Η κυκλοφορία κάθε νέου βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου (εφεξής: Σ.Δ.) είναι για όσους/όσες παρακολουθούμε την πορεία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας ένα γεγονός. Ο δεξιοτέχνης της σύντομης φόρμας Σ.Δ., ο μαΐστωρ του διηγήματος, μάς πρόσφερε προ ολίγων ημερών μια νέα συλλογή διηγημάτων, το «Μια Μαρίνα Τζάφου», από τις εκδόσεις Πατάκης.
Κείμενο του Μανόλη Γ. Σέργη (#)
Τον θεωρώ ως έναν εκ τωνπέντε πρώτων νεοελλήνων λογοτεχνών. Έχω ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του, [1] και κάθε φορά που μελετώ τις σχέσεις Λαογραφίας-Λογοτεχνίας δεν χάνω ευκαιρία να παραπέμπω σ’ αυτόν ή να παραθέτω αποσπάσματά του, ενισχυτικά των δικών μου λαογραφικών απόψεων ή περιγραφών.Έγραψε λαμπρές σελίδες της σύγχρονης λαογραφικής ζωής πριν από τους λαογράφους.
Οι ήρωές του είναι συνήθως παραβατικοί και παράταιροι, παρίες της Αθήνας, απόκληροι, στερημένοι, «σαλεμένοι» και σαλοί, εξόριστοι στο άστυ εξ αιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης μετά το 1949. Αλλά και χαρακτήρες από την πρώην σφριγηλή κοινοτική ζωή του χωριού του.
Εντυπωσιάζει το ύφος της γραφής του και η γλώσσα του. Αν ισχύει ότι η γλώσσα είναι λογοτεχνία και η λογοτεχνία είναι γλώσσα, τότε, και μόνον με αυτό το δεδομένο, ο Σ.Δ. γράφει γνήσια («καθαρή») Λογοτεχνία. Σε πολλά έργα του διασώζει το γλωσσικό ιδίωμα της γενέτειράς του Ηπείρου, αυτόν τον θησαυρό της ταυτότητάς της, γεμάτονμε ποιητικές μεταφορές και παρομοιώσεις. Ο λεκτικός πλούτος και η δομή των λέξεων και των προτάσεων που χτίζει σε παρακινούν να διαβάσεις και να ξαναδιαβάσεις τη φράση του, σε ελκύει να εισχωρήσεις στα διηγούμενα. Τα διηγήματα του Δημητρίου αποκτούν υπεραξία από την γλώσσα και την ποιητική των λέξεων.
Ακόμη κι αν το ιδίωμα που χρησιμοποιεί πολλές φορές δεν είναι το Ηπειρωτικό. Επιπλέον, όπως προείπα, μετά από τη μελέτη των κειμένων του αναστοχάζεσαι για τη ζωή και τους συνανθρώπους σου, εντοπίζεις ίσως και δικές σου ανερεύνητες πτυχές, αντιμετωπίζεις τη ζωή, τους ανθρώπους και στις συμπεριφορές τους διαφορετικά θέλω να ειπώ, αφού ο Σ.Δ. αναζητεί πολλές φορές στα διηγήματά του τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στο φυσικόν και στο παθολογικόν, εκ γενετής διαμορφωμένωναμφότερων ή ως αποτελέσματος της επίδρασης του νέου, αστικού, μοντέρνου κοινωνικού περίγυρου.
Στο βιβλίο του «Μια Μαρίνα Τζάφου» πρωταγωνιστούν και πάλι οι ίδιοι ήρωες: σαλοί, απροσάρμοσταπαιδιά, νεαροί που μεγαλώνουν μοναχικά, γέροι με παράξενες σεξουαλικές προτιμήσεις (σε αγοράκια), αδέλφια και ξαδέλφια που ερωτεύονται, δεκάδες φορείς επαγγελμάτων (ψαράδες, μανάβηδες, ταξιτζήδες, αχθοφόροι, παγωτατζήδες, μοδίστρες, ντελιβεράδες),γυναίκες τρίτης ηλικίας (η μάνα του, η άγνωστη εγκαταλελειμμένη από όλους τους οικείους της Μαρίνα Τζάφου), τηλεοπτικά πρόσωπα, κλπ. «Μερικά διηγήματά μου», είπε κάποτε σε συνέντευξή του,«κάνουν βουτιές σε θολά ψυχικά νερά, μου φαίνεται όμως ότι είναι τα πιο φυσικά πράγματα του κόσμου τόσο η διαδικασία της γραφής όσο και το θέμα τους. Έτσι είναι η ζωή». [2] Συμφωνώ, αυτήν αναπαριστάνει εναργέστατα, είτε μάς αρέσει είτε όχι∙είμαστε ελεύθεροι και διατεθειμένοι να την δούμε κατάματα ή ως στρουθοκάμηλοι;
Ένας ακόμη λόγος που παρακινήθηκα να μελετήσω το νέο του βιβλίο ήταν ο τίτλος του. Στη Νάξο επιχωριάζει το επώνυμο Τζάφος/Τσάφος. Αλλά, όπως αποδείχθηκε, ουδεμία σχέση έχει με τη γνωστή μας «ναξιακή» οικογένεια και τα «παρακλάδια» της.
Ο Σ.Δ. υπερασπίζεται στο έργο του την παλαιά κοινοτική ζωή (βλ. π.χ. ενδεικτικά το «Σαν το λίγο το νερό», με το οποίο έχω ασχοληθεί διεξοδικά σε παλαιότερη εργασία μου). Τον συγκινεί η απώλεια αυτής της Gemeinschaft, (κοινότητας), λόγω κυρίως της μετανάστευσης, αδικαιολόγητης μερικές φορές κατά τον Σ.Δ. Προβάλλει ένα «κοινό πλαίσιο αναφοράς»που την συνείχε, την διατηρούσε ενωμένη και δημιουργούσε στα μέλη της το αίσθημα του «ανήκειν» σε μια κοινότητα ανθρώπων, με συνθετικά της στοιχεία το κοινό παρελθόν, την ιστορία, τους αποδεκτούς (σχεδόν από όλους) ηθικούς της κανόνες, τις κοινές καταγωγικές (και άλλες) παραδόσεις, κ.τ.τ.Εκθειάζει σε πολλά έργα του την ετερογένεια αυτού του σφριγηλού πολιτισμού, τις παραλλαγές του από χωριό σε χωριό, κατακεραυνώνει σε άλλα τον «ομογενοποιητικό» ρόλο του Κράτους μετά το 1830.
Επικεντρώνω στο 3σέλιδο αφήγημα «Μια Μαρίνα Τζάφου» που έδωσε τον τίτλο στο υπό συζήτηση βιβλίο. Στην Πόβλα Θεσπρωτίας των παιδικών του χρόνων, ένα φαντασιακό πλέον χωριό, τώρα δεν συναντά παρά ελάχιστα ταυτοτικά στοιχεία που τού την θυμίζουν. Η πολίχνη της νεότητάς τουέχει αλλάξει, όπως όλη η επαρχία της Ελλάδας, δεν είναι πλέον χωριό.
Ποια στοιχεία της παλιάς κοινοτικής ταυτότητας επιλέγει να μάς παρουσιάσει για να αποδώσει αυτήν την αλλαγή; Την χαμένη «καλημέρα» και την εγκατάλειψη κάποιων γερόντων του χωριού από τους οικείους τους, αυτήν που κατά κόρον αναπαριστάνει στα «αστικά» του διηγήματα, αλλά που εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι υφίστατο ως κρυφή πληγή και κατά την περίοδο που οι συνεκτικοί δεσμοί οικειότητας και φιλίας ήταν ακόμη ισχυροί στον γενέθλιο τόπο του.
Την εγκατάλειψη την εντοπίζει (επαναλαμβάνω) κυρίως στα άστεα, στους ανθρώπους δηλαδή που εγκατέλειψαν τον «χωριανικό» πολιτισμό που αδρομερώς παρουσίασα πιο πάνω, και έφυγαν για άλλους τόπους, απώλεσαν τις ρίζες τους, χάθηκαν στη χοάνη των πόλεων, κατήντησαν Άλλοι, μετανάστες, αλκοολικοί, περιθώριο… Παρ’ όλα αυτά, στην Αθήνα των έργων του επιβιώνουν μεταφερμένα κάποια υπολείμματα του λαϊκού πολιτισμού του χωριού του και της κοινοτικής του ζωής.
Ο Σ.Δ. διακρίνει κάποιες «μικροκοινωνίες ψευδοσυνοχής» (όπως θα τις χαρακτήριζα) μέσα στην απρόσωπη πόλη. Η «κοινωνία του λεωφορείου», π.χ., αυτή η «ουδέποτε παγιούμενη σταθερή κοινωνία», η αεί μεταβαλλόμενη, είναι μια από αυτές, όπου ο μελετητής του έργου του εντοπίζει ικανά «εγκαταλείμματα» του παλαιού κοινοτικού βίου, στιγμές αλληλοβοήθειας φερ’ ειπείν, που θυμίζουν την προγονική κοινωνία. Βλ. ενδεικτικά στο βιβλίο του «Η βραδυπορία του καλού».
Παρατηρεί λοιπόν ο Σ.Δ. ότι ακόμη (αλλά μόνον στις παρυφές του μικρού του πρώην χωριού) «οι καλημέρες και οι χαιρετισμοί είναι αβίαστοι». Υφίστανται και «καλημέρες» που δεν επιτρέπονται: «Ας πούμε, ένας μόνος άντρας δεν θα πει καλημέρα σε μια μόνη γυναίκα. Σ’ το επιβάλλει κι ο τρόπος της. Ρίχνει τα μάτια κάτω και προσπερνά βιαστικά και αυστηρά…» (σ. 396). Είναι αυτή η ίδια η «αιφνιδιάζουσα καλημέρα», όπως την χαρακτηρίζω, που πολλές φορές επαναφέρει στα αστικά διηγήματά του ο Σ.Δ. στο «απρόσωπο» άστυ των μουγγών ανθρώπων… Έχετε τολμήσει να απευθύνετε μια «καλημέρα» σε κάποιο άγνωστό σας πρόσωπο στην πρωινή τύρβη της Αθήνας;
Στην εγκατάλειψη των γερόντων (του προβιομηχανικού μας κόσμου) από τους οικείους τους μάς οδηγεί ο συγγραφέας μέσῳ ενός φυτού και των σχέσεων που αυτό δημιουργούσε με τους ανθρώπους, αλλά και μέσῳτων τυχόν μεταξύ τους διενέξεων, στις περιπτώσεις που χαρακτηριζόταν «αδέσποτο».
Αναφέρομαι στη συκιά, αυτό το παρεξηγημένο υπό την επίδραση κάποιων λαϊκών θρησκευτικών παραδόσεων φυτό [3] και των συναφών προλήψεων και δεισιδαιμονιών, [4] με τις θαυματουργικές του επιδράσεις στην ανθρώπινη βιολογία, με την τεράστια διατροφική του αξία και κυρίως με την συνεισφορά του στην οικιακή οικονομία των Ναξιωτών, ας μείνουμε σ’ αυτούς, όπως παλαιότερα απέδειξε η Μαρία Γρατσία.[5] Ας λησμονήσουμε προς το παρόν τις σεξουαλικές συνδηλώσεις που επιφέρει η αναφορά του ονόματός της…
Γράφει ο Σ.Δ.: «Ακριβώς στην απέναντι γωνία απ’ την συκιά είναι ένα σπίτι λίγο χωμένο κάτω απ’την επιφάνεια του δρόμου. Πάντα βλέπω μια λιγνή, αυστηρή γριούλα όρθια στην αυλή του. Πάντα μόνη, αφού πολλές φορές αναρωτήθηκα, δεν έχει κανέναν άνθρωπο αυτή η γυναίκα; Ένα πρωί το σπίτι ήταν κλειστό και στην αυλόθυρα είχε ένα κηδειόσημο. Μαρίνα Τζάφου τ’ όνομά της. Και περιέργως, από κάτω στους κατιόντες είδα ως και δισέγγονα. Μα πού ήταν όλοι αυτοί;
Πολλές φορές σκεφτόμουν την γριούλα. Να μην της δώσω ποτέ ένα σύκο; Καλά, σύκο ας μην της έδινα, αλλά να μην της πω ποτέ μια καλημέρα;» (σ. 397).
Τα ανέμελα καλοκαίρια του τα περνούσε ο Σ.Δ. με τη μάνα του, τού έφερνε σύκα ως ακριβό καθημερινό δώρο, τώρα πλέον τής τα φέρνει ο ίδιος, τα απολαμβάνουν μαζί:«Της φέρνω πια εγώ σύκα. Τρώω κι εγώ μαζί της, αλλά τα καλύτερα τα δίνω σ’ αυτήν…», «βούσικα, βασιλικά, περικούλια, ασπρόσυκα, δίκαιρα…» (σ. 395).
Μια συκιά φυτεμένη στην άκρη μεγάλου σπιτιού του χωριού του είχε πολλά κλαδιά της ριγμένα στον δρόμο. Η βλάστηση είναι πυκνή, αποκρύβει τον επίδοξο «τρυγητή» των σύκων που βρίσκονται «αδέσποτα» στον δρόμο. «Όσα φτάνει ο διαβάτης, εθιμικά, μπορεί να τα κόψει» (σ. 396), άρα δεδικαίωται ο κλέφτης, σημειώνει ο συγγραφέας.
Ο Σ.Δ., επιλέγοντας να αξιολογήσει την ανθρώπινη ευαισθησία με την προσφορά έστω ενός σύκου προς την εγκαταλελειμμένη μοναχική γριούλα, που επί τόσα χρόνια αμέλησε, ανέδειξε άλλη μια φορά την αξία του συγκεκριμένου φρούτου. Την έχει αναδείξει πάμπολλες φορές στο βιβλίο του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». [6] Στις πολύωρες περιηγήσεις του στο Άστυ, ξανασυναντά κάποια πολύτιμα στοιχεία που απώλεσε φεύγοντας από το χωριό του. Ένα από αυτά είναι τα οπωροφόρα δένδρα, που προβάλλουν απαρατήρητα μεν από τους πολλούς ενοίκους της πόλης, για τον εξόριστο όμως ποιητή και «βαδιζομανή» Σ.Δ. είναι βαρύτιμα αντικείμενα, «αντικείμενα κύρους» θα τα έλεγα, με την ιδιαίτερη (κατ’ αυτόν) κανονιστική ηθική τους. Μια γυναίκα τον κοιτάζει περίεργα που κλαίει από συγκίνηση για τη νοστιμιά τους: «Δεν είμαι δυστυχής, της λέω. Απ’ τα σύκα κλαίω, και της δίνω ένα. Το έφαγε και την είδα κι αυτήν να βουρκώνει» (σ. 31).
Λατρεύω κι εγώ τα σύκα. Συμφωνώ με την κατηγορηματική απόφανση του συγγραφέα μας πως «κανένα φρούτο δεν κάνει τον άνθρωπο τόσο τσιγκούνη, όσο το σύκο» (σ. 397). (Θυμηθήτε και την αξία τους αρχαιόθεν [7]).Σε όποια φρουταγορά τα πετύχω πάντοτε αγοράζω. Όταν όμως βρίσκομαι στο χωριό, τα κλέβω ενίοτε, αν θεωρείται κλοπή αυτή που σχετίζεται με συκιές σε εγκαταλελειμμένα σπίτια του ή με κάποιαάλλασυκόδενδραπου έχουν γερμένα στον δρόμο τα κλαδιά τους, κατάφορτα από καρπό. Νιώθω όπως ο Σ.Δ.: «όσα φτάνονται από τον δρόμο είναι του διαβάτη», ασχέτως αν αυτό ισχύει ή όχι (σ. 397).
Οι συγχωριανοί μου δεν συνήθιζαν παλιά να καταναλώνουν ποικιλία φρούτων, απουσίαζαν από τον διατροφικό πολιτισμό τους επειδή τα στερούνταν, σατίριζαν μάλιστα άλλους συμπατριώτες τους, οι οποίοι παρήγαγαν ή κατανάλωναν άφθονα (βλ. Εγκαρίτες και Ποταμίτες). Αρέσκονταν όμως σ’ αυτά που είχαν ἐν αφθονίᾳ, στα καρπουζοπέπονα, αλλά και στα σύκα (τα μοναδικά «δεντρήσια φρούτα» τους). Η Λαογραφία διδάσκει ότι η διαθεσιμότητα ενός προϊόντος είναι αναγκαία (αλλά όχι ικανή) συνθήκη για να συγκαταλεγεί αυτό (το προϊόν) στις διατροφικές επιλογές ενός μικρού ή μεγάλου λαού.
Σήμερα όμως, οσάκις τους δηλώνω την αγάπη μου προς το ἐν λόγῳ φρούτο, διακρίνω ότι αποκρύβουν επιμελώς τον «περιφρονητικό» τους γέλωτα… Από σεβασμό προς εμένα δεν δείχνουν τον «οικτιρμό» τους… Αφήστε δε όταν στις συζητήσεις μας τούς εξυμνώ τα «ταπεινά» φαραόσυκα / φραγκόσυκα ή όταν με βλέπουν να επιστρέφω στο χωριό από κάποια …επιδρομή μου σε φαραοσυκοΰρι. Ευτυχώς εδώ δεν τίθεται ζήτημα ιδιοκτησίας τους…
Αναλογισθήτε απλώς ότι συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο επειδή αρέσκομαι σε προϊόντα – φρούτα (που ανέκαθεν ήταν) ταυτοτικά στοιχεία αυτού του χωριού (τα οποία πλέον τα θεωρούν παρακατιανά)…
Σίγουρα, ο πολιτισμός της διατροφής δεν είναι στατικός και αμετάβλητος. Ούτε κληρονομούνται οι διαιτητικές συνήθειες. Η οικειότηταμιας κοινότητας έναντι ορισμένων τροφίμων / φρούτων είναι αποτέλεσμα μιας προηγούμενης πολιτιστικής συμπεριφοράς. Αλλά, αν σε εκατοντάδες περιπτώσεις, η διαφύλαξη της διατροφικής παράδοσης είναι ευαίσθητο στοιχείο της ίδιας της πολιτισμικής ταυτότητας ενός ατόμου και στοιχείο αντίστασης στην νεωτερικότητα, εδώ, στην περίπτωσή μας, η αρνητική πρόσληψη κάποιων φρούτων από μερίδα κυρίως του νεανικού κόσμου σημαίνει ολοκάθαρα για μένα αποστασιοποίηση αυτών των ατόμων από το παρελθόν και ένδειξη νόθου εκσυγχρονισμού. Σημεία των καιρών…
Η Παναγία να σκέπει όλες και όλους σας!
[1] Βλ.στο manolissergis.info, στις εργασίες μου σε επιστημονικά περιοδικά, τιμητικούς τόμους, κ.ά.
[2] https://www.documentonews.gr/article/swthrhs-dhmhtrioy-ena-proswpo-poy-to-potheis-se-kanei-erwtika-ikano-kai-se-poly-bathy-ghras/
[3] https://orinosaxotis.blogspot.com/2019/08/blog-post_29.html?q=%CF%83%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%AC
[4] https://orinosaxotis.blogspot.com/2015/11/blog-post_21.html?q=%CF%83%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%AC
[5] Στα Πρακτικά του Δ΄ Συνεδρίου με θέμα Η Νάξος διά μέσου των αιώνων (Κωμιακή, 4-7 Σεπτ. 2008), Αθήνα 2013.
[6] Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Πατάκης, Αθήνα 2010. Το βιβλίο έγινε ταινία, από τον Ν. Παναγιωτόπουλο.
[7] Ο Ίστρος στα Αττικά αναφέρει ότι απαγορευόταν να εξάγονται από την Αττική οι «ισχάδες» (τα ξερά σύκα), «ἵνα μόνοι ἀπολαύοιεν οἱ κατοικοῦντες· καὶ ἐπεὶ πολλοὶ ἐνεφανίζοντο διακλέπτοντες, οἱ τούτους μηνύοντες τοῖς δικασταῖς ἐκλήθησαν τότε πρῶτον συκοφάνται». Θυμηθήτε επίσης ότι η λέξη συκώτι, π.χ., αυτό το ζωτικό μας όργανο, παράγεται από το σύκο. Οι Αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη ήπαρ όπου σήμερα χρησιμοποιούμε την καρδιά. Συκωτός είναι αυτός που εκτρέφεται με τα παχυντικά σύκα. Ήπαρ συκωτόν ονόμαζαν το συκώτι του ζώου που τρεφόταν με σύκα. Στα ρωμαϊκά πλέον έτη χρησιμοποιούσαν μόνον τη λέξη συκωτόν (παραλήφθηκε δηλαδή το ήπαρ). Εξ αυτής προήλθε το μεσαιωνικό συκώτιον, το μετέπειτα συκώτι.
(#) Μανόλης Γ. Σέργης Ομότ. Καθηγητής του Δ. Π. Θράκης