Για κάποιον που ζει τέσσερις δεκαετίες στο Χαϊδάρι, η πινακίδα «οδός Ναπολέοντα Σουκατζίδη» σε κεντρικότατο δρόμο του Δάσους είναι σχεδόν ρουτίνα. Οι παλιοί, όμως, ακούνε αυτό το όνομα και δακρύζουν.
Του Νίκου Παπαδογιάννη (*)
«Αγόρι μου, θυμάμαι ακόμα τα καμιόνια με τα πτώματα», έλεγε η γιαγιά μου και έτρεμε σύγκορμη, λίγο πριν εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο για να πάει να συναντήσει τους Μικρασιάτες γονείς της.
Αλλά ποιος ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης και γιατί υγραίνονταν τα μάτια της γιαγιάς μου;
«Είσαι καλεσμένος στην εκδήλωση, έλα στο Μπλοκ 15», με ειδοποίησε ο καλός φίλος, την παραμονή της Πρωτομαγιάς.
Ντρέπομαι που το γράφω, αλλά δεν ήξερα τι είναι το Μπλοκ 15. Σούπερ μάρκετ; Συγκρότημα από πολυκατοικίες; Κάποιο μεταμοντέρνο μπαρ;
Όχι. Το Μπλοκ 15 είναι το Νταχάου της Ελλάδας.
Μόλις πέρασα την πόρτα του κολαστηρίου, ένιωσα να μου κόβονται τα πόδια, όπως όταν πρωτοαντίκρυσα την επιγραφή Αrbeit Macht Frei στα προπύλαια του Άουσβιτς, το 2009 στην Πολωνία.
Ένα κτίριο, χιλιάδες χαμένες ψυχές. Περπατούσα στα έρημα τσιμεντένια δωμάτια με το χωμάτινο δάπεδο και ένιωθα στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά του αίματος. Έστηνα αυτί και άκουγα τις οιμωγές των βασανισμένων.
Περισσότεροι από 20 χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν εδώ την περίοδο της Κατοχής: Εβραίοι, τσιγγάνοι, πολιτικοί κρατούμενοι, κομμουνιστές σαν τους 200 που μεταφέρθηκαν στην Καισαριανή για να εκτελεστούν, τη φριχτή Πρωτομαγιά του 1944.
Τα φορτηγά που τους μετέφεραν διέσχισαν το Χαϊδάρι και οι μελλοθάνατοι πάσχιζαν να πουν ένα τελευταίο «αντίο» στους δικούς τους, με τα αποχαιρετιστήρια σημειώματα που εκτόξευαν στον δρόμο.
«Θυμάμαι τα καμιόνια με τα παλικάρια, παιδί μου, και κλαίω».
Από την Καισαριανή, δεν επέστρεψε κανένας ζωντανός. «Ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα υψώσαν το σωρό», έγραψε, από την καμπίνα κάποιου ξενιτεμένου μπάρκου, ο Νίκος Καββαδίας.
Όποτε το τραγουδάει ο Κούτρας, το συγκλονιστικό «Λόρκα», βάζει τα δυνατά του. Αλλιώς, τσακίζουν τα μάτια, η φωνή και η ψυχή του.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν ανάμεσα στους 200 νεκρούς Ακροναυπλιώτες της Καισαριανής.
Το Χαϊδάρι ήταν η τέταρτη φυλακή της ζωής του. Ήξερε γερμανικά και ανέλαβε χρέη διερμηνέα.
Όταν το παλιοτόμαρο που εκτελούσε χρέη διοικητή, ένας Καρλ Φίσερ, τον είδε ανάμεσα στους μελλοθανάτους της Πρωτομαγιάς του ’44, κόμπιασε.
«Νάιν, όχι εσύ, γύρνα πίσω στη σειρά σου, θα πάρει κάποιος άλλος τη θέση σου στο φορτηγό».
Ο Σουκατζίδης μπορούσε να γλιτώσει, αλλά αρνήθηκε το χαμόγελο της τύχης. Προτίμησε να δώσει τη ζωή του, παρά να καταδικάσει κάποιον άλλον.
«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση», έγραψε στο Τελευταίο Σημείωμα που έγινε και ταινία φέτος από τον Παντελή Βούλγαρη.
«Να ‘σαι περήφανος για το μονάκριβο γιο σου. Να αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδελφούλα μου, και οι δυό τους μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια, πατερούλη».
Φαντάσου να ήταν ο δικός σου, ο πατερούλης. Φαντάσου, να ήσουν εσύ, ο πατερούλης.
Το Χαϊδάρι ήταν γεμάτο με ήρωες. Το Χαϊδάρι ήταν γεμάτο με πτώματα που περπατούσαν. Και με καθάρματα που γελούσαν.
Ο διοικητής του ως το 1944, ταγματάρχης Πάουλ Ραντόμσκι, ήταν ένας μέθυσος βασανιστής που έφερε μαζί του από την Ουκρανία το «γαλόνι» της εξόντωσης των ποδοσφαιριστών της Ντιναμό Κιέβου, εκείνων που αποτόλμησαν να ρεζιλέψουν τους Ναζί στο περιβόητο «ματς του θανάτου», τον Αύγουστο του 1942.
Στα χέρια του στυγερού δολοφόνου Ραντόμσκι (ο οποίος αποτάχθηκε το ’44 όταν μεθυσμένος απείλησε να σκοτώσει την υποδιοικητή του…), το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου έγινε συνώνυμο της φρίκης, του σαδισμού και του θανάτου.
Οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν κρεβάτια ούτε κουβέρτες ούτε τρεχούμενο νερό ούτε αποχετευτικό σύστημα.
Οι φυλακισμένοι ήταν γεμάτοι ψείρες και οι ασθένειες θέριζαν. Τους έφερναν νερό με φορτηγά από την Αθήνα, αλλά μόνο αν περίσσευε βενζίνη. Δηλαδή, σπάνια.
Όποιον αρρώσταινε, τον ξέγραφαν. Ο μοναδικός γιατρός του στρατοπέδου χρησιμοποιούσε τα ελάχιστα φάρμακά του για να θεραπεύει τους στρατιώτες των Ες-Ες.
Κλείνω τα ελληνικά βιβλία και ανοίγω ένα ξένο, για να βεβαιωθώ ότι δεν υπάρχει σπέρμα μεροληψίας στη διήγηση.
«Οποιαδήποτε παρασπονδία, οι φρουροί την τιμωρούσαν με μαστιγώματα και ξυλοδαρμούς», γράφει ο Bρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, στο εκπληκτικό βιβλίο του Inside Hitler’s Greece (έκδοση του Πανεπιστημίου του Γέιλ).
«Άλλες φορές ξαμολούσαν άγρια σκυλιά. Δεν χρειάζονταν ιδιαίτερο λόγο για να αρχίσουν τα ομαδικά καψόνια. Οι Γερμανοί έκλεψαν τα υπάρχοντα των κρατουμένων και έκαψαν τα ρούχα τους για να σπάσουν πλάκα. Το μόνο που τους ένοιαζε, ήταν να τσακίσουν το ηθικό των δύστυχων ανθρώπων που δεν είχαν φταίξει σε τίποτε. Για να μαθαίνουν και οι απ’έξω και να φοβούνται».
Η φήμη που γρήγορα εξαπλώθηκε μετέτρεψε το Χαϊδάρι σε μπαμπούλα. Το όνομα του στρατοπέδου και η δυσοίωνη νεκροκεφαλή που στόλιζε την πύλη του συμβόλιζαν τον αναπόφευκτο θάνατο.
«Μorgen kaputt», φώναζαν αντί χαιρετισμού οι φύλακες προς τα φορτηγά με τους «νεοσυλλέκτους» δέσμιους: «Aύριο θα πεθάνετε». Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι ανακρίνονταν με ανελέητα βασανιστήρια στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, από τα οποία δεν έβγαινε κανένας ζωντανός και αρτιμελής.
Αρκετοί τρελάθηκαν μέσα στο στρατόπεδο και έσκιζαν τη νύχτα με τα ουρλιαχτά τους. Πολλοί δολοφονήθηκαν από τους αδυσώπητους φρουρούς ή προτίμησαν την αυτοκτονία.
Το Μπλοκ 15 ήταν η πτέρυγα των μελλοθανάτων, εκείνων που δεν θα ξανάβλεπαν το φως του ήλιου. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι περίπου 2.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν στο Χαϊδάρι, ανάμεσά τους και 25 γυναίκες.
Αμέτρητοι άλλοι, ανάμεσά τους και όλοι οι Εβραίοι που φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο, μεταφέρθηκαν με τα τρένα της φρίκης στο Άουσβιτς για να θανατωθούν στους θαλάμους αερίων.
Ένα αιματοβαμμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί, οκτώ χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Πόσοι το ξέρουν και πόσοι το έχουν επισκεφτεί;
Ένα Άουσβιτς, δύο βήματα από το σπίτι μου. Εμένα, του ανυποψίαστου, που νόμιζα ότι το Μπλοκ 15 ήταν σούπερ μάρκετ…
Αλλά δεν χρειαζόμουν την έρευνα του Μαζάουερ ούτε το ωραίο φιλμ του Βούλγαρη για να νιώσω την ανατριχίλα μέσα στην ψυχή μου.
Στην εκδήλωση μνήμης της Πρωτομαγιάς, έδωσαν το παρών και κάποιοι που επέζησαν από το Χαϊδάρι, καθώς και τα παιδιά άλλων. Αυτοί ήταν που διέσωσαν τα σημειώματα, αυτοί που με το πένθος τους διαιώνισαν την Ιστορία.
Στα γέρικα βλέμματά τους, φαινόταν η υπερηφάνεια και μαζί ο τρόμος. Έπειτα, έγινε προσκλητήριο νεκρών, που έκανε τη γη να τρέμει.
Σκορπισμένα στα υπόγεια του Μπλοκ 15, τα συγκινημένα φανταράκια του σήμερα φόρεσαν τη μπέρτα του χθες και φώναξαν με όλη τη δύναμη της καρδιάς τους.
Παρών! Παρών-ν-ν! Παρ-ρ-ρ-ών! Πα-α-α-ρών!! Σουκατζίδης Ναπολέων; Πα-ΡΩΝ!
Τι παρών, όμως, που έπεσε στον σβέρκο τους η σπάθη του Δαμοκλή;
Τι παρών, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας μέχρι σήμερα χιλιάδες νοσταλγοί των δοσίλογων και θαυμαστές των φονιάδων;
Ποιο ρημαδοσχολείο, μας έμαθε ότι υπήρχε στην Αθήνα στρατόπεδο συγκέντρωσης; Ποιο; Για τα σχολικά βιβλία της ακοίμητης Ελλάδας, η ιστορία τελειώνει τον 19ο αιώνα.
Η καρδιά μου ράγισε και υποσχέθηκα να πηγαίνω κάθε χρόνο στην εκδήλωση για τους μάρτυρες της Πρωτομαγιάς.
Το οφείλω στον εαυτό μου και στη μακαρίτισσα γιαγιά μου, που άντεξε την προσφυγιά. Το οφείλω στους κληρονόμους του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, της αδάμαστης ψυχής του Μπλοκ 15.
Το οφείλω στη μνήμη των 400.000 Ελλήνων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Κατοχή, στους Εβραίους της Ελλάδας που είδαν την κοινότητά τους να ξεκληρίζεται σε ποσοστό 90 τοις εκατό.
Στα 57 εκατομμύρια θύματα που χάθηκαν στον βωμό ενός παράλογου πολέμου, όταν ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου και βγήκε απ’το κλουβί το φριχτό τσακάλι.
Φυτρώσαν, τότε, μικροί σταυροί στα περιβόλια. Από τη μία άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη. Δίστομο, Καλάβρυτα, Βιάννος, Χαϊδάρι. Και παντού, μανάδες να κλαίνε.
Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσαμε τόσο γρήγορα;
(*) Ο Νίκος Παπαδογιάννης είναι αθλητικογράφος στην ιστοσελίδα gazzetta.gr