«Τότε, στην Ανάσταση γινόντουσαν διάφορες πλάκες. Έπεφταν βαρελότα -έριχνε ακόμα κι ο παπά Βασίλης. Τότε, όμως, ήταν ο κόσμος οικείος».
Η σύντομη αφήγηση παλιάς κατοίκου της Μυκόνου ανήκει σε Μεγάλα Σάββατα παρελθοντικά -και κάπως ξεπερασμένα. Ο οικείος κόσμος χάνεται τώρα ανάμεσα σε ορδές άγνωστων, μεταξύ των οποίων τουρίστες που συνωστίζονται στα στενά της μόνης κυκλαδίτικης παραθαλάσσιας Χώρας.
Κάποιοι περιμένοντας την κορύφωση της Μεγάλης Εβδομάδας στην εξέδρα κάτω από τους φωταγωγημένους σε διαπεραστικό κόκκινο Μύλους, που στέκονται εκεί, στο χρώμα της κυκλαδίτικης πέτρας και του ασβέστη, από τον 17ο αιώνα. Άλλοι βρίσκονται ήδη καθήμενοι στα μαγαζιά που κρατάνε -για λίγο ακόμα- τα ηχεία κλειστά.
Μετά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, χώροι νυχτερινής διασκέδασης για τους οποίους υπήρξαν πρόσφατα καταγγελίες ηχορύπανσης, αυξάνουν την ένταση της μουσικής. Οι ήχοι μπερδεύονται. Δεν είναι πολύ αργά και ένας έντονος σωματικός καβγάς μεταξύ πελάτη και προσωπικού ασφαλείας μαγαζιού μονοπωλεί το ενδιαφέρον των τουριστών. Ελάχιστα κτίσματα μοιάζουν να διατηρούν τη λειτουργία της οικίας, τα περισσότερα αποτελούν επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και εμπορικά καταστήματα.
Σε μια τόσο πυκνή Χώρα οι διαφορετικές χρήσεις των χώρων συμπυκνώνονται. Δίπλα από την εκκλησία όπου η αναστάσιμη λειτουργία συνεχίζεται για ώρα μετά το «Χριστός Ανέστη», ένας κράχτης πιτσαρίας ενημερώνει τους περαστικούς ότι σερβίρεται και μαγειρίτσα.
Για τους μη γνώστες του αντικειμένου, μια μόνο βόλτα στα δαιδαλώδη σοκάκια της Χώρας της Μυκόνου δεν είναι αρκετή για να αποκαλύψει το εύρος των αυθαίρετων και παράνομων μετατροπών στα συστατικά στοιχεία του προστατευόμενου οικισμού. «Η Χώρα πάσχει, υποφέρει. Από την άποψη ότι γίνονται συνέχεια παρεμβάσεις στα παραδοσιακά σπίτια», λέει στην «Καθημερινή» κάτοικος του νησιού. «Βγάζουν τις πόρτες και τις κάνουν βιτρίνες. Βάζουν μαύρα κουφώματα. Βάφουν μαύρες τις πλάκες στα καλντερίμια. Απαγορεύονται αυτά. Όπως και οι φωτεινές επιγραφές. Έχουν χάσει το μέτρο».
Λίγο πριν την επίσημη έναρξη της τουριστικής σεζόν, το νησί παραμένει στη σκιά των ελέγχων πολεοδομικών παρεμβάσεων, όμως λίγοι πιστεύουν ότι κάτι πρόκειται να αλλάξει.
Η Μύκονος το Πάσχα είναι στρωμένη με ένα λεπτό χαλί από πράσινο και κίτρινο χνούδι -τουλάχιστον στην αδόμητη επικράτειά της. Η εκτεταμένη οικοδομή είναι το σήμα κατατεθέν του νησιού, αλλά η κατάσταση εντείνεται αν κανείς φτάσει μέχρι την παραλία.
«Το δημοτικό συμβούλιο όταν βγάζει αποφάσεις για τις παραλίες γράφει μέσα: “Δεν ενοικιάζονται: Πάνορμος, Άγιος Σώστης, Φωκός, Φτελιά” και την ίδια στιγμή τις δουλεύουν εδώ και χρόνια», λέει στην «Καθημερινή» ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στη Μύκονο, που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Δύο δημοτικές αποφάσεις και το Προεδρικό Διάταγμα του 2005 λένε για τον Πάνορμο ότι είναι παραλία φυσικού κάλλους. Δεν νοικιάζεται και δεν μπαίνουν σεζλόνγκ». Αντιθέτως, το καλοκαίρι οι ξαπλώστρες φτάνουν μέχρι τη θάλασσα και δίνονται τουλάχιστον προς 150 ευρώ, λέει.
«Η περίπτωση του Principote έχει ξεφύγει. Κι εγώ δεν είμαι ο παρθένος του νησιού. Έχω κάνει κι εγώ παρανομίες», λέει ο ίδιος ξενοδόχος. «Όλοι έχουμε κάνει, 150%. Αλλά το Principote ξέφυγε. Μιλάμε για 4000 τετραγωνικά πάνω στον Αιγιαλό. Με ξύλα, πλαστικό και πάνελ. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα».
Στον Πάνορμο, η ιστορία της επιχειρηματικής δραστηριότητας πάνω στη θάλασσα κρατάει από παλιά. Από την αρχική ταβέρνα διαφορετικών ιδιοκτητών από τη δεκαετία του 1970 έως το 2000, μέχρι και την τωρινή του χρήση ως beach bar πολυτελείας. Κάποιος που χρησιμοποίησε τη φράση «Το Πριγκιπάτο της Μυκόνου», έδωσε -λένε οι γνωρίζοντες- την ιδέα της ονομασίας που συνοψίζει -για όσους αντιτίθενται στη λειτουργία του- το «κράτος εν κράτη» της Μυκόνου.
Φράχτες όμως κλείνουν και την παραλία στο Cavo Paradiso και στο Καλό Λιβάδι. Στο τελευταίο, ένα μπαρ χτίστηκε πάνω στην ακτή και ο δημόσιος δρόμος άλλαξε κατεύθυνση για να περνάει από πίσω. «Οι φράχτες μπαίνουν γιατί ό,τι κάνεις από μέσα δεν φαίνεται. Χτίζουν τοίχους τέσσερα μέτρα, που επίσης απαγορεύεται -ο τοίχος πρέπει να είναι 80 πόντους και χρειάζεται άδεια. Το κλείνουν τριγύρω, βάζουν και μια πόρτα και μέσα γίνεται ό,τι θέλεις. Σε κάποια περιοχή που δεν θέλω να αναφέρω τώρα, μέσα σε τρεισήμισι στρέμματα βάλανε 50 δωμάτια με πάνελ για το προσωπικό. Και πήγε ο αντιδήμαρχος εκεί για να ανοίξουν έστω λίγο περισσότερο τον δρόμο και μόνο ξύλο δεν έφαγε», λέει ο ξενοδόχος, δείχνοντας όμως προς την μεριά του δημαρχείου ως απάντηση στο ερώτημα ποιος ολιγωρεί στις αποφάσεις για την αναχαίτιση των κάθε είδους παρατυπιών.
«Οι παραλίες που είναι ανοιχτές είναι μακριά. Πρέπει να πάρεις ελικόπτερο για να πας», λέει ο ξενοδόχος.
«Αν δεν πέσει μπουλντόζα στην Μύκονο, δεν θα γίνει η δουλειά», λέει μια άλλη κάτοικος.
Τουριστικός κορεσμός
«Πλέον είναι ελάχιστοι οι Μυκονιάτες μαγαζάτορες. Ελάχιστοι, που έχουν αφήσει στα παιδιά τους την ίδια δουλειά. Οι υπόλοιποι δεν έχουν καμία κουλτούρα, οι άνθρωποι. Το πρόβλημα τους είναι πώς θα βγάλουν περισσότερα χρήματα». Η άποψη πολλών ντόπιων για τον κατήφορο των αυθαιρεσιών αλλά και την αισθητική μονοτονία είναι ότι τα ξένα κεφάλαια που επενδύουν στο νησί, δεν «πονάνε τον τόπο». «Είμαστε η τελευταία γενιά που πρόλαβε την παλιά Μύκονο των τυροκομείων», λέει ο ξενοδόχος.
«Μπορεί ο τουρίστας που έρχεται να θέλει αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό είναι το 80%. Για μένα το ζητούμενο είναι να μην χαθεί το άλλο. Δεν θέλω να γίνουμε 100% έτσι. Να μην χάσω αυτό το 20% που απομένει», συνεχίζει. «Μου λένε να αλλάξω πελατεία. Δεν θέλω. Θέλω αυτόν τον πελάτη που είχα. Που με έπαιρνε τηλέφωνο από τον χειμώνα, που δούλευε και μάζευε για να έρθει εδώ, να φάει ελληνικό φαγητό, να μπορεί να κατέβει στην παραλία, να πάει στη Δήλο. Γιατί να γίνω κι εγώ με πισίνα; Ωραίο είναι το VIP αλλά γιατί με ωθούν να πετάξω το άλλο;»
Νεότερος ιδιοκτήτης ξενοδοχειακής μονάδας, που δεν διαφωνεί απαραίτητα, εμφανίζεται πιο ρεαλιστής. «Αν ρωτήσεις τον εκάστοτε (επιχειρηματία) θα σου πει ότι το νησί απλά έχει τα κατάλληλα μέσα να αφουγκραστεί τη ζήτηση και τις ανάγκες των διεθνών spenders ώστε να παρέχει ένα ελκυστικό τουριστικό προϊόν», λέει.
Πάντως, είναι προς διερεύνηση αν στο τουριστικό πακέτο περιλαμβάνεται η δυσωδία των αποχετεύσεων που κατακλύζει ανά στιγμές το νησί. «Δεν υπάρχουν υποδομές. Λένε ότι είναι σαν τις Κάννες, αλλά εδώ καθαρίζουν τους δρόμους μόνο όταν ανεβάζουν πάνω την εικόνα και την κατεβάζουν. Υπάρχουν πέντε φρεάτια, τα τρία είναι μπαζωμένα, τα δύο βουλωμένα. Πέρυσι το καλοκαίρι, σε μια βόλτα με τη βάρκα από τον Ορνό μέχρι τα Πρασονήσια, μας έπιασε μια απίστευτη μπόχα στην μέση του πελάγους. Η Αλεομαντρα όπου βρίσκεται ο βιολογικός καθαρισμός, είναι στα τέσσερα χιλιόμετρα. Και μου λέει ο φίλος μου με τη βάρκα, “έμπα μέσα να μην σε πιάνει το πιτσίλισμα από τη θάλασσα, να μην κολλήσεις καμιά χολέρα”. Αυτό αν το μάθουν διεθνείς επιτροπές θα το κλείσουν, αλλά δεν μιλάει κανένας».
«Το πρόβλημα δεν είναι ούτε τα λαμόγια, ούτε αυτοί που φωνάζουν. Είναι αυτοί που δεν μιλάνε», λέει εμφατικά ο επιχειρηματίας.
Η Μύκονος σίγουρα δεν είναι μόνο όσα πιάνει με την πρώτη το μάτι του ευκαιριακού επισκέπτη. Στην πιο ήσυχη Άνω Μερά, οι ντόπιοι διατηρούν ακόμα μια διαφορετική εικόνα για το νησί. Στη Μαού συντηρείται η κτηνοτροφική παραγωγή. Στο λαογραφικό μουσείο της Χώρας στοιχεία της κυκλαδίτικης νησιωτικότητας φυλάσσονται ακέραια. Αυτής που αναδύεται κάθε φορά που βγαίνουν από τις ντουλάπες οι παραδοσιακές μυκονιάτικες φορεσιές που αναβιώνουν μέσα από τις γκραβούρες του Τουρνεφόρ, του περιηγητή του 17ο αιώνα.
Εν αναμονή της μεγάλης τουριστικής προσέλευσης του καλοκαιριού, ένας στίχος του Σεφέρη για τον τόπο μπερδεύεται στα λόγια ενός μάλλον μοναχικού ξενοδόχου. Δεν τον θυμάται καλά και μένει στο: «μαγνήτης παγκόσμιας λαμογιάς», όταν μιλάει για το νησί του.
Κείμενο: Kathimerini.gr