Στο προηγούμενο σημείωμά μου στο NAXOSPRESS έγραφα τα εξής για τον λογοτέχνη Σωτήρη Δημητρίου με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Για μια Μαρίνα Τζάφου»: «…Τον θεωρώ ως έναν εκ των πέντε πρώτων νεοελλήνων λογοτεχνών. Έχω ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του, και κάθε φορά που μελετώ τις σχέσεις Λαογραφίας-Λογοτεχνίας δεν χάνω ευκαιρία να παραπέμπω σ’ αυτόν ή να παραθέτω αποσπάσματά του, ενισχυτικά των δικών μου λαογραφικών απόψεων ή περιγραφών. Έγραψε λαμπρές σελίδες της σύγχρονης λαογραφικής ζωής πριν από τους λαογράφους».
Κείμενο του Μανόλη Σέργη (*)
Ως δεύτερη εισαγωγική παρατήρηση σημειώνω το εξής «συνδετικό στοιχείο»: Το 2022 κυκλοφορήθηκε ο συλλογικός τόμος Τρίτη Ηλικία. Διαχρονική και διεπιστημονική προσέγγιση. Στον τόμο αυτόν συμμετείχα με την εργασία μου «Περί γιαγιάδων και παππούδων: Μια αφήγηση με αυτοεθνογραφικά στοιχεία σε πέντε «ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ».[1]
Περιληπτικότατα, αναφέρω εδώ ότι επιχειρώ σ’ αυτήν να οριοθετήσω τις διαχρονικές σχέσεις παππούδων/ γιαγιάδων και των παιδιών τους σε τέσσερα «επεισόδια», έχοντας «κλέψει» τον τελευταίο όρο από τον αρχαιοελληνικό Τραγικό Λόγο.
Γράφω (μεταξύ άλλων) εκεί για το δεύτερο κατά σειράν «επεισόδιο» αυτών των σχέσεων, που αναφέρεται ἐν πολλοίς στη δεκαετία του 1980: «… Στο γενικό αυτό πλαίσιο ιδεών και ιδεολογικών ανατροπών που επιχείρησα να μεταφέρω ἐν συντομίᾳ εδώ, η συγκατοίκηση με τους γέροντες γονείς θεωρήθηκε κατ’ αρχάς από μερίδα Νεοελλήνων ως δύσκολη συμβίωση. Η στάση αυτή βεβαίως συναρτήθηκε με τις θετικές ή τις αρνητικές σχέσεις γονέων – παππούδων – γιαγιάδων – παιδιών. Δεν υπολογίζονται οι ιδιαίτερες εκείνες περιπτώσεις που η επιλογή ενός γηροκομείου για την επιμελέστερη φροντίδα των γερόντων γονέων ήταν απολύτως απαραίτητη.
Ελλείψει χρόνου, οι εργαζόμενες μητέρες που δεν διέθεταν οικιακή βοηθό δυσκολεύονταν να περιποιούνται εκτός των μελών της πυρηνικής τους οικογένειας και τους γέροντες γονείς, που είχαν χρεία ενίοτε (τις περισσότερες φορές) ιδιαίτερης μέριμνας. Ο λαός του 1980 εθίζεται σε νέα καταναλωτικά πρότυπα (σε επιδεικτικές όμως μορφές κατανάλωσης, απενοχοποιείται δηλαδή η κατανάλωση), χειραφετείται σε άλλα. Από το 1974 κ.ε. παρατηρήθηκε μια δυναμική «επιστροφής των απωθημένων», όπως την ονομάζει ο Νικόλας Σεβαστάκης,[2] ανάδυσής τους καλύτερα, με την έννοια ότι ο λαός ένιωθε πως εδικαιούτο να απολαύσει όσα (από πλείστες αιτίες) είχε μέχρι τότε αποστερηθεί. Ο καθημερινός αγών των εργαζομένων ζευγαριών αφορούσε είτε στην καλυτέρευση των συνθηκών του βίου τους, είτε στην παντί τρόπῳ συμμετοχή στην κατανάλωση προϊόντων συμβολικού κύρους, ειδικά όταν τα οικονομικά μεγέθη τους βελτιώνονταν και ευνοούσαν τέτοιες καταναλωτικές συμπεριφορές.
Η συγκατοίκηση με τους γέροντες γονείς θεωρήθηκε αναχρονισμός, εμμονή στα καθιερωμένα, διότι στην αξιολόγησή της προσμετρήθηκαν (με μεγάλο βάρος) μόνον οι υπαρκτές παθογένειες της συνύπαρξης. Η εξέλιξη «έδειχνε» στροφή προς τους κρατικούς θεσμούς, ισχυροποιούμενους και βελτιούμενους τότε, προς τους βρεφονηπιακούς σταθμούς ή τα νηπιαγωγεία δηλαδή, προκειμένου περί των μικρών παιδιών, και προς τα γηροκομεία, προκειμένου περί των γερόντων. Ήταν ένας ‘‘καλώς εννοούμενος’’ εκσυγχρονισμός… Δεν θεωρείται πλέον αυτονόητο το χρέος των παιδιών να γηροκομούν τους ανήμπορους γονείς τους κατά τον «παραδοσιακό» τρόπο.
Παράλληλα, πολλοί γέροντες, ανίκανοι να αυτοεξυπηρετούνται, επιλέγουν οι ίδιοι τη λύση του γηροκομείου, για να μην επιβαρύνουν τα εργαζόμενα παιδιά τους. Ειδικά όταν γνωρίζουν ότι θα βρουν άνεση, περιποίηση και φροντίδα στο νέο τους καταφύγιο, και φυσικά ότι θα δέχονται συχνές επισκέψεις από τα παιδιά τους.
Εννοείται πως οι ‘‘ιδρυματοποιημένοι’’ γέροντες, απόμακροι από τη ζωή, αδυνατούν να διαδραματίσουν πλέον τον ρόλο τους,[3] και το στάτους τους μειώνεται σταδιακά μέχρι αφανισμού, αφού αδυνατούν να προσφέρουν υπηρεσίες, να είναι χρή-σιμοι.[4] Και πάλι όμως, η επαφή με τα εγγόνια ενδέχεται να έχει γι’ αυτούς υψίστη σημασία, αφού εκείνα μπορεί να καταστούν πηγή ζωτικότητας και ενδιαφέροντος, είναι πιθανόν να μειώσουν το βάρος της απομόνωσης.[5]
Πάντως δεν είμαι βέβαιος ότι η κλασική και στερεότυπη εικόνα του παππού ή κυρίως της γιαγιάς να διαβάζουν ένα παραμύθι στα εγγόνια τους, στο αστικό περιβάλλον, ήταν (μετά το 1974 εννοώ) ή είναι σήμερα ο κανόνας. Το αναλλοίωτο και ισχύον στερεότυπο είναι θαρρώ αυτό που αφορά στην καθημερινή συμμετοχή της γιαγιάς στις οικιακές εργασίες. Η διαπίστωση, κατόπιν ερεύνης, ότι σήμερα η Τρίτη Ηλικία συνευρίσκεται είτε μόνον μαζί με τα εγγόνια της, είτε μόνη και απομονωμένη είναι σοβαρή ένδειξη περιθωριοποίησής της[6]».
Αν το 2022 που κυκλοφορήθηκε ο τόμος Τρίτη Ηλικία….είχε εκδοθεί το «Για μια Μαρίνα Τζάφου», σάς διαβεβαιώνω ότι θα είχα επισυνάψει (αυτούσιο σχεδόν) στο δικό μου επιστημονικό κείμενο το αφήγημα με τίτλο «Νάξος» τού παραπάνω λογοτεχνικού βιβλίου, ως ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ των απόψεών μου. Διότι το θέμα της συγκατοίκησης μιας γερόντισσας ναξιώτισσας μητέρας με την οικογένεια τού γιου της στην Αθήνα το αναλύει με τον δικό του λογοτεχνικό τρόπο ΚΑΙ ο συγγραφέας μας. Με μελανά χρώματα. Η συμπεριφορά του γιου της, της γυναίκας του, των παιδιών τους στην βιαίως μεταφερμένη στην Αθήνα γιαγιά μού είναι γνωστή και από οικεία παραδείγματα… Τα «οικεία» της πρόσωπα, σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στο αφήγημα, την θεωρούσαν ως ένα μίασμα, την κατέστησαν ένα άχρηστο υποκείμενο, της συμπεριφέρονταν με σκαιό τρόπο, την αχρήστευσαν παντελώς, ωσάν να μην υφίστατο ως άνθρωπος στην «οικογένειά» τους.
Ό,τι πιο διαφορετικό, δηλαδή, από αυτό που υπαγορεύει η Ψυχολογία της Τρίτης Ηλικίας: Το σημαντικότερο, ίσως, για τους ανθρώπους της είναι να αισθάνονται χρήσιμοι, να νιώθουν ότι τους χρειαζόμαστε. Να καταγίνονται με οικιακές εργασίες, να προσέχουν τα εγγόνια τους, να διαδραματίζουν τον ανεπανάληπτο «παραδοσιακό» τους ρόλο τού να γίνονται ενεργητικοί φορείς της λαϊκής παράδοσης, να την «διοχετεύουν» στα εγγονάκια τους με ποικίλους τρόπους. Οι γέροντες έλληνες γονείς στη συντριπτική τους πλειονότητα (επιθυμούν να) διατηρούν υποστηρικτική γονεϊκή στάση προς τα παιδιά (τους) και προς τα εγγόνια τους. Αυτή η αίσθηση ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους.
Αφηγείται ο ναξιώτης γιος του διηγήματος σε έναν φίλο του: «… Μπήκα τις προάλλες σιγανά, την πλησίασα [τη γερόντισσα μάνα του] από πίσω κι όλο έλεγε, «με προσβάλλουν, Παναγία μου, με προσβάλλουν, με προσβάλλουν’’. Έ, πόσο ν’ αντέξεις; Άνθρωπος είσαι. Γιατί μάς γλωσσοτρώς συνέχεια; Έτσι μού ’ρθε να της δώσω μια να της χαλάσω το μούτρο…». Της υποσχέθηκε επίσης ότι το προσεχές Πάσχα θα την φέρει πίσω στη Νάξο, στο χωριό της, μια ανεκπλήρωτη τελικά υπόσχεση. Αρκούμαι σ’ αυτά τα δύο παραδείγματα, παραλείπω άλλες εκδηλώσεις της απαράδεκτης συμπεριφοράς τους.
Τονίζω με έμφαση ότι:
(α) στη συγκεκριμένη (λογοτεχνική) περίπτωση δεν αποδίδονται στη στάση και τη συμπεριφορά της γερόντισσας προς τους «δικούς» της ανθρώπους (γιο, νύφη, παιδιά τους) αιτίες και αφορμές της παθογένειας,
(β) η συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνιστά τον κανόνα αυτών των σχέσεων, αποτελεί όμως μια όψη του υπαρκτού προβλήματος που θίγω, και ο Σωτήρης Δημητρίου μάς έχει συνηθίσει (όπως έγραφα στο προηγούμενο σημείωμά μου στο NAXOSPRESS) στην παρουσίαση τού ξεχωριστού, τού μη κανονικού…
Επισημαίνω επίσης την τελευταία παρατήρηση του συγγραφέα: «Αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω πως ενώ [ο γιος] έλεγε αυτά τα λόγια δάκρυζε. Έστω ένα κάπως τανυσμένο δάκρυ» (σ. 129). Προφανώς ο Σ.Δ. επιχειρεί να επιρρίψει αλλού ένα σημαντικό τμήμα των ευθυνών του γιου για την απαράδεκτη συμπεριφορά του… Ή αισθανόταν κατά βάθος το ανεκπλήρωτο ηθικό του χρέος προς τη γερόντισσα μάνα του.
[1]«Περί γιαγιάδων και παππούδων: Μια αφήγηση με αυτοεθνογραφικά στοιχεία σε πέντε «επεισόδια», στον συλλογικό τόμο Μ. Μερακλής, Αριστ. Δουλαβέρας, Αναγν. Παπακυπαρίσσης, Μανόλης Σέργης (επιμ.), Τρίτη Ηλικία. Διαχρονική και διεπιστημονική προσέγγιση, Εκδόσεις Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2022, 735-760.
[2] Ν. Σεβαστάκης, Κοινότοπη χώρα. Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας, Αθήνα 2004, 49.
[3] Eva Kahana, Boaz Kahana, «Theoretical and research perspectives on grandparenthood», Aging and Human Development 2 (1971), 265.
[4] Παίζω με τη βαθύτερη σημασία του επιθέτου. Σημαίνει «ικανοί να χρησιμοποιηθούν»…
[5] EvaKahana, BoazKahana, ό.π., 263.
[6] Ανδρέας Καρακίτσιος, Θέματα παιδικής λογοτεχνίας, Ζυγός, Αθήνα 2008.
(#) Μανόλης Γ. Σέργης Ομότ. Καθηγητής του Δ. Π. Θράκης