Μία απο τις ναυαρχίδες του τουρισμού στην χώρα μας και σίγουρα η πλέον συζητημένη είναι η Μύκονος. Πέρα από κοινότυπες διαπιστώσεις όμως, το μικρό αυτό νησί των Κυκλάδων είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τουριστικής ανάπτυξης όπως αυτή εννοείται στην Ελλάδα.
Αρθρο του Μηνά Λυριστή στο Βήμα (*)
Την “αθώα” εποχή του ‘60 η Μύκονος για πρώτη φορά ανακαλύφθηκε ως ελευθεριακός προορισμός από χίπις, γυμνιστές αλλά και τζετ σετερς. Η ομορφιά, η εγγύτητα της στο ιερό (για τους αρχαίους Έλληνες) νησί της Δήλου και η απλοϊκή μα συνάμα φιλόξενη και φιλελεύθερη ζωή των κατοίκων συνέθεσαν το πρωταρχικό προϊόν. Η δυναμική του τουρισμού ήταν αδιαμφισβήτητη και σύντομα όλο και περισσότεροι κάτοικοι στράφηκαν απο την εργασία στον πρωτογενή τομέα, στον τομέα των υπηρεσιών. Η σταδιακή αύξηση των τουριστών έφερε την ανάπτυξη του ξενοδοχειακού τομέα και των αναγκαίων υποδομών.
Σταδιακά επίσης, οι ντόπιοι ξενοδόχοι και καταστηματαρχες άρχισαν να αντικαθίστανται από επιχειρηματικούς ομίλους, ξένους η εγχώριους. Ετσι, εν συντομία, το τουριστικό προϊόν άλλαξε και πλέον η Μύκονος έγινε τόπος βιομηχανοποιημένου μέν, πολυτελούς δε τουρισμού. Πορεία καθ’όλα οικεία και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, με μόνη διαφορά ίσως, την εμμονή σε ένα προϊόν τουρισμού υψηλης προστιθέμενης αξίας και σε καμία περίπτωση all inclusive.
Εκ πρώτης όψεως αυτό μπορεί να μοιάζει μια ευτυχής κατάληξη ενός τόπου που αναπτύχθηκε και εκσυγχρονίστηκε και αποτελεί κορυφαίο τουριστικό προορισμό. Όμως η ανάπτυξη αυτή χαρακτηρίστηκε από όλες εκείνες τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας όπου τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού είναι δυσνόητα και η όποια υποδομή χαρακτηρίζεται από προχειρότητα. Εξαρχής άλλωστε δεν υπήρξε πρόνοια για το ποια θα ήταν τα όρια της τουριστικής βιομηχανίας και πως αυτή θα εφαρμοστεί στην Μύκονο.
Οι αυθαιρεσίες, είτε αυτές ήταν καταπάτηση του αιγιαλού, των ρεμάτων ή παραλίες με υπέρογκο αριθμό ογκωδών ομπρελών ή άλλων κατασκευών, είτε μηδενικοί ελεύθεροι χώροι (οριοθετημένοι μονάχα στα ΦΕΚ) μαζί με την αυθαίρετη δόμηση συναποτελούν το πλαίσιο της “μυκονιάτικης ανάπτυξης”. Ειδικά μετά την κατ’ ουσίαν χρεοκοπία του 2010 η αδυναμία της κρατικής εξουσίας έγινε αισθητή καθώς τα φαινόμενα αυθαιρέτησης έγιναν σχεδόν κανονικότητα.
Η αυθαιρεσία άλλωστε πηγαίνει αναλόγως της δυνατότητας του αυθαιρετούντα, δηλαδή όσο μεγαλύτερος ο όμιλος η ο εκάστοτε επιχειρηματίας τόσο μεγαλύτερη και η ισχύς του. Θα ήταν παράλογο να νομίζει κανείς ότι ο μέσος Μυκονιάτης μπορεί να καταπατήσει μια ολόκληρη παραλία ή να χτίσει μια φαραωνική βίλα αξίας εκατομμυρίων ευρώ.
Τα πρόσφατα γεγονότα της επικαιρότητας, απλώς επιβεβαιώνουν τον παραπάνω συλλογισμό. Ο ξυλοδαρμός του Μανώλη Ψαρρού, αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, υπεύθυνου για την Μύκονο, ταρακούνησε την μικρή κοινωνία του νησιού αλλά και ολόκληρη την χώρα. Η αλλαγή που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια έγκειται στο ότι κάποιοι έχουν την ψευδαίσθηση, πως μέσα στα πλαίσια της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης της χώρας μπορούν να επιβάλλουν το στενό τους συμφέρον λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας.
Δεν είναι τυχαία άλλωστε η δράση ατόμων που εργάζονται στην “γκρίζα ζώνη” του επιχειρείν, αυτό που λαϊκά ονομάζονται “μπράβοι”, αλλά στο νησί επί το ευπρεπέστερον, αρκεί ο όρος “ιδιωτική υπηρεσία ασφάλειας καταστήματος”. Η ευπρέπεια του όρου όμως μικρή διαφορά έχει στο περιεχόμενο της “εργασίας” τους, καθώς έχουν αναδειχθεί σε όργανα επιβολής μιας τάξης που βρίσκεται υπεράνω νόμου. αυτοί επιβάλλονται αφενός στους πολίτες και περιορίζουν την πρόσβαση τους σε παραλίες η αλλού και αφετέρου τρομοκρατούν εκπροσώπους κρατικών αρχών περιορίζοντας τους ελέγχους ή τις όποιες ποινές.
Η κατάσταση στο νησί όμως δεν απαιτεί προσθήκες στο νομικό πλαίσιο αλλά ουσιαστική επιβολή του υπάρχοντος. Υπάρχει πλεόνασμα νόμων, όμως υποστελεχωμένες υπηρεσίες και απουσία πλαισίου οργανωμένων ελέγχων δεν δύνανται να τους εφαρμόσουν. Η επιβολή προστίμων στα καταστήματα δε, έχει μάλλον αποτύχει καθώς τα όποια ποσά φαίνονται αστεία μπροστά στα έσοδα μόνο μιας βραδιάς.
Εν κατακλείδι, η λύση ενάντια σε κάθε αυθαιρεσία είναι πάντα η επιβολή του νόμου μέσω της ενίσχυσης των κρατικών υπηρεσιών. Απο την άλλη είναι και μια πρόκληση για την κοινωνία, εν προκειμένω για τους Μυκονιάτες. Εμείς, πρώτοι πρέπει να υπερασπιστούμε το νησί μας και να αναλογιστούμε μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να φτάσουμε για να λέμε πως δεν χάσαμε ούτε τους εαυτούς μας αλλά ούτε και την ιδιαιτερότητα του τόπου.
Γιατί προτεραιότητα και κύριος του τόπου είναι πάντα ο μόνιμος κάτοικος· κάθε υποχώρηση σε μικρό-εξουσίες υπονομεύει την ίδια την ποιότητα της ζωής μας και δημιουργεί επικίνδυνα προηγούμενα. Διότι τα γεγονότα και η εξέλιξη της Μυκόνου δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου για ολόκληρη την τουριστική βιομηχανία στην Ελλάδα και την σχέση της με τις κατά τόπους κοινότητες.
Στο τέλος, πρέπει σε τοπικό και συλλογικό επίπεδο να επιλέξουμε με ποιους όρους θα διεξάγεται η τουριστική δραστηριότητα έχοντας ως επίκεντρο πρώτιστα τον πολίτη.
(*) Μηνάς Λυριστής, Περιφερειακός Σύμβουλος Νοτίου Αιγαίου, Περιφερειακή Ενότητα Μυκόνου