«Ρε συ, δεν νιώθω πουθενά Πάσχα αν δεν είμαι στην Ιο». Κάθε φορά τα ίδια λέω, αν τύχει να βρίσκομαι κάπου αλλού αυτές τις μέρες. Γιατί, μέσα μου, Πάσχα και Ιος έχουν ταυτιστεί για πάντα.
Το νησί τότε είναι αλλιώς. Σαν να κάνει πρόβα για την παράσταση του καλοκαιριού, με καλεσμένους τους πιο «κοντινούς». Είναι η Νιος των ντόπιων, της οικογένειας, των φίλων, των παλιών συμμαθητών, που το καλοκαίρι με τις δουλειές τους στο φουλ δεν θα προλάβεις να τους δεις. Εχει λίγο πράσινο να σπάει ίσα-ίσα την αγριάδα και την υπέροχη ξεραΐλα της. Εχει ζουμπούλια και κρινάκια και παπαρούνες, κι αυτά τα κίτρινα λουλουδάκια που δεν έμαθα ποτέ πώς τα λένε.
Αν πας (να πας!) μια βόλτα προς τον Επάνω Κάμπο, το χώμα μυρίζει ρίγανη και θρούμπι. Οι παραλίες μοιάζουν ακόμα πιο μεγάλες, πιο αφράτες και πιο εξωτικές. Μην το σκεφτείς, βούτα τώρα που τις έχεις όλες δικές σου. Εχει φρεσκοβαμμένες ντάμες (οι ασπρισμένοι αρμοί στα δρομάκια) στη Χώρα, που στολίζεται και ετοιμάζεται όλη την εβδομάδα για τη μεγάλη γιορτή. Εχει παραδοσιακούς χορούς και κουνήματα στις «Κούνιες», το έθιμο όπου οι νεαροί κουνούσαν τις αγαπημένες τους σε αυτοσχέδιες κούνιες, στολισμένες με λουλούδια. Εχει χαμόγελα και καλωσορίσματα και «τίνος είσαι συ» και ευχές που θα σου φωνάξουν από μακριά. Εχει ακόμα και διαφορετικό φως. Πιο μαλακό, πιο γλυκό. Αναστάσιμο.
Η Ιος το Πάσχα είναι, πέρα και πάνω από όλα, αναμνήσεις, γεύσεις και μυρωδιές. Είναι ο κυρ-Φραντζέσκος, που τη Μεγάλη Πέμπτη περνούσε με το γαϊδουράκι να φέρει στη μαμά μου φρέσκια, ζεστή μυζήθρα (που τρώγεται και επιτόπου με νιώτικο θυμαρίσιο μέλι, αν δεν νηστεύεις ή αν απλώς δεν σε βλέπει η μαμά) για τα μυζηθροπιτάκια της.
Είναι το σπίτι μας, που μύριζε πασχαλινά κουλουράκια, που κρύβονταν μέσα σε ψάθινες καλαθούνες, σκεπασμένα προσεκτικά και απαγορευμένα έως το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, που θα κάναμε κι εμείς επιτέλους τη δική μας μικρή Ανάσταση.
Είναι η περιφορά του Επιταφίου, που στριμώχνεται, αλλά καταφέρνει πάντα να περάσει ακόμα κι από τα πιο μικρά στενάκια της Χώρας. Που φτάνει στην Πιάτσα, μπροστά από τα μπαράκια, τα οποία χαμηλώνουν τα φώτα και κλείνουν τη μουσική για να ακουστεί το «Ω γλυκύ μου έαρ».
Είναι το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, που όσοι ξενυχτούσαμε μαζί το προηγούμενο βράδυ συναντιόμασταν ξανά, στην εκκλησία αυτή τη φορά, με όλη την οικογένεια παραδίπλα, και κοιταζόμασταν συνωμοτικά.
Είναι η Ανάσταση στον Ευαγγελισμό, όπου αγκαλιάζονται όλοι με όλους.
Μέσα μου, Πάσχα και Ιος έχουν ταυτιστεί για πάντα. Κι αν το Πάσχα είναι λύτρωση, για εμένα ξεκινά τη στιγμή που το πλοίο στρίβει αριστερά στον φάρο του λιμανιού και αποκαλύπτεται στα δεξιά η Αγία Ειρήνη, σταθερά εκεί, να με καλωσορίζει. Να και ο λόφος της Χώρας μπροστά μου και η παραλία του Γιαλού, όπου μεγάλωσα, στα δεξιά. Ολα όπως τα ξέρω και η καρδιά μου στη θέση της. Ανάσταση!
* Η Ελίζα Παρδαλίδη είναι creative director.
#Αρθρο στην εφημερίδα “Καθημερινή”