Η Δονούσα μοιάζει με τις αντιρυτιδικές κρέμες: υπόσχεται ότι θα εξαφανίσει τις ρυτίδες της χρονιάς με θαλασσινά μπάνια, ούζο και χταπόδι. Γιατί ειδικά η Δονούσα; Επειδή εξασφαλίζει –με το φυσικό της τοπίο, την έλλειψη επιλογών, το αυτοκρατορικό παρελθόν της ως τόπου εξορίας– μια ισχυρή φαντασίωση πρωτογονισμού και αντίστασης.
Η παλιά Ελλάδα, ένας ξερότοπος που ζει στις παιδικές μας φωτογραφίες –θρούμπι, φραγκοσυκιές, κοτέτσια, αμπέλια, άντε και καμιά βουκαμβίλια– αχνοφέγγει στη Δονούσα. Σαν αντικατοπτρισμός στην έρημο της ισοπεδωτικής τουριστικής βιομηχανίας. Ένας παράδεισος: γυμνισμός, εύκολες φιλίες, σμαραγδένια νερά, Ροβινσώνες με τους Παρασκευάδες τους, έως τον Ιούλιο και, κυρίως, τον Αύγουστο που ξεκινούν τα μπάνια του λαού. Τότε οι γυμνιστές ακροβολίζονται. Οι τουρίστες πρέπει να επιδείξουν τα καινούργια μαγιό τους.
Ξεκινήσαμε τον γύρο των Μικρών Κυκλάδων το 1993 από τα Κουφονήσια. Καταλήξαμε οικογενειακώς στη Δονούσα την τελευταία δεκαετία, με μικρές στάσεις στην Ηρακλειά και στη Σχοινούσα. Χρόνο με τον χρόνο, προβληματιζόμαστε με τη Ροβινσωνιάδα των Μικρών Κυκλάδων. Με τους εαυτούς μας πρώτα και με όλους τους τουρίστες κατόπιν, που νομίζουν πως έγιναν ταξιδιώτες επειδή απευθύνονται στους ντόπιους με τα μικρά τους ονόματα και τους χτυπούν στην πλάτη φιλικά.
Κάτι πιο βαθύ
Ο βασικός λόγος που περάσαμε το φετινό Πάσχα στη Δονούσα ήταν η επιθυμία ν’ ανακαλύψουμε κάτι πιο βαθύ και αληθινό πίσω από την πρόσοψη του νησιού που αγαπήσαμε: άλλος τόπος πράγματι. Καταπράσινος, μαργαριτοσπαρμένος, με το θεατρικότερο «άρατε πύλας» που είχαμε παρακολουθήσει σε αναστάσιμη ακολουθία, με τους φούρνους των σπιτιών ανοιχτούς, με τραπεζώματα και κατσίκι στον ξυλόφουρνο της Μαρίας Πρασίνου.
Ακόμη καλύτερο κέρασμα, οι αφηγήσεις της: για τους μπαξέδες που ήταν σαν μπακάλικα κάποτε κι έβγαζαν τα πάντα: από σιτηρά μέχρι όσπρια. Για τον αδελφό της που είδε, όταν ήταν παιδί και δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα στο νησί, «ένα πράγμα σκοτεινό να περνάει, ένα φάντασμα, μια νεράιδα, παίζανε οι σκιές. Και την άλλη μέρα τού λένε, έλα να δεις τη νεράιδα σου, είναι ένα κατσικάκι!».
Το περιστατικό ενσωματώθηκε στο πρωτότυπο θεατρικό για τη ζωή του Οδυσσέα, που σκηνοθέτησε η Βασιλική Κουτρούλη μεταφέροντας τη δράση από τον Φούρνο στο ΚΕΠ κι από κει μέσα στον Ρυάκα και στον «Κήπο» της Λόνι και του Σπύρου. Η Βασιλική επιστράτευσε ντόπιους, παιδιά του σχολείου, τη Μάριον που μιλούσε στην παράσταση ολλανδικά, τον Χάρι τον Εγγλέζο, που έπαιξε έναν μπάλο στο βιολί όσο τραγουδούσαν, υποτίθεται, οι Σειρήνες.
Γύρω στα 180 άτομα παρακολούθησαν την παράσταση πριν καταφθάσουν στο νησί οι τουρίστες. Όλοι οι κάτοικοι, δηλαδή, και μερικοί ακόμη από τα πέριξ. Είχαμε μπει στον πειρασμό να ξαναπάμε τότε, τέλη Μαΐου. Μας σταμάτησε ο ίδιος μας ο ενθουσιασμός. Πώς πλησιάζεις έναν τόπο διακριτικά, χωρίς ν’ ανακατεύεσαι, χωρίς αυτό που η 20χρονη κόρη μου θα αποκαλούσε «appropriation», οικειοποίηση;
«Τους ξένους τούς λέγανε κατάσκοπους», αφηγείται ο Γιώργος Κολόζης στο ντοκιμαντέρ Ο Γιώργος του Κέδρου. Η ταινία, που άρχισε εκείνος και συνέχισε ο γιος του, συνδέει το πρώτο ταξίδι στην παραλία του Κέδρου το 1972 με την επιστροφή στο νησί τη δεκαετία του ’90, ακολουθώντας την πορεία από τις κατσικόστρατες έως τη διάνοιξη δρόμου. Αλήθεια είναι, κατάσκοποι είμαστε: μόνο που η κατασκοπεία, που ήταν επαφή, έστω αδέξια, με τη φύση και τους ψαράδες, τώρα είναι επαφή με το κινητό, το αυτοκίνητο και το φουσκωτό.
Καθένας με τη φούσκα του
Αποσπασμένοι από τον ρυθμό του νησιού, οι σύγχρονοι τουρίστες κουβαλάνε το σπίτι τους κι αν είναι δυνατόν και το τηλεκοντρόλ τους – το κοντρόλ γενικά, τον απόλυτο έλεγχο συνθηκών, τη φούσκα της προσωπικής εγωκεντρικής αναψυχής. Φέτος, στο Κύμα (το μικρό καφενείο-μπακάλικο του λιμανιού που λειτουργεί από το 1948) μετρούσαμε πόσα αυτοκίνητα έβγαιναν από το Blue Star, όπως λίγα χρόνια πριν μετρούσαμε τα κατσικάκια στη στάνη, στο γύρισμα του δρόμου που οδηγεί στον Κέδρο.
Αναθαρρεύαμε πάλι όταν ανέβαινε η μπουκαπόρτα και η λιμενάρχης έδινε σύνθημα με τη σφυρίχτρα της για να πηδήσει ένα τσούρμο παιδιών από τον μόλο στο κύμα που άφηνε το πλοίο. Εκείνη τη στιγμή, για λίγο, δίπλωνε η παλιά εικόνα της Δονούσας μέσα στην καινούργια.
Η άλωση των Μικρών Κυκλάδων δεν θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Νάξου ή της Πάρου, επειδή δεν υπάρχουν παρόμοιες σαρωτικές υποδομές. Αλλά ήδη τον Ιούλιο συναντήσαμε ένα αποκαρδιωτικό θέαμα: τρεις μαύρες hi-tech τέντες (μαύρο είναι το χρώμα του νέου χρήματος, κι ας ζεσταίνει τόσο) έπιαναν πενήντα τετραγωνικά στην παραλία του Κέδρου. Από κάτω, οικογένειες με τα μωρά τους και τα ψυγεία τους.
Η «ιδιωτική πρωτοβουλία» των τουριστών μπορεί να γίνει εξίσου παρεμβατική με τα τραπεζοκαθίσματα. Και αυτό σε ένα κυκλαδονήσι 13 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όπου οι κάτοικοι δεν είναι λαίμαργοι, δεν έχασαν την μπάλα όπως στο γειτονικό Κουφονήσι.
Σε ένα νησί που έχει πολιτιστικό σύλλογο, κινηματογραφική λέσχη, βιβλιοθήκη, Trail running, ήπια ανάπτυξη και απαγορεύει τα πλαστικά μιας χρήσης. Άρα δεν φταίει η Δονούσα, αλλά όσοι ονειρεύονται να εξημερώσουν την αγριάδα της, να την οδηγήσουν σε μια συμφόρηση πέραν των δυνατοτήτων της. Αυτός θα ήταν ένας ακόμη καλοκαιρινός εφιάλτης. Να γίνουν όλοι οι μήνες Αύγουστος και όλα τα μέρη Μύκονος, με σούσι, σκυλάδικα, εργολαβίες και ξαπλώστρες.
Με πληροφορίες από τη σελίδα Kathimerini.gr (κείμενο: Αμάντα Μιχαλοπούλου)