκτιμάται ότι έχει υποστεί καταστροφές από τη θεομηνία «Ντάνιελ», με την παραγωγή στηνππεριοχή να αναμένεται μειωμένη τουλάχιστον κατά 50-60%, κάτι που συνολικά θα επηρεάσει την παραγωγή της χώρας κατά 15-20%.
Σύμφωνα με στοιχεία, από τα 2,5 εκατομμύρια στέμματα που καλλιεργούνται σε όλη τη χώρα, τα 800.000 στρέμματα περίπου (32%) βρίσκονται στη Θεσσαλία.
Από τα 800.000 στρέμματα, 410.000 στρέμματα περίπου καλλιεργούνται στην περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας, 270.000 στρέμματα στη Λάρισα, 93.000 στρέμματα στην περιφερειακή ενότητα Τρικάλων και 37.000 στρέμματα περίπου στη Μαγνησία.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Προϊστάμενος Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος – ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Δρ. Νταράουσε Μωχάμεντ ανέφερε ότι «οι ζημιές από την κακοκαιρία ευρίσκουν τη βαμβακοκαλλιέργεια αρκετά όψιμη, λόγω των προηγούμενων καιρικών συνθηκών. Μεγάλο ποσοστό των “καρυδιών” δεν έχει ανοίξει ακόμα» κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο σημαίνει ότι «ανάλογα με τη διάρκεια και το ύψος του νερού που καλύπτει την καλλιέργεια, πέραν από τις άμεσες καταστροφές, το μεγάλο ποσοστό των “καρυδιών” δύσκολα θα ανοίξει ή δεν θα έχει κανονικό άνοιγμα».
Το ύψος του νερού που βρίσκεται σε κάθε αγροτεμάχιο παίζει σημαντικό ρόλο μιας και σε περίπτωση που είναι χαμηλότερο από το φυτό «η ζημιά θα είναι μικρότερη, όμως η παραγωγή θα είναι πολύ μειωμένη, ίσως σε τέτοιο βαθμό που η συλλογή του προϊόντος δεν είναι συμφέρουσα οικονομικά» σύμφωνα με τον κ. Νταράουσε.
Στη Θεσσαλία λειτουργούν περίπου 20 εκκοκκιστήρια μεγάλος αριθμός των οποίων έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές στις υποδομές και στον εξοπλισμό. Όπως είπε στο ΑΠΕ ο κ. Νταράουσε «ίσως να υπάρχει και μεγάλη απώλεια σε αποθηκευμένο εκκοκκισμένο βαμβάκι της προηγούμενης εκκοκκιστικής περιόδου. Το φαινόμενο αυτό ίσως να είναι πιο έντονο στα εκκοκκιστήρια του Νομού Καρδίτσας που έχει το μεγαλύτερο αριθμό εκκοκκιστηρίων».
Δύσκολη η επόμενη χρονιά
Το νερό που είχε ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ο θεσσαλικός κάμπος, πέρα από τις καταστροφές σε καλλιέργειες, δημιούργησε και επιπλέον ζητήματα. Πολλοί είναι οι παραγωγοί που έχουν δει τα αγροτικά τους μηχανήματα αλλά και το γεωργικό τους εξοπλισμό, τα συστήματα ποτίσματος, τα αποθηκευμένα αγροεφόδια να έχουν πάθει ενδεχομένως και ανεπανόρθωτες ζημιές.
«Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να φέρουν τα χωράφια σε ομαλή κατάσταση. Δεν γνωρίζουμε αν ο χρόνος που απομένει θα είναι αρκετός, για να προετοιμάσουν τα χωράφια, για τις χειμερινές καλλιέργειες, όπως το κριθάρι και το σιτάρι, ως μια απαίτηση της νέας ΚΑΠ για εναλλαγή καλλιεργειών», τόνισε ο κ. Νταράουσε.
Για να γίνουν όλα αυτά όπως επισημαίνει ο ίδιος «απαιτείται χρόνος και χρήμα, σχέδια και διαδικασίες, κυρίως για την αποκατάσταση των ζημιών σε υποδομές και γεωργικό εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για τις προετοιμασίες των χωραφιών για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο και να ξαναφέρουν τα πράματα σε μια κανονικότητα».
Κατάσταση εδάφους
Αναφορικά με την κατάσταση που θα βρίσκεται το έδαφος μετά την υποχώρηση των υδάτων ο Προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τις επιπτώσεις στο εδαφικό σύστημα, αφού δεν υπάρχει προηγούμενη καταγεγραμμένη εμπειρία» και συμπληρώνει πως «οι επιπτώσεις από τη μια περιοχή στην άλλη θα είναι διαφορετικές, εξαρτάται από την τοποθεσία, αν γειτνιάζει ή είναι κοντά με ποτάμια ή με υπερυψωμένες περιοχές που επηρεάζουν το είδος και το ποσό των φερτών υλικών στα χωράφια, πέρα από το χώμα (λάσπη), όπως πέτρες, σκουπίδια, δένδρα, πλαστικά και άλλα ξενόφερτα υλικά, τα οποία θα πρέπει να απομακρυνθούν».
Οι μέχρι τώρα εικόνες δείχνουν χωράφια που έχουν υποστεί μεγάλες ανωμαλίες στην επιφάνεια του εδάφους και όλα αυτά απαιτούν κόστος και πρόσθετη εργασία για να επανέλθει το έδαφος σε μια ομαλότητα ώστε να είναι κατάλληλο για καλλιέργεια.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τη γονιμότητα των εδαφών ο κ. Νταράουσε λέει ότι είναι δύσκολο «να εκφέρει κανείς με σιγουριά άποψη, εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία από προηγούμενη εμπειρία και πιστεύω ότι αυτό είναι ένα δύσκολο και ανοιχτό θέμα».
Θα επηρεαστεί το μέλλον της βαμβακοκαλλιέργειας
Μιλώντας για το μέλλον της βαμβακοκαλλιέργειας στη χώρα μας μετά την καταστροφή στη Θεσσαλία, ο κ. Νταράουσε υπογραμμίζει ότι «η φετινή χρονιά με τις καταστροφές από την κακοκαιρία, θα αποτελέσει ένα πρόσθετο αρνητικό παράγοντα, που θα επηρεάσει αρνητικά το μέλλον της βαμβακοκαλλιέργειας» σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος παραγωγής και με τις αυξημένες απαιτήσεις που υπάρχουν στην αγορά αλλά και από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).
Τέλος, η διαχείριση των προβλημάτων θα είναι πιο δύσκολη και οι απαιτήσεις για τη στήριξή της θα είναι αυξημένες.
Το μέλλον της ζωικής παραγωγής
Μεγάλο πλήγμα δέχθηκε όμως και η ζωική παραγωγή της Θεσσαλίας, καθώς πολλοί κτηνοτρόφοι έχουν δει το ζωικό τους κεφάλαιο να έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τον ΕΛΓΑ, μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα οι δηλωμένες απώλειες σε αιγοπρόβατα ανέρχονται σε 67.041, στα βοειδή σε 5.698, στα μελισσοσμήνη σε 47.666, στους χοίρους σε 20.097 και στα πτηνά σε 126.416.
Μέχρι το ίδιο διάστημα οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν συλλέξει και διαχειριστεί (σ.σ. υγειονομική ταφή ή καύση) 29.786 νεκρά αιγοπρόβατα, 16.105 χοίρους, 72 βοοειδή και 49.300 πτηνά.
Όπως ανέφεραν στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, «το μεγαλύτερο πρόβλημα σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι η προσέγγιση των σημείων όπου βρίσκονται τα νεκρά ζώα, μιας και οι δρόμοι που οδηγούν στις περισσότερες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις έχουν καταστραφεί, ενώ το περιβάλλον όπου γίνονται οι επιχειρήσεις είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες, καθώς η στάθμη του νερού παρουσιάζει διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή».
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης είχε από το 2020 Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης νεκρών ζώων. «Πάνω σε αυτό βασιστήκαμε, συνεπικουρούμενοι από πάρα πολλά ιδιωτικά σκαφτικά μηχανήματα, υπό την καθοδήγηση των κτηνιάτρων της Περιφέρειας Θεσσαλίας, οι οποίοι και διαχειρίζονται την κρίση» ανέφεραν και προσθέτοντας πως «από το κέντρο επιχειρήσεων στη Λάρισα, καθημερινά αξιολογείται σε ποιες κτηνοτροφικές μονάδες μπορούμε να επιχειρήσουμε και να συντονίσουμε τα συνεργεία και τα μηχανήματα έργου για να γίνεται με ασφαλή υγειονομικό τρόπο η συγκομιδή των νεκρών ζώων, τα οποία στη συνέχεια θα οδηγηθούν για είτε σε κλιβάνους είτε σε ταφή, πάντα τηρουμένων των απαραίτητων υγειονομικών πρωτοκόλλων».
Όλα τα στελέχη της κτηνιατρικής υπηρεσίας και του ΥΠΑΑΤ που βρίσκονται από την πρώτη ημέρα στην περιοχή είναι σε συνεχή επαφή με τους κτηνοτρόφους, προκειμένου να συντονίζονται τα συνεργεία συλλογής των νεκρών ζώων.
Πριν από λίγες ημέρες στη διαδικασία εκτός από την εταιρεία διαχείρισης των νεκρών ζώων έχουν εμπλακεί και 40 στελέχη του Στρατού, τα οποία υπό την καθοδήγηση των κτηνιάτρων της Π.Ε. Θεσσαλίας, επιχειρούν κατά κύριο λόγο σε περιαστικές περιοχές, συλλέγοντας τα εναπομείναντα νεκρά ζώα.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής και διευθυντής του εργαστηρίου Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημήτρης Μπιλάλης, «η ζωική παραγωγή θα αργήσει να επανέλθει στους προηγούμενους ρυθμούς της μιας και για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχει παραγωγή ζωοτροφών. Επίσης, πολλές σταβλικές εγκαταστάσεις έχουν πάθει σοβαρές ζημιές και θα πρέπει να δοθούν εκ νέου άδειες προκειμένου να ξεκινήσει ξανά η κατασκευή τους».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ