Ανασκαφές με σπουδαίες ανακαλύψεις. Μουσεία με πρωτοποριακές αρχαιολογικές εκθέσεις. Ερευνα βιβλιοθήκης και βαρυσήμαντες επιστημονικές δημοσιεύσεις. Αυτά είναι τα όνειρα των πτυχιούχων Αρχαιολογίας μετά τις σπουδές τους.
Του Δημήτρη Αθανασούλη (#)
Πόσοι από αυτούς βρίσκουν τελικά μόνιμη δουλειά ως αρχαιολόγοι; Ενα ελάχιστο ποσοστό, που ίσως δεν ξεπερνά το 1% των πτυχιούχων Αρχαιολογίας στη χώρα μας. Ενα κάπως μεγαλύτερο ποσοστό αρχαιολόγων εργάζεται ως έκτακτο προσωπικό (συμβασιούχοι) στο κράτος και σε ιδιωτικά έργα, σε συνθήκες ακραίας εργασιακής επισφάλειας.
Οι «τυχεροί» που κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα και αναλαμβάνουν μόνιμη θέση αρχαιολόγου σε μια Εφορεία Αρχαιοτήτων έχουν θεωρητικά την ευκαιρία να κάνουν όλα όσα περιγράψαμε στην αρχή, μόνο που αυτή δεν είναι η κύρια απασχόλησή τους.
Καλούνται ταυτόχρονα να ασκήσουν την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω διοικητικών μέτρων, η οποία παράγει έναν τεράστιο γραφειοκρατικό όγκο, που απορροφά το 90%-100% του διαθέσιμου υπηρεσιακού χρόνου. Οι αρχαιολογικές έρευνες, οι δημοσιεύσεις και οι μουσειακές εκθέσεις γίνονται συνήθως το απόγευμα, σε απλήρωτες υπερωρίες και σε ερευνητικές άδειες.
Η προσγείωση στην πραγματικότητα της λειτουργίας της αρχαιότερης και μεγαλύτερης επιστημονικής υπηρεσίας του ελληνικού κράτους επιβάλλει οι αρχαιολόγοι να γνωρίζουν όχι μόνο την αρχαιολογική αλλά και την οικοδομική και περιβαλλοντική νομοθεσία.
Καλούνται να διεκπεραιώσουν χιλιάδες οικοδομικές υποθέσεις που βρίσκονται σε περιβάλλον μνημείων, ελέγχους «τακτοποιήσεων» αυθαιρέτων, λειτουργίας «καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος», να εγκρίνουν μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Ταυτόχρονα, για να υλοποιήσουν μεγάλα αρχαιολογικά έργα μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων, όπως αναστηλώσεις ή νέες μουσειακές εκθέσεις, ένας ακόμη τεράστιος γραφειοκρατικός φόρτος έρχεται να προστεθεί στον ήδη υπάρχοντα.
Ολα τα παραπάνω αποτελούν συμπλήρωμα της δουλειάς στο πεδίο: αυτοψίες στις οικοδομές που πολλές φορές καταλήγουν σε σήματα διακοπής εργασιών όταν γίνονται εκσκαφές χωρίς αρχαιολογική παρακολούθηση, οι οποίες εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την καταστροφή αρχαιοτήτων· έλεγχος οικοδομικών εργασιών σε ανακαινίσεις κτιρίων μεσαιωνικών οικισμών, όπως οι Χώρες στα Κυκλαδονήσια, που μπορεί να αλλοιώσουν το διατηρητέο ιστορικό δομημένο περιβάλλον· εκθέσεις αυτοψίας, καταθέσεις και μηνυτήριες αναφορές στην ημερήσια διάταξη.
Καθώς η εφαρμογή της αρχαιολογικής νομοθεσίας παράγει εύλογες καθυστερήσεις ή επιβάλλει την αλλαγή σχεδιασμών σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό έργο, ο αρχαιολόγος οφείλει να παράσχει κάθε δυνατή πληροφόρηση προς τους εκάστοτε εμπλεκομένους (άλλες κρατικές υπηρεσίες, τοπικές αρχές, ιδιώτες, μηχανικοί), ώστε να τεκμηριώνονται επαρκώς οι παρεμβάσεις υπέρ των αρχαιοτήτων, οι οποίες αυτονόητα μπορεί να προκαλούν δυσαρέσκεια στους ενδιαφερομένους.
Οταν ένας αρχαιολόγος ξεκινά την καριέρα του, στο ερώτημα «Τι είναι η αρχαιολογία; Επάγγελμα ή πάθος;» απαντά αβίαστα το δεύτερο, καθώς η εξερεύνηση του παρελθόντος και η ανακάλυψη της ανασκαφής ασκεί απαράμιλλη γοητεία, πολύ πέρα από την όποια επαγγελματική ικανοποίηση. Η ίδια ερώτηση, μετά κάποια χρόνια τριβής στην αρχαιολογική καθημερινότητα που περιγράψαμε παραπάνω, οδηγεί ακριβώς στην ίδια απάντηση. Μόνο που τώρα το πάθος του αρχαιολόγου δεν είναι γι’ αυτό που ανακάλυψε, αλλά γι’ αυτό που έσωσε από την καταστροφή.
Τι είναι άραγε αυτό που μεταμορφώνει επιστήμονες με πολλαπλούς μεταπτυχιακούς τίτλους και διδακτορικά ώστε αυτοί να αφοσιώνονται με τέτοιο πάθος σε ένα άχαρο, κατά κοινή ομολογία, και, μετά τα τελευταία γεγονότα, και επικίνδυνο κυνηγητό μπροστά από μπουλντόζες και καταπατητές; Η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω είναι ότι εμπνέονται από το κυρίαρχο πνεύμα και τη θεσμική μνήμη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ενός φορέα με στιβαρή θεσμική υπόσταση που επιμένει να υπερασπίζεται ένα δημόσιο αγαθό, όπως η πολιτιστική κληρονομιά, και να επιβιώνει μέσα στον ωκεανό των ανάπηρων θεσμών του ελλαδικού παραδείγματος.
(*) Αρθρο του Δημήτρη Αθανασούλη – Διευθυντής της Εφορίας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων – στην εφημερίδα “Καθημερινή”